Ο μονόλογος της Ψυχής μιας πρίμα μπαλαρίνας – Μέρος 3ο

της Γιώτας Αγαπητού

Η Ψύχη πολλές φορές δυσκολευόταν να κατανοήσει τους γονείς της.  Δυο ανθρώπους εκ διαμέτρου  αντίθετους, που όμως  τους ένωνε  η αγάπη τους για την ελευθέρια. Η μάνα της λάτρευε την ιστορία και τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων, ενώ ο πατέρας της τον Γαλλικό Διαφωτισμό και την επανάσταση του  λάου ενάντια στην καταπίεση που βίωνε από τον βασιλιά και την αριστοκρατία. Έξαλλου ήταν ένας άντρας που είχε συγκρουστεί πολλές φορές με την οικογένεια του όταν ήταν νέος, λόγω των πολίτικων του πεποιθήσεων. Παρόλα αυτά ντρεπόταν ν’  αναφέρει οτιδήποτε είχε να κάνει με την απόφαση της κόρης του σχετικά με την επιλογή της ν’ ασχοληθεί με το μπαλέτο. Γι’ αυτό και από σεβασμό στους συγγενείς του στην Ελλάδα δεν το είπε ποτέ. Άλλωστε αυτοί δεν καταλάβαιναν από τέτοια πράγματα. Στον τόπο τους γνώριζαν χορούς που για τους «πολιτισμένους» ευρωπαίους θεωρούνταν λαϊκοί, καθώς πίστευαν ότι απευθύνονται στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

Εκείνη, την πατρώα γη την επισκέφτηκε ελάχιστες φορές, μιας και δεν ένιωθε να τη δένει κάτι μαζί της. Οι Έλληνες συγγενείς της ήταν άνθρωποι βαθιά συντηρητικοί, που ποτέ τους δεν αποδέχτηκαν το γάμο της μ’ έναν άντρα από τη Σοβιετική Ένωση, τη γενέτειρα του κουμμουνισμού. Τον θεωρούσαν ανάξιο εξαιτίας της δουλειάς του να συντηρήσει την οικογένειά του, αφού και κείνος ήταν χορευτής. Παρόλα αυτά δεν τους κράτησε ποτέ της κακία και πάντα προσπαθούσε να τους καταλάβει έστω κι από μακριά. Όταν όμως έγινε μητέρα πήρε τα δυο της κορίτσια κι επισκέφτηκε το σπίτι των παππούδων της, για να δουν τουλάχιστον για μία φορά τα δισέγγονά τους. Θα ήθελε να ξαναπήγαινε τώρα μετά από χρόνια σε κείνο το όμορφο πέτρινο διώροφο αρχοντικό, με τα ξυλόγλυπτα έπιπλα και τα κεντίδια, ανάβοντας ένα κερί στον τάφο των προγόνων της.

Θυμάται τον εαυτό της από παιδί ν’ ακροβατεί ανάμεσα στις δυο καταγωγές της. Εξάλλου και κείνη, όπως και οι γονείς της, θαύμαζε αυτούς τους δύο πολιτισμούς, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Τους αρχαίους Έλληνες κυρίως για την ψύχη, το πνεύμα και την ανακάλυψη του Απολλώνιου κάλλους μέσα από την τέχνη. Ενώ στους Δρυΐδες, απ οπού κατάγονταν οι Γάλλοι, την εντυπωσίαζε η σχέση που είχαν με τη φύση και τον μυστικισμό. Γι’ αυτό και πολλές φόρες όταν χόρευε επάνω στη σκηνή μεταμορφωνόταν ταυτόχρονα σε λεπτεπίλεπτη Καρυάτιδα, αλλά και σε απόκοσμη Κέλτιδα μυθική νεραΐδα. Δύο αρχετυπικές γυναικείες μορφές που ενώνονταν μέσα στο κορμί της και άφηναν ν’ αποκαλυφθεί από τις κινήσεις της στους θεατές η επιρροή που είχε λάβει από τις ισχυρές  πατρογονικές ρίζες της.

Ξαφνικά νιώθει ότι ο χρόνος κυλάει βασανιστικά γρήγορα, όπως η άμμος στο στενό στόμιο της κλεψύδρας. Κοιτάζει και πάλι με αγωνία το ακίνητο σώμα που σιγά σιγά έχει αρχίσει να παγώνει. Απέναντί της στέκεται ο Θάνατος, περιμένοντας χωρίς να βιάζεται. Γνωρίζει ότι όσο κι αν παλεύει η Ψυχή, εκείνος τελικά θα κερδίσει. Απελπισμένη στροβιλίζεται στο δωμάτιο, αναζητώντας μία ανάμνηση. Προσπαθεί να θυμηθεί τις κινήσεις της Ιουλιέτας, ψιθυρίζοντας το ρυθμό από το ομώνυμο έργο του Προκόφιεφ. Όταν το πρωτοάκουσε ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν το κορμί της. Ήξερε καλά ότι αυτός ο ρόλος ήταν η μεγάλη ευκαιρία της ζωής της, που είτε θα την έκανε πρίμα μπαλαρίνα, είτε θα έβαζε τέλος στην αδιάφορη μέχρι τότε καριέρα της. Εξάλλου δε φοβόταν τις προκλήσεις. Αυτό ήταν κάτι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της, τον οποίο λάτρευε. Συνειρμικά φέρνει και πάλι φευγαλέα στο νου της τους γονείς της και την σχέση της μαζί τους. Δεν έχει ακόμα  ξεπεράσει  την  έντονη προσκόλληση της μητέρας της σε αυτήν, κάτι το οποίο  πολλές φόρες την έπνιγε. Στεναχωριόταν που εκείνη δε μπόρεσε να πραγματοποιήσει τα όνειρά της και γι’ αυτό τον λόγο τη μεγαλύτερη ικανοποίηση της ζωής της την έλαβε όταν είδε την κόρη της επιτέλους πρωταγωνίστρια. «Σκέφτομαι αν άραγε η μάνα μου ένιωσε ποτέ της έστω για λίγο πραγματικά ευτυχισμένη. Δε μπορούσα ποτέ μου να καταλάβω τον αινιγματικό χαρακτήρα της, γιατί φρόντιζε να κρύβει καλά τα συναισθήματά της. Αναρωτιέμαι για πού να ταξίδεψε άραγε η ψυχή της κι αν τελικά κατάφερε να βρει τη γαλήνη που αποζητούσε. Άλλωστε ποτέ μου δεν της κράτησα κακία. Ακόμα και τα λάθη της σε μένα τής τα συγχώρεσα».

