Ο μονόλογος της Ψυχής μιας πρίμα μπαλαρίνας – Μέρος 1ο

της Γιώτας Αγαπητού        

  • Έλενα σε τρία λεπτά βγαίνεις. Είσαι έτοιμη;
  • Ναι. Είμαι σχεδόν έτοιμη Σοφία, μην ανησυχείς.
  • ΟΚ. Σε περιμένουμε στα παρασκήνια.

«Έλα κορίτσι μου θα τα καταφέρεις. Αυτό τον ρόλο… αυτή τη μέρα την περίμενες χρόνια. Θεέ μου νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν. Νομίζω πως δε θα τα καταφέρω τελικά».

Η νεαρή γυναίκα ανοίγει βιαστικά την πόρτα από το καμαρίνι της και τρέχει προς τα παρασκήνια. Εκεί είναι μαζεμένοι και την περιμένουν σχεδόν όλοι οι συντελεστές της παράστασης. Από την πλατεία και τους εξώστες ακούγονται ψιθυρίσματα που φτάνουν μέχρι και την κουίντα, δίνοντας την αίσθηση ότι το θέατρο είναι γεμάτο από κόσμο. Βρισκόμαστε στη μεγάλη Όπερα του Παρισιού. Όλη η καλή κοινωνία της γαλλικής πρωτεύουσας έχει συγκεντρωθεί για να θαυμάσει και να χειροκροτήσει τ’ ανερχόμενα αστέρια του κλασικού μπαλέτου. Τον Σεργκέι Ιβάνοφ και την Έλενα Παπαμιχαήλ. Δύο καλλιτέχνες από διαφορετικές χώρες που πάλεψαν πολύ μέχρι να καταφέρουν να πρωταγωνιστήσουν σε μία τόσο μεγάλη παράσταση, σ’ ένα από τα σπουδαιότερα θέατρα στην καρδιά της Ευρώπης. Στο έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» τού Σεργκέι Προκόφιεφ, υπό τη μουσική διεύθυνση του Τζορτζ Μπέι. Εκτός όμως από συνεργάτες, εδώ και λίγο καιρό είναι και ζευγάρι. Το γεγονός αυτό κατά κάποιο τρόπο τους βοηθάει ώστε ν’ αποδώσουν καλύτερα τους ρόλους τους, σε  μία τόσο ερωτική ιστορία με δραματικό τέλος.

Στο έργο αυτό η Έλενα ονειρευόταν να πάρει μέρος από τότε που ήταν παιδί και να παίξει ως πρωταγωνίστρια το ρόλο της Ιουλιέτας. Στο μπαλέτο  από μικρή ηλικία τη μύησε η μητέρα της, η Αντουανέτα, που ήταν κόρη μίας εύπορης οικογένειας καθολικών από το Μπορντώ. Εκείνη, λόγω των κοινωνικών καταβολών της, μεγαλώνοντας έλαβε την καλύτερη δυνατή μόρφωση, ενώ στη συνέχεια έφυγε για σπουδές στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Κατά την εκεί παραμονή της γνώρισε κι αργότερα παντρεύτηκε τον συμφοιτητή της Κωνσταντίνο Παπαμιχαήλ, ο οποίος ήταν Έλληνας, γιος μεγαλοτσιφλικάδων από τη Θεσσαλία, που όμως εναντιώθηκε στα συμφέροντα τους, παίρνοντας το μέρος των Κολίγων. Οι δύο νέοι μετά το τέλος των σπουδών τους επέστρεψαν στο Μπορντώ, αναλαμβάνοντας τα οινοποιία των γονιών της Αντουανέτας. Λίγα χρόνια αργότερα απέκτησαν τη μοναχοκόρη τους, την Έλενα. Για την οποία φρόντισαν να έχει τους καλύτερους δασκάλους. Γεννήθηκε στις αρχές του 1935, τη χρονιά που γράφτηκε το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», από τον σοβιετικό νεωτεριστή συνθέτη Σεργκέι Προκόφιεφ. Το γεγονός αυτό στα μάτια του νεαρού κοριτσιού είχε πάρει μεταφυσικές διαστάσεις, κάνοντάς την να πιστεύει ότι συνδέεται με μία αόρατη κλωστή με αυτό τον ρόλο. Μία αφελής αίσθηση, που συντηρούσε η μητέρα της με κάθε τρόπο στο καρδιά και τη σκέψη της. Εξάλλου, η Αντουανέτα από μικρή ονειρευόταν να γίνει μεγάλη μπαλαρίνα. Όμως ο αυστηρός πατέρας της στάθηκε εμπόδιο στα σχέδιά της. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισε τα δικά της όνειρα να τα εμφυτεύσει στο υποσυνείδητο του παιδιού της, κάνοντάς το να θεωρεί ότι είναι δικά του.

