της Γιώτας Αγαπητού
Ο Νικόλας προσπαθώντας να δικαιολογήσει με μία δόση ρομαντισμού όλους αυτούς που με προκλητικό τρόπο δήλωναν τη σεξουαλική τους ταυτότητά, θεωρούσε ότι υποσυνείδητα ίσως και να έπαιρναν εκδίκηση για τους καταπιεσμένους ομοϊδεάτες τού παρελθόντος, οι οποίοι κάποτε κυνηγήθηκαν και λοιδορήθηκαν, τόσο από την κοινωνία, όσο και από τις θρησκείες, που τους θεωρούσαν μιάσματα.
Μετά από αρκετά σκαμπανεβάσματα στις επιδόσεις που είχε στο πανεπιστήμιο, ο νεαρός άντρας κατάφερε επιτέλους να πάρει το πολυπόθητο πτυχίο, κάνοντας περήφανους τους γονείς του. Για χάρη τους ξεκίνησε να δουλεύει σ’ ένα νοσοκομείο στη Νέα Υόρκη για την απόκτηση ειδικότητας. Όσο όμως κι αν πάλευε μέσα του, αυτή η δουλειά δεν τον γέμιζε. Δεν άντεχε καθημερινά να παλεύει με τη σωματική φθορά και τον θάνατο. Ένιωθε ανήμπορος κι απογοητευμένος όταν αντίκριζε βλέμματα ανθρώπων γεμάτα απόγνωση. Ήθελε να ξεφύγει. Στο διαμέρισμά του, στο Μπρονξ, όταν γύριζε κουρασμένος μετά από εφημερία, καθόταν μπροστά στον καθρέφτη και λικνιζόταν στους ρυθμούς της Νταϊάνα Ρος. Εκείνες τις ώρες ένιωθε απελευθερωμένος. Ενώ πολλές η μνήμη του ταξίδευε πίσω στον χρόνο. Τη μέρα που για πρώτη φορά δοκίμασε χωρίς να γίνει αντιληπτός τις ψηλοτάκουνες γόβες και το μακρύ φόρεμα της μαμάς του. Τότε αισθανόταν ντροπή για την κρυφή αναζήτηση της ταυτότητάς του. Που όμως ακόμα και τώρα δεν μπορούσε να την αποδεχτεί, παρά μόνο αυτές τις ελάχιστες στιγμές.
Μετά τη λήξη της πανδημίας και τα παρατεταμένα lockdown, που τον είχαν εξουθενώσει σωματικά και ψυχικά, ένα βράδυ μετά τη δουλειά, ψάχνοντας για κάποια διέξοδο, τα βήματά του τον οδήγησαν σ’ ένα ημιυπόγειο χώρο. Εκεί όπου μία ομάδα ερασιτεχνών Drag Queen ανέβαζε ένα μουσικοχορευτικό θέαμα. Γοητευμένος από το σόου, γυρίζοντας στο σπίτι, στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη κι άρχισε να τραγουδάει εκστασιασμένος, μιμούμενος τις κινήσεις των χορευτών. Τα επόμενα βράδια τον βρήκαν στο ίδιο τραπέζι να παρακολουθεί ξανά το ίδιο πρόγραμμα. Αυτή τη φορά όμως ήταν ντυμένος και βαμμένος όπως οι ηθοποιοί.
Εντούτοις τη μέρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά για κείνον. Όσο κι αν προσπαθούσε με τρόπο να αποφεύγει τα κουτσομπολιά, με τον καιρό οι συνάδερφοί του είχαν αρχίσει να τον σχολιάζουν πίσω από την πλάτη του. Όταν επιτέλους ο Νικόλας ένιωσε σίγουρος για την επιλογή του, παραιτήθηκε από το νοσοκομείο, κι ακολούθησε τ’ όνειρό του, να γίνει μία performer Drag Queen. Το όνομα με το οποίο ήθελε να τον αποκαλούν από δω και στο εξής θα ήταν Λένι. Προς τιμήν του Βλαντιμίρ Λένιν, πολιτικού κι επαναστάτη της Οκτωβριανής Επανάστασης το 1917, που κάποτε ήταν το εφηβικό του ίνδαλμα, μα αργότερα ξεθώριασε μέσα του, όπως και πολλά άλλα πράγματα. Έτσι λοιπόν, εν μία νυκτί, η καριέρα του απογειώθηκε χωρίς να το καταλάβει. Ο ίδιος, ως performer πια, έδινε σόου στα πιο γνωστά στέκια της Νέας Υόρκης, αλλά και στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες όλου του κόσμου. Παρόλα αυτά ποτέ δεν τόλμησε να μιλήσει ανοιχτά στους δικούς του για την πραγματική φύση της νέας του δουλειάς. Αν και μέσα του ήξερε καλά πως εκείνοι το είχαν καταλάβει, μα τους ήταν δύσκολο κι επώδυνο να το αποδεχτούν.
