του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Είχα ανέβει από τους πρώτους στο λεωφορείο. Ήταν σχεδόν μεσημέρι και χάζευα από το τζάμι τους λιγοστούς ανθρώπους που περπατούσαν βαριεστημένα στους δρόμους. Ένας γέρος ψαρομάλλης καθόταν απέναντί μου. Δεν τον είχα προσέξει από πριν. Εντούτοις έβγαζε μία δυσοσμία απελπισίας. Τα ρούχα του ήταν παλιά και φθαρμένα από τον χρόνο. Η εικόνα του έδειχνε μία γενικότερη έλλειψη φροντίδας, που η οσμή της σου τρυπούσε τη μύτη από μακριά. Θαρρώ πως αυτή είναι η αποφορά του κάθε πολυκαιρισμένου ανθρώπου. Τον κοίταξα διακριτικά μ’ ένα βλέμμα συμπόνιας. Απότομα έστρεψε το πρόσωπό του επάνω μου. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενα. Ντράπηκα. Όμως άθελά μου ένιωσα ικανοποίηση, γιατί κατά βάθος συνέκρινα τη δική του μοίρα με τη δική μου. Παρόλα αυτά αισθάνθηκα σαν μικρό παιδί που το πιάνουν να τρώει κρυφά το γλυκό απ’ το βάζο ή σαν ένας μοναχικός διαβάτης που τολμάει να ρίξει το βλέμμα του σ’ ένα ερωτευμένο ζευγάρι, ίσως για να κλέψει λίγη ευτυχία από το συμπαντικό εκκρεμές της ζωής.
Κάποτε διάβασα πως η κόλαση πάντα θα είναι οι άλλοι, κι όσο περισσότερο τους πλησιάζουμε, τόσο περισσότερο διανοίγεται η πηγή της νεύρωσής μας. Όμως τώρα θα έπρεπε να διαχειριστώ τη ματιά του. Έδειχνε δυστυχισμένος, αλλά και βαθιά ανθρώπινος. Λες και το αμόνι της ζωής σμίλεψε επάνω του όλη την αυταπάτη της εγκόσμιας καλοσύνης. Μου χαμογέλασε γεμάτος ευγένεια. Δεν μπορούσα να φανώ αγενής. Σχεδόν αμέσως του το ανταπέδωσα. Παρόλα αυτά όσο κι αν το θέλαμε δεν είχαμε να πούμε κάτι άλλο. Εξάλλου οι φωνές πολλές φορές πνίγουν το βάθος του πραγματικού εαυτού μας. Έτσι αφεθήκαμε κι οι δυο στη σιωπή. Αυτή η παύση ήταν μία ανομολόγητη παρένθεση ενσυναίσθησης ή ίσως ένας ακόμα συμβιβασμός επάνω στο πεντάγραμμο της ζωής. Εκείνη η στιγμή όμως το σίγουρο είναι πως ήταν η πιο αθόρυβη νότα της ύπαρξής μου. Τόσο που έμοιαζε για νεκρή. Αισθανόμουν πως ο άλλος για μένα τώρα πια ήτανε πεθαμένος. Ένα σαρκίο που δεν είχα λόγο να φοβηθώ, να τρέξω μακριά του ή να το πλησιάσω, παρά μόνο να το εκτιμήσω ως σύμβολο ενός ανθρώπου αφημένου στις συνέπειες της μοίρας. Έτσι, χωρίς τύψεις έστριψα και πάλι αργά το κεφάλι προς το παράθυρο, αναζητώντας νέα νεκρά σύμβολα.