Η μουσική ξεκινάει. Οι πρώτες νότες διασκορπίζονται σαν σταγόνες βροχής στον αέρα του θεάτρου. Μελωδίες γεμάτες ένταση και δραματικότητα. Ο Σεργκέι είναι ήδη στη σκηνή. Η Έλενα τον κοιτάζει με θαυμασμό για τον τρόπο με τον οποίο χορεύει, ενσαρκώνοντας με τον πιο εκφραστικό κι εκλεπτυσμένο τρόπο τον ρόλο του. Οι κινήσεις του απόλυτα εναρμονισμένες μέσα στο χώρο, αποπνέουν το βίωμα της κάθε στιγμής. Εκείνη για λίγο χάνεται στις σκέψεις της, ξεχνώντας ότι είναι η σειρά της να βγει και μέσα από το σώμα της να μιλήσει η Ιουλιέτα, μπροστά σ’ ένα κοινό που εκστασιασμένο παρακολουθεί την ιστορία να ξετυλίγεται. Επιτέλους! Η ώρα για την οποία πίστευε ότι είχε γεννηθεί έφτασε. Η πρίμα μπαλαρίνα Έλενα Παπαμιχαήλ με την είσοδό της στη σκηνή κάνει τους θεατές να ξεσπάσουν σε θερμά χειροκροτήματα. Ησυχία. Όλοι οι προβολείς είναι στραμμένοι πάνω στους δύο πρωταγωνιστές, που με κάθε κίνησή τους εκφράζουν τα συναισθήματα των δύο ηρώων. Στην πλατεία και στους εξώστες έχει απλωθεί νεκρική σιγή.

Ώρα 22:30 μ.μ. Πραγματοποιείται κλήση προς το Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας για την αποστολή ασθενοφόρου στην οδό Σαρλ ντε Γκολ 132, στο κέντρο του Παρισιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα σε μισολιπόθυμη κατάσταση τηλεφωνεί για βοήθεια. Είναι βράδυ Παρασκευής και στους δρόμους της πόλης έχει πολύ κίνηση. Τα λεπτά κυλούν αργά και βασανιστικά. Η γυναίκα όσο κι αν παλεύει να κρατηθεί από το μπράτσο της πολυθρόνας πέφτει στο πάτωμα. Η καρδιά της σταματά να χτυπά. Το σώμα της μένει ακίνητο, δεν αναπνέει. Όμως ακόμα και με τα μάτια κλειστά αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω της. Το δωμάτιο είναι αφάνταστα γεμάτο από έπιπλα κι αναμνήσεις. Νιώθει να πνίγεται. Η ψυχή της προσπαθεί να πιαστεί από οτιδήποτε θα μπορούσε να την κρατήσει στο κλουβί που τόσο αγαπάει και δεν είναι έτοιμη ακόμα να το εγκαταλείψει. Αγγίζει με τα άυλα χέρια της τ’ αντικείμενα και τις φωτογραφίες. Στέκεται για λίγο σε κείνη όπου δύο χαμογελαστοί νέοι κρατούν στην αγκαλιά τους ανθοδέσμες. Φορούν κοστούμια χορού. Δακρύζει. Η σκέψη της ταξιδεύει πίσω στο χρόνο. Σε κείνη την τόσο σπουδαία βραδιά που οι πρωταγωνιστές με την ερμηνεία τους κατακτούν την Ευρώπη. Η μνήμη της γυρίζει σχεδόν πενήντα χρόνια πίσω. Θυμάται την καρδιά της να χτυπά πιο δυνατά κι από τη μουσική, έχοντας την αίσθηση ότι καλύπτει τις νότες. Παρατηρεί, λες και το κάνει για πρώτη φορά, το φόρεμα της κοπέλας. Αυτό το κόκκινο σκούρο βελούδινο κουστούμι, που ήταν ραμμένο αποκλειστικά γι’ αυτήν, τονίζοντας με τον καλύτερο τρόπο τη δραματικότητα του ρόλου της Ιουλιέτας, κάνοντάς την να πιστεύει ότι τη συνέδεε μαζί της μία καρμική σχέση. Αν και δε χρειάστηκε στην πραγματικότητα να θυσιαστεί για τον έρωτά της. Αντίθετα με τον άντρα που αγάπησε από την πρώτη στιγμή που τον είδε έζησαν μαζί ευτυχισμένοι. Τώρα όμως της λείπει πολύ.

Η Ψυχή απομακρύνεται βιαστικά από τη φωτογραφία και στέκεται για λίγο πάνω από το άκαμπτο σώμα. Κοιτάζει τη χρυσή βέρα που είναι εδώ και χρόνια περασμένη στο δεξί χέρι. Αν και ποτέ δεν αγάπησε τα κοσμήματα, αυτό το δαχτυλίδι είναι το μόνο που δεν αποχωρίζεται. Τα υπόλοιπα, που τα περισσότερα είναι οικογενειακά κειμήλια, τα έδωσε ως ενθύμιο στις κόρες της. Στη ζωή της δεν πραγματοποίησε τα δικά της θέλω, αλλά δεν προσπάθησε να τα επιβάλει και στα παιδιά της, όπως έκανε η μάνα της. Ήθελε ν’ ακολουθήσουν το δρόμο που εκείνα είχαν επιλέξει, ακόμα κι αν ήταν λάθος κι αυτό γιατί η μητέρα της είχε προγραμματίσει τη δική της ζωή με σχεδόν κάθε λεπτομέρεια. Στο μόνο πράγμα που αντιτάχθηκε στους γονείς της ήταν στον  γάμο της. Όχι γιατί ήθελε με αυτό τον τρόπο να κάνει την επανάστασή της. Απλά, όπως και η ηρωίδα που θαύμαζε, η Ιουλιέτα, επιθυμούσε να ζήσει για πάντα με τον μεγάλο της έρωτα.

Προσπαθεί και πάλι να δραπετεύει από τις σκέψεις της. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο, η βουή του δρόμου δεν της επιτρέπει να καταλάβει αν έρχεται επιτέλους το ασθενοφόρο…

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο