του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Ένιωθε σαν μαστίχα πατημένη στο δρόμο.
Τα πεζοδρόμια γλιστρούσαν και το νερό της βροχής έτρεχε από τις σκεπές των σπιτιών σαν καταρράκτης.
Ευτυχώς είχε ομπρέλα και στην πρώτη στροφή μπήκε σ’ ένα υπόγειο μπαρ που ήταν μπροστά του.
Κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά, έβγαλε το ψιλοβρεγμένο παλτό του και κάθισε στο ψηλό σκαμπό, προσπαθώντας να βολευτεί όσο μπορούσε καλύτερα.
Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, ο μπάρμαν, αφού σκούπισε τον πάγκο, γέμισε ένα διπλό ουίσκι με πάγο, αφήνοντάς το μπροστά του χαμογελώντας.
Η απαλή τζαζ που έπαιζε η ορχήστρα τον χαλάρωσε, καθώς απλωνόταν σαν χαλί στο μυαλό του.
Ήθελε να χαθεί στους ήχους της μουσικής, αλλά φοβόταν μήπως συγχωνευτεί μέσα της και γίνουνε ένα.
Αυτό θα ήταν το τέλος του εαυτού του και δεν το ήθελε, τουλάχιστον ακόμη.
Η επικίνδυνη ομορφιά του θανάτου… σκέφτηκε.
Η ερωμένη του φαίνεται να τον είχε εγκαταλείψει από καιρό, ίσως και χρόνια.
Ποτέ του δεν είχε καλή αίσθηση του χρόνου, αλλά και του χώρου.
Κάποιες φορές αισθανόταν δισδιάστατος.
Σαν μια κηλίδα επίπεδη, απλωμένη πάνω στην επιφάνεια ενός χαρτιού χωρίς ήχο κι αφή.
Ποιος θα μπορούσε να επιβεβαιώσει την ύπαρξη ενός τέτοιου ανθρώπου;
Εξάλλου ήταν ένας τρόπος με τον οποίο κατάφερνε να αποφεύγει τις προσωπικές συνέπειες των πράξεών του.
Σε τελική ανάλυση ίσως είχε βαλθεί να σκοτώσει τον πραγματικό εαυτό του
ή και να δηλώσει την παρουσία του μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο παραπλανητικής απουσίας ανάμεσα στον ίδιο και τους άλλους.
Ωστόσο, δεν ήταν παρά ένας μίμος βαμμένος με ασημί χρώμα που είχε μάθει να στέκεται ακίνητος σαν άγαλμα, σηκώνοντας που και που το ποτήρι του στους θαμώνες.
Μία νεκρή αλληλεπίδραση, που εντούτοις καλλιεργούσε μόνο τη φαντασία του κόσμου, ο οποίος τον απολάμβανε σαν να ήταν ένα απλό αξιοθέατο ή κάτι το αξιοπερίεργο.
Ένα μυθικό ένσαρκο άγαλμα που βρέθηκε από το πουθενά να κοσμεί τον εσωτερικό χώρο αυτού του υπόγειου γραφικού μπαρ.
Είχε ονομάσει το ζωντανό έργο του «ζωή χωρίς να αισθάνεσαι ζωντανός».
Ένιωθε τουλάχιστον ασφαλής.