του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Ο Μαξ αν και δεν έχανε Κυριακή που να μην πάει στην εκκλησία μαζί με τη γυναίκα του Καρολίνα και τα τρία τους παιδιά, αξίωνε για τον εαυτό του να δίνει τις δικές του απαντήσεις στα σύγχρονα ερωτήματα της επιστήμης. Ο πατέρας του, ο Καρλ, ένας δεσποτικός άνθρωπος που δύσκολα δεχόταν άλλη άποψη, όπως και ο παππούς του, ο Μαρτίνος, ήταν Λουθηρανός πάστορας κι από νωρίς οι δυο τους τον είχαν μυήσει στα μυστήρια της θρησκείας. Ωστόσο ο Μαξ όσο κι αν προσπαθούσε να πειθαρχήσει και να μη φέρνει αντίρρηση, βαθειά μέσα του δυσπιστούσε. Αισθανόταν πως δεν του αρκούσαν οι απλοϊκές απαντήσεις που του έδιναν για όλα τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής ή κάποιες φορές εκείνες που ο ίδιος ξέθαβε από το πλήθος των θεόπνευστων βιβλίων που είχε μελετήσει. Η τεράστια φλόγα που έκαιγε στην ψυχή του ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε να σβήσει από τον εφησυχασμό μίας τυφλής πίστης χωρίς την εμπειρία του βιώματος. Έτσι, η εσωτερική του ανάγκη σιγά σιγά τον ώθησε στην αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τον στοχασμό και τη φιλοσοφία.
Μεγαλώνοντας, εξαιτίας της πίεσης του πατέρα του, αφού έλαβε το πτυχίο από τη θεολογική σχολή του Μονάχου, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει την επιστήμη της νευροβιολογίας και όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του ταξίδεψε για το Βερολίνο, θέλοντας ν’ ασχοληθεί με την έρευνα γύρω από την ανθρώπινη νευροανατομία και τη λειτουργία του εγκεφάλου. Πίστευε πως εκεί βρίσκεται το κλειδί της ανθρώπινης ύπαρξης ή τέλος πάντων οι απαντήσεις που ίσως θα χαλύβδωναν την ευάλωτη πίστη του. Ένιωθε βαθειά μέσα του πως ο άνθρωπος κατοικεί σ’ έναν άγνωστο και πολύπλευρο κόσμο, όπου το μόνο που τελικά συλλαμβάνει δεν είναι παρά μία ελάχιστη γνώση της πραγματικότητας. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να οδηγείται πολλές φορές σε μία ψευδή αντίληψη περί της αλήθειας ή όπως είχε διαβάσει παλαιότερα στην αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα, σε μία διάθλαση της πραγματικότητας. Όλα αυτά τα είχε συνειδητοποιήσει αργότερα, όταν ασχολήθηκε για ένα διάστημα επάνω στην έρευνα της εφαρμοσμένης νευροεπιστήμης σε θέματα μάρκετινγκ. Έτσι λοιπόν γνώριζε μέσα από πειράματα και την εμπειρία της εργασίας του, πως το συνειδητό κομμάτι του κάθε ατόμου ελάχιστα συμφωνεί με τις αποφάσεις του εγκεφάλου του. Παρόλα αυτά σκεφτόταν πως ένας κόσμος χωρίς έστω ακόμα κι αυτή την στρεβλή συνείδηση δεν θα είχε κανένα νόημα, μιας κι ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να συλλάβει ούτε καν τον ίδιο τον εαυτό του. Αναρωτιόταν όμως αν αυτή η σύλληψη του κόσμου αφορούσε και τα υπόλοιπα όντα.
Ο Μαξ ως λάτρης της αριστοτελικής λογικής, θεωρούσε ότι το σύμπαν διέπεται από μία λογικότητα χωρίς την οποία θα είχε αποσυντεθεί. Εξάλλου, όπως έλεγε, τα μαθηματικά, οι επιστήμες, η φιλοσοφία, ακόμα και η ίδια η γλώσσα, δε θα μπορούσαν να σταθούν μέσα σε μία κοσμική σούπα τυχαιότητας, αφού χρησιμοποιούν ως θεμέλια τα όπλα της λογικής. Αυτή ήταν και η μόνη αλήθεια με την οποία συμφωνούσε αποδεδειγμένα ο εγκέφαλός του στο εκατό της εκατό. Το μότο του ήταν πως χωρίς συνοχή καμία αλήθεια δε θα μπορούσε ξεπηδήσει από το μικρό σύμπαν του ανθρώπινου εγκεφάλου. Κι αν αυτό είναι εφικτό για τον άνθρωπο, γιατί θα ήταν αδύνατο για τα μικροσκοπικά άτομα που τον συναποτελούν; Άλλωστε τα πάντα, ακόμη κι εκείνα που δεν φαίνονται με γυμνό μάτι, τα οποία θα θεωρούσαμε ευτελή, υπάρχουν εξαιτίας της αντιδιαστολής τους με την απουσία τους. Η ίδια η ζωή βεβαιώνει την ύπαρξή της εξαιτίας της απώλειάς της. Η ανυπαρξία του ενός πράγματος συμπίπτει με την ύπαρξη του άλλου, όπως το φως με το σκοτάδι. Μέσα σ’ ένα τέτοιο διττό κόσμο, που όπως έλεγε ο Φρόυντ είναι ο καλύτερος δυνατός, και που κινείται αδιάκοπα σαν εκκρεμές ανάμεσα στο συν και το πλην της ζωής, ανάμεσα στην φιλότητα και το νείκος ή το μίσος και την αγάπη, πώς θα μπορούσε ένα δίκαιο Ον να κάνει τη διαλογή του στους ουρανούς; Κι όμως σκεφτόταν πως το ν’ αναιρέσει κανείς ένα θεό χωρίς αποδείξεις θα ήταν απλώς μία πράξη που θα τον επικύρωνε ακόμη περισσότερο. Η απιστία για κείνον λοιπόν δεν ήταν παρά μία αντεστραμμένη μορφή πίστης.
