Ο μονόλογος της Ψυχής μιας πρίμα μπαλαρίνας – Μέρος 2ο

της Γιώτας Αγαπητού

Η Ψυχή προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία της. Στρέφει το βλέμμα της για μία ακόμα φορά στο γερασμένο κορμί, που παρά τα χρόνια τα οποία πέρασαν από πάνω του συνεχίζει να είναι καλοσχηματισμένο, ενώ το πρόσωπο, το γεμάτο ρυτίδες, μαρτυρά ακόμα και τώρα ότι αυτή η γυναίκα ήταν κάποτε πολύ όμορφη. Ξαφνικά σκέφτεται ότι αύριο το βράδυ έχει κανονίσει με τη φίλη της, τη Σαρλότ, να πάνε για παρακολουθήσουν το έργο «Το Πουλί της Φωτιάς», μία παράσταση που δίνεται από τα διάσημα μπαλέτα Μπολσόι στην Όπερα των Παρισίων. Ένα από τα έργα που κάποτε είχε διαπρέψει και κείνη. Όταν έσβηναν τα φώτα της σκηνής κι έβγαζε τα λαμπερά της κουστούμια και τις πουέντ, η σπουδαία πρίμα μπαλαρίνα μεταμορφωνόταν σε μία απλή γυναίκα της διπλανής πόρτας, που φεύγοντας από το θέατρο της άρεσε να γίνεται ένα με το άγνωστο πλήθος. Ποτέ της δεν ένιωσε ντίβα, ακόμα και στο απόγειο της δόξας της απέφευγε συνειδητά να δίνει  συνεντεύξεις. Το μόνο που ήθελε ήταν απλά να χορεύει. Πίστευε ότι δε διέφερε σε τίποτα με οποιαδήποτε άλλη εργαζόμενη γυναίκα. Συνειδητοποιώντας ξαφνικά πόσο της λείπει η οικογένειά της, δακρύζει. Θυμάται ότι αυτό το διαμέρισμα παλιά έσφυζε από ζωή. Τώρα ελάχιστοι την επισκέπτονται, αφού εκείνη έχει επιλέξει να έχει κοντά της μόνο αυτούς που αισθάνεται δικούς της. Νιώθει θυμό που ο άντρας της έφυγε πριν δέκα χρόνια για το μεγάλο ταξίδι. Αυτή όμως δεν έχει σκοπό να τον συναντήσει σύντομα. Θα παλέψει. Το σώμα εκπέμπει ακόμα τη ζεστασιά του. Ίσως και να τα καταφέρει. «Μα πού στο διάολο είναι αυτό το αναθεματισμένο το ασθενοφόρο».

Καθώς τα λεπτά κυλούν σκέφτεται τελικά πως δε θ’ αντέξει. Ακόμα και στα έργα που έπαιζε ο ρόλος του θανάτου της προκαλούσε τρόμο. Και να που τώρα στέκεται σχεδόν μπροστά της. Παγερός και σκοτεινός την κοιτάζει μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Το σώμα εξακολουθεί να μένει αναίσθητο στο πάτωμα. Δεν υπάρχει κανείς για να τη βοηθήσει. Η Έλσα, η οικονόμος της, έφυγε πριν μία ώρα. Μακάρι να ήταν εδώ τούτη τη στιγμή. Καλύτερα όμως που δεν είναι. Δε θα ήθελε κανείς να τη δει σε αυτή την κατάσταση. Ούτε καν και οι πάλαι ποτέ θαυμαστές της. Δεν της αρέσει να τη λυπούνται. Ακόμα και τότε που την απέρριπταν στις οντισιόν, όταν ξεκινούσε την καριέρα της, απέφευγε τα λόγια παρηγοριάς και συμπόνιας των άλλων, γιατί θεωρούσε αδύναμους και μίζερους όσους τ’ αποδέχονταν. Η σταδιοδρομία της ξεκίνησε αρκετά αργά, όταν ήταν ήδη τριάντα χρονών. Μέχρι τότε έπαιζε δεύτερους ρόλους, έκανε όμως υπομονή και τελικά δικαιώθηκε. Αλλά τώρα δεν είχε χρόνο, έπρεπε με κάθε τρόπο να νικήσει το θάνατο. Παρόλα αυτά, γνώριζε ότι κάτι τέτοιο για ένα γερασμένο σώμα σαν το δικό της είναι σχεδόν ακατόρθωτο.

Έξω από την πόρτα επικρατεί απόλυτη σιωπή. Είναι Παρασκευή βράδυ κι ο κόσμος μετά από τη δουλειά του έχει βγει για να διασκεδάσει. Μόνο κάτι ηλικιωμένοι, ανήμποροι και κατάκοιτοι βρίσκονται μέσα στα σπίτια τους. Εκείνη όμως νιώθει ότι δεν ανήκει σε καμία από αυτές τις κατηγορίες. Σφύζει από ζωή. Έχει ακόμα τόσα πράγματα να κάνει και να προσφέρει. Η ψυχή άλλωστε, όπως λέει και η ίδια, δε γερνάει ποτέ. Είναι αιώνια νέα κι έχει μάθει να στηρίζει από την πρώτη στιγμή το σώμα που επέλεξε να τη φιλοξενεί.

Θυμάται τον πατέρα της, έναν άνθρωπο τόσο διαφορετικό από κείνη, που είχε μάθει να  σχεδιάζει τη ζωή του με βάση την κοινή λογική. Οι δυο τους δεν ήταν ποτέ πολύ κοντά. Εκείνος είχε αφήσει αποκλειστικά την ανατροφή των παιδιών στη γυναίκα του και σπάνια ασχολούνταν μαζί τους. Πίστευε ότι αυτή τους προσέφερε την καλλίτερη δυνατή διαπαιδαγώγηση, η οποία θεωρούσε ότι ήταν σύμφωνη με τα δικά του στερεότυπα. Γι’ αυτό και ξαφνιάστηκε όταν η σύζυγός του τού ανακοίνωσε ότι η κόρη τους θα γινόταν επαγγελματίας μπαλαρίνα, αντιδρώντας έντονα στην επιλογή της…

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο