του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Η Ελένη, μία ηλικιωμένη γυναίκα, κοιτάζει καθισμένη σε μία καρέκλα έξω από το παράθυρο του σπιτιού της, ενώ πιο πίσω ο άντρας της, αριστοκρατικός κι αμέριμνος, βυθισμένος στην φαρδιά πολυθρόνα, καπνίζει τη χειροποίητη από ξύλο βατομουριάς πίπα του χωρίς να μιλάει.
Εκείνη για μια στιγμή χάνεται στις ατέρμονες σκέψεις της, όπως χάνονται τα χρώματα βουτηγμένα στην απεραντοσύνη του ορίζοντα.
Στη συνέχεια στρέφεται προς το μέρος του μονολογώντας…
Τα χρόνια περάσανε, όπως περνούν τα σύννεφα, αφήνοντας πίσω τους το αποτύπωμα μιας σκιάς.
Όμως το τοπίο πάντα ίδιο, ασάλευτο, σαν παλιά εικόνα τυπωμένη πάνω στο διάφανο σώμα ενός χαρτιού.
Μόνο οι δρόμοι μαλάκωσαν, όπως και οι καρδιές των περαστικών.
Βλέπεις, τόσα χρόνια ζυμώθηκαν με το βάρος τους.
Τον πόνο, την ελπίδα, τη χαρά, τη λύπη τους.
Κι ο ουρανός έγινε λίγο πιο μεγάλος για να χωράει τις έγνοιες τους.
Ένα σπιτάκι στην άκρη του λόφου…
Θυμάσαι;
Αχνοφέγγει ακόμα ζωή, ορθώνοντας τ’ ανάστημα του πάνω απ’ τη μοίρα του τόπου, σαν αναβάτης που ξεπέζεψε από τα θεμέλια της γης.
Κάθε πρωί ακουμπούσαμε τον καφέ μας στο περβάζι του παραθύρου και το χαζεύαμε αμέριμνοι.
Έτσι συνομιλούσαμε για ώρες, μέχρι την τελευταία γουλιά.
Εσύ, εγώ, η τεράστια βελανιδιά στο πλάι του δρόμου, ένας αρχαίος ναός που τώρα πια δεν υπάρχει κι εκείνο το σπιτάκι στην άκρη του λόφου.
Μέχρι που ο καπνός απ’ την καμινάδα του ν’ αγγίξει με τις πύρινες γλώσσες του το κατακάθι του φλιτζανιού μας.
Αλήθεια που να πήγαν άραγε εκείνα τα δυο πουλιά που είχαν χτίσει τη φωλιά τους πάνω στον κόρφο αυτού του θεόρατου δέντρου για ν’ αφουγκράζονται τα μελλούμενα;
Τώρα ζηλεύω ακόμα και τούτο δω το σαλιγκάρι που κουβαλάει στις πλάτες του κάθε πρωί όλο το μερτικό του, γλιστρώντας από πεζούλι σε πεζούλι.
Είναι τόσο ανάλαφρο όσο το κελάηδημα των πουλιών μέσα στη νύχτα!
Ή το περπάτημα των ξωτικών στ’ απέραντα παραμύθια των ηλικιωμένων.
Καμιά φορά ο σκοπός βαραίνει τα πράγματα πάνω στις πλάτες μας κι αυτές γέρνουν στο πλάι κουρασμένες, όπως τα κλαδιά των δέντρων ή ακόμη χειρότερα, όπως οι χαλασμένοι δείκτες του ρολογιού.
Κανένας σκοπός δε λυτρώνει την ύπαρξη.
Μόνο η ανάγκη μοιάζει να ‘ναι ανάλαφρη σαν τον άνεμο.
Τόσος κόπος, τόση δουλειά, τόσος μόχθος…
Γιατί άραγε;
Εξάλλου οι κιτρινισμένες εικόνες, αν και αργά, πάντα μάς διδάσκουν το αναπότρεπτο του μικρού και περιττού κόσμου μας.
Η Ελένη σηκώνεται αργά από την καρέκλα κρατώντας στο ένα χέρι το άδειο φλιτζάνι, ενώ με το άλλο αγγίζει απαλά την παλιά ασάλευτη φωτογραφία του άντρα της πάνω στο κομοδίνο.
Εκείνος, ακόμη βυθισμένος στην παλιά πολυθρόνα, συνεχίζει να καπνίζει αριστοκρατικός κι αμέριμνος, σαν ένα αιώνιο φάντασμα του παρελθόντος που την ακολουθεί…
Υ.Γ. Η Ελένη είναι η σύγχρονη Ελλάδα που αργοπεθαίνει αναπολώντας το παρελθόν της. Συνδιαλέγεται μ’ έναν απέραντο κόσμο ο οποίος την ξεπερνά. Είναι εκείνη η παλιά, λεπτεπίλεπτη κι αριστοκρατική Ελλάδα, που τώρα κιτρινισμένη κι αμέριμνη πάνω στο κομοδίνο απέμεινε δίχως κανένα σκοπό να κοιτάζει απλώς τους αιώνες που γέρνουν ξεχαρβαλωμένοι όπως οι χαλασμένοι δείκτες του ρολογιού.