Όμως από την άλλη, όλες οι θρησκείες έθεταν τον άνθρωπο στην κορυφή μίας κτιστής δημιουργίας χωρίς νόηση, την οποία απλώς χάρισε ένας καλός εξωσυμπαντικός με μακριά γένια θεός ως δώρο στον άνθρωπο, για να την χαίρεται και να τον υμνεί κι αυτό ο Μαξ δεν μπορούσε να το δεχτεί. Το θεωρούσε άκρως εγωιστικό. Εξάλλου τίποτα από μόνο του δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο στη σχέση του με τα άλλα πράγματα. Το πεπερασμένο νοηματοδοτείται από το άπειρο, όπως και το μικρό από το μεγάλο. Κάτω απ’ αυτή την οπτική έβλεπε πως όλα δεν μπορεί παρά να είναι ισοτίμως υπαρκτά. Ήθελε λοιπόν να εκβάλει από μέσα του όλες τις διδαχές και τον φορμαλισμό της παιδικής του ζωής. Μα πάνω απ’ όλα ήθελε να καθαιρέσει από το μυαλό του όλα όσα του απαιτήθηκαν από ανθρώπους που τους σεβόταν και τους φοβόταν, όπως τον ίδιο του τον πατέρα.
Έτσι λοιπόν αποφάσισε να τον πείσει να συμμετάσχει στο πείραμα του ανθρώπινου εγκεφάλου, θέλοντας ν’ αποδείξει πως οι συνειδητές αποφάσεις μας, εάν δεν λαμβάνονται υπό την βάσανο ενός εσωτερικού δικαστηρίου, επηρεάζονται κατά κύριο λόγο από τον κοινωνικό περίγυρο στον οποίο ζούμε και δραστηριοποιούμαστε, όπως συνέβαινε για παράδειγμα στο αλλοτριωμένο από τη ναζιστική πλύση εγκεφάλου άτομο. Ο Μαξ θεωρούσε πως αυτή η συναλλακτική συνειδησιακή σχέση, η οποία λειτουργεί και στις θρησκείες ως μία διαδικασία ανταμοιβής ή τιμωρίας, παραμορφώνει τελικά όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να δράσουν καταλυτικά μέσα στο καταπιεστικό περιβάλλον, όπως είναι η κρίση και η δύναμη της θέλησης.
Ο Καρλ άφοβα και κάπως υπεροπτικά δέχτηκε την πρόκληση του Μαξ. Εντούτοις, η βασική περιοχή του εγκεφάλου του που εμπλέκονταν πρωτογενώς στη λήψη αποφάσεων τον είχε προδώσει, καθώς ελάχιστα συμφωνούσε με τις συνειδητές επιλογές της ζωής του. Την επόμενη Κυριακή ο πάστορας στην ενορία που διακονούσε έβγαλε έναν πύρινο λόγο κατά του ανθρώπινου εγκεφάλου και υπέρ της θρησκευτικής πίστης. Ήταν το πιο ενθουσιώδες κήρυγμα από τότε που ακόμα νέος και φιλόδοξος γαρ ξεκίνησε ν’ ασκεί τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Το ποίμνιο εν αλλαλαγμώ τον χειροκροτούσε όρθιο ασταμάτητα, φωνάζοντας συνεχώς αλληλούια. Αυτό το πείραμα είχε καταφέρει να χαλυβδώσει την πίστη του ακόμη περισσότερο. Ήταν πλέον σίγουρος πως συνειδητά είχε επιλέξει τον σωστό δρόμο. Ο Μαξ για πρώτη φορά δε θα ήταν εκεί για να τον χειροκροτήσει μαζί με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά. Ωστόσο ο Καρλ, σφίγγοντας τις γροθιές, έκλεινε το κήρυγμά του λέγοντας: «Όποιος ακολουθεί την Αλήθεια δε θα βαδίζει πια στα ζοφερά σκοτάδια της πλάνης του εγκεφάλου».