Η Ψυχή στρέφει και πάλι το βλέμμα προς το λιπόθυμο σώμα. Τα δάχτυλά του έχουν αρχίσει να μελανιάζουν από την έλλειψη οξυγόνου. Απέναντί της ο Θάνατος την κοιτάζει ήρεμος και χαμογελαστός. Εκείνη του ρίχνει ένα απαξιωτικό βλέμμα. Θα ήθελε πολύ να χορέψει μαζί του. Φέρνει και πάλι στο νου της τη μελωδία από το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ξεκινάει  δειλά δειλά να κάνει κάποιες κινήσεις. Αν κι έχει χρόνια να χορέψει, το άυλο σώμα της την υπακούει, λες και δεν πέρασε ούτε μέρα από τότε που μάγευε το κοινό με την ευλυγισία και την υποκριτική της, την οποία ενσάρκωνε κάποτε μέσα σε αυτό το λιπόθυμο και γερασμένο κορμί. Τώρα συνειδητοποιεί για πρώτη φορά την αγάπη που νιώθει για τον χορό και την ελευθερία που της προσφέρει. Τεντώνει με χάρη τα χέρια και τα πόδια της. Η μελωδία του έργου την έχει κυριεύσει. Νιώθει σαν άλλη Ιουλιέτα στην τελευταία σκηνή του έργου. Στροβιλίζεται γύρω από τον Θάνατο για να τον σαγηνεύσει, ελπίζοντας να μην την πάρει μαζί του. Εκστασιασμένη δίνει ίσως την τελειότερη παράστασή της. Στην καριέρα της βίωσε στιγμές ανασφάλειας και ήταν έτοιμη να τα παρατήσει. Εκείνος όμως που τη σταματούσε πάντα ήταν ο σύντροφός της, ο Σεργκέι. «Άραγε πού να βρίσκεται η δική του ψυχή; Ένιωσε κι αυτός το ίδιο με μένα όταν έφτασε η ώρα να εγκαταλείψει το γερασμένο του σώμα; Ποιος να ξέρει τελικά αν πάλεψε για να κρατήσει ζωντανό το γήινο και φθαρτό  κορμί του. Μακάρι να μπορούσα να τον συναντήσω και πάλι για να χορέψουμε και να μοιραστούμε μαζί αυτή την εμπειρία. Ίσως όμως και να  μην ειδωθούμε πότε ξανά, γιατί θα έχουμε πιει και οι δυο από της Άρνης το νερό».

Η Ψυχή συνειδητοποιεί ότι δεν έχει χρόνο για να πενθήσει. Τρέχει προς το παράθυρο. Έξω στο δρόμο ακούγονται σειρήνες ασθενοφόρου. Κατευθύνεται βιαστικά προς το σώμα. Το αγκαλιάζει, ψιθυρίζοντάς του λόγια παρηγοριάς. Το βλέμμα της όμως είναι καρφωμένο στον Θάνατο. Της φαίνεται γοητευτικός, αλλά και αφάνταστα τρομακτικός. Όσο κι αν προσπαθεί να μην επηρεαστεί νιώθει ότι την έχει σαγηνεύσει. Αν τα πράγματα ήταν αλλιώς ίσως και να τον άφηνε να την πάρει μαζί του. Τώρα όμως, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία που είναι το φθαρτό της σώμα, δε νιώθει έτοιμη να το εγκαταλείψει. Το αγαπάει. Εκείνη το διάλεξε για να κατοικήσει μέσα σ’ αυτό. Μαζί του έχει ζήσει τις πιο όμορφες στιγμές που θα μπορούσε να ονειρευτεί. Γι’ αυτό και δεν του αξίζει ένα τέτοιο μοναχικό τέλος. Η γυναίκα αυτή κοντεύει τα ογδόντα.

Ξαφνικά, βήματα και φωνές ακούγονται από τις σκάλες. Ένας άντρας σπάει με δύναμη την πόρτα. Η Ψυχή τρομάζει για λίγο. Συνειδητοποιεί όμως πως ήρθαν οι διασώστες.

Ένα παγωμένο βοριαδάκι αγγίζει το άυλο σώμα της. Ξαφνιάζεται. Στρέφει το κεφάλι της προς το μισάνοιχτο παράθυρο. Ο Θάνατος σαν αερικό εξαφανίζεται στους δρόμους της πόλης.

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο