«Η τυραννία και το εξαντλητικό δημοσιονομικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας»
του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
– Μιας και ο Σουλτάνος λειτουργούσε, όπως ανέφερες, ως εκπρόσωπος του Θεού και ως απόλυτος άρχων επί της γης, κάτω από μία τόσο ακραία επικρατούσα αντίληψη, θα ήθελα να ρωτήσω πόσο τυραννική και δυναστική έφτασε να είναι η οθωμανική διοίκηση;
Εδώ αρκεί να σταθούμε στα όσα συνέγραψε ο «Ανώνυμος Έλλην» στην «Ελληνική Νομαρχία: Ήτοι Λόγος Περί Ελευθερίας». Ένα σύγγραμμα που καυτηριάζει έντονα την τυραννία. Το έργο αυτό εκδόθηκε το 1806 στην Ιταλία και ήταν αφιερωμένο στον Ρήγα Βελεστινλή.
«Η οθωμανική διοίκησις είναι τυραννική. Οι νόμοι των είναι ατελείς, σκληροί και ολίγοι. Η πρώτη διαταγή των νόμων των είναι, να νομίζουν τους λόγους του τυράννου ως νόμους απαράβατους. Η θρησκεία των συνίσταται εις το να δοξάζουν ένα θεόν, και ολίγους προφήτας, εξ ων ο πρώτος είναι ο Μωάμεθ. Είναι όμως πλήρεις δεισιδαιμονιών και πιστεύουσι πολλά γελοιώδη πράγματα. Τα ήθη των είναι βάρβαρα. Ο χαρακτήρ των σοβαρός και υπερήφανος. Η αμάθειά των άκρα και γενική.».
Η δε αγραμματοσύνη, αλλά κυρίως η στάση του σουλτάνου έναντι των υπηκόων του ήταν τόσο ακραία που ο σημερινός αναγνώστης δυσκολεύεται ακόμη και κατ’ ελάχιστο να πιστέψει τα όσα έχουν γραφτεί.
«Εβγαίνει μίαν φορά την εβδομάδα από το παλάτιόν του και υπάγει να προσκυνήση τον κτίστην του παντός εις τον ναόν του. Αυτός, δεν είναι εις χρέος να ηξεύρει άλλο, ειμή να τρώγη, να κοιμάται και να στέκεται εις το άλογον. Όσον μεν διά τας επιστήμας ή ξένας γλώσσας του είναι εμποδισμένη η σπουδή των από τους νόμους των, αν δε και από την ιδίαν του γλώσσαν δεν ήθελεν ηξεύρει ειμή δέκα λέξεις, βέβαια ήθελε του ήτον αρκεταί, ωσάν οπού ποτέ δεν έχει χρείαν να ομιλήσει, και όταν ομιλή, μόνον προστάζει να φονεύσουν το ένα και τον άλλον.».
Και αν κανείς θεωρεί τόσο ακραία τα όσα έχουν ειπωθεί, η συνέχεια μαρτυρά ακόμη πιο ανελέητη και δυναστική τη διοίκηση του σουλτάνου. Σε βαθμό μάλιστα που κάθε φαμελίτης (οικογενειάρχης), όπως σημειώνει ο συγγραφέας, όταν βγαίνει από το σπίτι του να πάει στην αγορά για τις υποθέσεις του να νομίζει ότι πάει στον πόλεμο.
«Όθεν, ευθύς οπού τινός η φυσιογνωμία δεν ήθελεν του αρέσει, με ένα νεύμα του ρίπτει την κεφαλήν χαμαί. Εν ενί λόγω, αυτός καταδικάζει εις θάνατον όποιον θελήση, και κανείς δεν ημπορεί να του αποκριθή. […] Τοιούτος, λοιπόν υπάρχει, ω αγαπητοί μου, ο των Ελλήνων τύραννος, και βέβαια πολλά χειρότερος απ’ ότι σας τον επερίγραψα, καθώς όλοι σας τον γνωρίζετε.».
Ας μη βιαζόμαστε όμως, διότι πέραν των παραπάνω, ο συντάκτης μάς παραθέτει πλείστους άλλους τυράννους, οι οποίοι κάτω από τις ευλογίες του σουλτάνου χρησιμοποιούσαν τα αξιώματά τους με τον ίδιο ακριβώς ή και χειρότερο τρόπο. Κυριότερος αυτών ήταν ο αντιβασιλέας της Υψηλής Πύλης. Αυτός, όπως τονίζεται, κρίνει και αποφασίζει με τόση μωρία, που εάν βρεθούν δύο ψευδομάρτυρες κι ένας κακούργος κατήγορος, είναι ικανός ν’ αφανίσει και τον πλέον ενάρετο πολίτη. Ενώ οι οπαδοί του χτυπούν και αρπάζουν τις περιουσίες απλών ανθρώπων. Απ’ ότι βλέπουμε λοιπόν κανείς δε γλίτωνε από την ασπλαχνία όλων αυτών των τυράννων. Μάλιστα ο αντιβασιλεύς έδινε εξουσία σ’ έναν αγράμματο έμπιστο μάγειρα ή δούλο του να κάνει ότι θέλει σε μία πόλη της επικράτειας. Σε σημείο που η κάθε πόλη έφτασε δυστυχώς να κυβερνάται ληστρικά απ’ αυτούς τους ανθρώπους.
– Γενικά είναι γνωστό πως ήδη από τους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας οι φόροι μοιράζονταν κατά τρόπο διανεμητικό από την κορυφή της διοικητικής πυραμίδας έως τις περιφέρειες και τα χωριά. Ωστόσο τα όσα μας αναφέρεις από την «Ελληνική Νομαρχία» πιστεύω πως ακόμα και σήμερα είναι άγνωστα για τον πολύ κόσμο.
Το αντιμοναρχικό αυτό έργο, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως μία πολιτική πραγματεία του ελληνικού προεπαναστατικού διαφωτισμού, δεν είναι άλλο, παρά μία αφυπνιστική επιστολή προς τους υπόδουλους Έλληνες, κι ένας ύμνος στην ελευθερία του ανθρώπου.
« Αλλά, πόσας φοράς πρέπει να εκφωνήσω, ότι η ελευθερία είναι αναγκαιοτέρα και από την ιδίαν ύπαρξιν εις τον άνθρωπον! Αυτή γαρ αποκαταστεί γλυκείαν την ζωήν, αυτή γεννά διαυθεντευτάς της πατρίδος, αυτή νομοδότας, αυτή εναρέτους, αυτή σοφούς, αυτή τεχνίτας, και αυτή μόνον, τέλος πάντων, τιμά την ανθρωπότητα.».
Σε ότι έχει να κάνει τώρα το δημοσιονομικό σύστημα των πρώτων αιώνων, το οποίο και έθιξες, ας μη ξεχνάμε πως οι Οθωμανοί αξιωματούχοι ανέκαθεν απαιτούσαν πολύ περισσότερα και μεγαλύτερα ποσά από τις περιφέρειες που διοικούσαν, μιας και η κεντρική εξουσία ενδιαφερόταν να εισπράττει ένα συγκεκριμένο ποσό, αδιαφορώντας για τις αυθαιρεσίες τους. Από τον 17ο αιώνα όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν προς το χειρότερο, καθώς καθιερώθηκε η εκμίσθωση των φόρων και άλλων προσόδων σε ιδιώτες κεφαλαιούχους ενοικιαστές φόρων, οι οποίοι υποκατέστησαν τους κρατικούς λειτουργούς. Αυτοί οι κερδοσκόποι, που ήσαν μουσουλμάνοι, χριστιανοί και κυρίως Εβραίοι, εισέπρατταν από τον ταλαίπωρο υπόδουλο λαό της αυτοκρατορίας υπέρογκα ποσά αυξάνοντας σημαντικά τα κέρδη τους, και, βέβαια, δεν επένδυαν σε παραγωγικά έργα, αφού ενδιαφέρονταν αποκλειστικά και μόνο για το προσωπικό τους συμφέρον και όχι για το δημόσιο. [Κωνσταντίνος Κ. Χατζόπουλος, Επισκόπηση της Ιστορίας του Ελληνισμού (1204 – 1821)]
Όσον αφορά τους φόρους που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν οι υπήκοοι των ευρωπαϊκών κυρίως κτήσεων, διαχωρίζονταν σε αυτοκρατορικούς και τοπικούς, τούς οποίους εισέπρατταν οι αξιωματικοί φεουδάρχες ή σπαχήδες. Αυτοί κατείχαν τιμάρια κατά το βυζαντινό πρότυπο, που τούς παρείχε ο σουλτάνος εις αναγνώριση της στρατιωτικής τους υπηρεσίας, και επιτηρούσαν τους χωρικούς που εργάζονταν στη γη τους για ένα κομμάτι ψωμί, μιας και υπόκειντο σε δυσβάσταχτη τακτική φορολόγηση. Εντούτοις, πέραν των τακτικών γνωστών φόρων, όπως ο κεφαλικός -το λεγόμενο χαράτσι- και η δεκάτη, που αφορούσε την αγροτική παραγωγή, την οποία κατέβαλλαν όλοι οι υπήκοοι, υπήρχαν και πολλοί άλλοι ακόμη, που αφορούσαν τα δέντρα, τη γη και τα ζώα. Εκτός όλων αυτών όμως υπήρχαν και οι έκτακτες εισφορές που απαιτούσαν οι τοπικοί φεουδάρχες, αλλά και μία σειρά από άλλες που ο λαός αναγκάζονταν να καταβάλλει για τη συντήρηση της εκκλησίας. Δικαιολογημένα λοιπόν -όπως σημειώνει και πάλι ο καθηγητής Κωνσταντίνος Κ. Χατζόπουλος-, ο Γάλλος διπλωμάτης Felix Beaujour, αναφερόμενος στην κατάσταση που επικρατούσε στις οθωμανικές ευρωπαϊκές κτήσεις, σημείωσε στα 1797: «Μιλώντας για τις υπέροχες επαρχίες που αφορούν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τελειώνουμε πάντοτε με την ίδια σκέψη: η φύση έδωσε τα πάντα σ’ αυτήν τη χώρα και η διοίκηση χάλασε τα πάντα».