Ακόμα και τώρα η Λένι ένιωθε πολλές φορές μπερδεμένη για τη σεξουαλική της φύση. Οι σύντροφοί της, όπως και κείνη, δεν είχαν συγκεκριμένη ταυτότητα. Απλά ήταν ψυχές που διψούσαν για συντροφικότητα κι αποδοχή. Πολλοί μάλιστα σε μία στιγμή τρέλας κι αδυναμίας, υπό την πίεση κάποιων ειδικών, που ενδιαφέρονταν δήθεν για το καλό τους, πείστηκαν ν’ αλλάξουν ολοκληρωτικά φύλο, χωρίς να ενημερωθούν για όλες εκείνες τις δυσάρεστες συνέπειες της απόφασής τους, τόσο στην ψυχική, όσο και στην σωματική τους υγεία, στην πορεία των χρόνων. Άνθρωποι που πίστεψαν σε μία μεγάλη απάτη τις δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, η οποία είχε ενδυθεί έντεχνα το ρούχο των ατομικών δικαιωμάτων, και με αυτό ο καθένας μπορούσε να προσδιορίσει τον εαυτό του όπως ήθελε.
Εκείνη είχε δει τα πάντα μέσα στους χώρους όπου κινούνταν. Όμως επέμενε πεισματικά κι αντίθετα από τους άλλους, ν’ αυτοπροσδιορίζεται ως άνθρωπος και δη καλλιτέχνης, που θρηνούσε πάνω από τα κορμιά γνωστών και φίλων, οι οποίοι εγκλωβισμένοι πια, είχαν χάσει τον δρόμο τους προς την ελευθερία. Τα επόμενα χρόνια της ζωής της διδάχτηκε πολλά από τις εξωφρενικές καταστάσεις που βίωσε, μοιράζοντας τις ώρες της ανάμεσα στα πολυτελή γραφεία των ψυχιάτρων, τις αίθουσες αναμονής των νοσοκομείων και τα νεκροταφεία. Αγαπημένοι συνοδοιπόροι -άντρες και γυναίκες-, που ήθελαν να ζουν σε μία κοινωνία δίχως ταυτότητες και προκαταλήψεις, τρελαίνονταν κι αρρώσταιναν στην προσπάθειά τους να αυτοκαθορίζονται με μία δόση ασάφειας όπως αισθάνονταν, ακόμη κι άφυλοι, θεωρώντας πως με αυτό τον τρόπο κατακτούσαν μία ψεύτικη αυτονομία στο όνομα του δικαιωματισμού.
Η Λενι όσο κι αν κάποιοι την πίεσαν, με το αζημίωτο φυσικά, ν’ αλλάξει την ταυτότητά της, εκείνη δεν υπέκυψε. Τις μόνες παρασπονδίες που πίστευε ότι έκανε ήταν το αλκοόλ και η χρήση κοκαΐνης. Ποτέ όμως δεν πέρασε από το μυαλό της ν’ αλλάξει φύλο. Ίσως αυτό να οφείλονταν στον σεβασμό και την απέραντη αγάπη που έθρεφε για τους γονείς της. Ακόμα και τώρα που έχουν φύγει από τη ζωή, η εικόνα τους την συντροφεύει.
Παραμονές Χριστουγέννων 2065
Τα φώτα της σκηνής έσβησαν για πάντα. Εκείνη όμως θα συνεχίσει να υπάρχει με διαφορετικό τρόπο πίσω από την κουίντα που αγάπησε όσο τίποτα στον κόσμο. Τώρα το μόνο που μετράει για τη Λένι είναι να γεράσει ήρεμα και ήσυχα δίπλα σε καλούς φίλους. Μα κυρίως μαζί με τον σύντροφο της, τον Έβαν, που κάποτε πρωταγωνιστούσε σ’ ερωτικές ταινίες. Τα πρόσωπα αυτά είναι πια η μόνη παρηγοριά της σ’ έναν ανάποδο και παρανοϊκό κόσμο που ποτέ δεν κατάλαβε.