«Οι αλλοεθνείς στη διοίκηση του Οθωμανικού κράτους»
του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
– Είχες αναφέρει στην προηγούμενη συνάντησή μας ότι κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, ο κύριος φόβος των Οθωμανών ήταν η διάλυσή τους. Κυρίως, εξαιτίας της ενσωμάτωσης πολλών λαών και φυλών στην επικράτειά της αυτοκρατορίας τους και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο σε όλες τις κατεκτημένες φυλές εφήρμοζαν συνεχώς μέτρα καταστολής και βίας.
Ακριβώς! Εξάλλου είναι γεγονός πως ο εγκολπισμός των κατεκτημένων βυζαντινοποιημένων και όχι μόνο λαών, δεν έγινε με ομαλό τρόπο, παρά το γεγονός πως οι Οθωμανοί, ως απόγονοι των πρώτων νομαδικών φύλων της Κεντρικής Ασίας, όταν εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία αναγκάστηκαν να οικειοποιηθούν τον πολιτισμό τους. Έτσι, όταν ο εξισλαμισμός των υπόδουλων πληθυσμών δεν γινόταν με δέλεαρ τον πλούτο ή την εξουσία, επιβάλλονταν με την άσκηση ψυχολογικής και σωματικής βίας. Είναι γνωστό άλλωστε πως όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψαν οι σφαγές, οι εξανδραποδισμοί και το παιδομάζωμα κατά των Ελλήνων, των Σλάβων, των Κούρδων, των Σύριων, των Αρμενίων, καθώς και άλλων ντόπιων πληθυσμών. Η δε επάνδρωση της διοίκησης συγκροτούνταν κυρίως από εξισλαμισθέντες χριστιανούς, πολλοί εκ των οποίων διενεργούσαν γάμους συμφερόντων προκειμένου να εξασφαλίσουν την άνοδό τους στην εξουσία.
– Τι αναφορές έχουμε γύρω από γεγονότα, τα οποία επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη;
Αρχικά εδώ αξίζει να σταθούμε στην περίπτωση του Τσανταρλή Χαλίλ Πασά. Τα τελευταία χρόνια της θητείας του σουλτάνου Μουράτ Β΄, αλλά και τα πρώτα του Μωάμεθ Β΄, ο Τσανταρλή Χαλίλ Πασάς υπήρξε Μεγάλος Βεζίρης. Η δε οικογένειά του ήταν πανίσχυρη για σχεδόν εβδομήντα χρόνια. Έτσι, μετά την κατάληψη της Πόλης, ο Μωάμεθ, με το πρόσχημα της εκκαθάρισης της Οθωμανικής διοίκησης από τα συμβιβαστικά στοιχεία απέναντι στους κατακτηθέντες, τον καταδίκασε σε θάνατο. Με αυτό τον τρόπο απαλλάχτηκε από την πανίσχυρη αυτή οικογένεια, δημεύοντας παράλληλα την περιουσία τους. Αργότερα, για την αποφυγή ισχυροποίησης και άλλων τέτοιων οικογενειών, ο Μωάμεθ από τους συνολικά έξι Μεγάλους Βεζίρηδες που διόρισε έως τον θάνατό του, το 1481, οι τρεις ήταν Ρωμιοί, πρώην χριστιανοί προερχόμενοι από το παιδομάζωμα, οι δύο σλαβικής καταγωγής και μόνο ένας Τουρκομάνος. Ο Καραμανλή Μεχμέτ Πασάς (1477 -1481), από την Καραμανία (Καππαδοκία).
Στη συνέχεια πολλοί Μεγάλοι Βεζίρηδες θα είναι αλλοεθνείς. Ο Κοτζά Νταβούτ (1482 -1497), ο Ντουκακίνογλου Αχμέτ (1514 -1515), ο Κοτζά Σινάν (1593 -1595), ο Χατζί Χαλί (1717 -1718) και αρκετοί άλλοι ακόμη ήταν Αλβανοί. Ο Πάργαμη Νταμάτ Ιμπραήμ (1523 -1536) ήταν χριστιανός ελληνικής καταγωγής από την Πάργα, παντρεμένος με την αδερφή του Σουλτάνου Σουλεημάν Α΄ του Μεγαλοπρεπή, την Χατιζέ Σουλτάν. Αργότερα ο Σουλτάνος θα τον προάγει σε σερασκέρη, γενικό διοικητή των αυτοκρατορικών δυνάμεων, ενώ στο τέλος, παρά τις υποσχέσεις που του είχε δώσει, θα τον εκτελέσει. Ο Βόσνιος Νταμάτ Ρουστέμ, ο οποίος διετέλεσε μεγάλος Βεζίρης δύο φορές, από το 1544 έως το 1553 και από το 1555 έως 1561, ήταν επίσης παντρεμένος με την κόρη του Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπή, την Μιχριμάχ Σουλτάν. Ενώ ο Αλβανός Νταμάτ Καρά Αχμέτ (1553 -1555), που κάλυψε το κενό των δύο αυτών χρόνων, από το 1553 έως το 1555, ήταν παντρεμένος με την άλλη κόρη του Σουλεϊμάν Α΄, την Φατμά Σουλτάν. Από τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία συνάγεται πως οι συγγένειες που συνάπτονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πολλές φορές προσέφεραν το πολυπόθητο εισιτήριο της ανόδου αλλοεθνών στην εξουσία.
Ο δε στρατός των Οθωμανών χάρη στο παιδομάζωμα αποτελείτο από κατεκτημένους λαούς. Αντίστοιχα και το ναυτικό συγκροτούνταν υποχρεωτικά και από νησιώτες ναυτικούς, εξαιτίας της ανικανότητάς τους σε αυτόν τον τομέα. Σύμφωνα με τον Δρ. Χρήστο Ν. Φίφη, επίτιμο ερευνητή στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe, η Ύδρα υποχρεούνταν ν’ αποστέλλει 250 ναυτικούς στο οθωμανικό ναυτικό και να τους πληρώνει η ίδια από το τοπικό της ταμείο μαζί με ορισμένες άλλες πληρωμές. Εξάλλου στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 τα πληρώματα του Οθωμανικού στόλου που έφθαναν σε σύνολο τις 47.000, οι 15000 ήταν Έλληνες βίαια στρατολογημένοι. Από το 1701 θεσμοθετήθηκε και το κρατικό αξίωμα του Διερμηνέα (δραγουμάνου) του οθωμανικού στόλου, το οποίο αναλάμβαναν μέλη Φαναριώτικων οικογενειών. Δεν έλειψαν όμως και οι ξένοι αξιωματούχοι, οι οποίοι κατόρθωσαν ν’ αναλάβουν μέγιστα αξιώματα, αποκτώντας ισχυρή δύναμη και επιρροή στην Υψηλή Πύλη. Ο Λαλά Μουσταφά Πασάς, ο οποίος διορίστηκε αρχιστράτηγος στην κατάληψη της Κύπρου από τον Σουλτάνο Σελίμ Β΄, το 1570-71, ήταν αραβοσυριακής καταγωγής, όπως και ο Ούγγρος αρχιναύαρχος στην ίδια εκστρατεία Πιαλή Πασάς. Οι δυο τους επηρέασαν τον Σουλτάνο Σελίμ Β΄ στην απόφασή του να συναινέσει στην κατάληψη της Κύπρου, παρά τη συμφωνία ειρήνης και την αντίδραση του Μεγάλου Βεζίρη Μεχμέτ Σόκολλι, τον οποίο οι δύο πασάδες έβλεπαν μ’ εχθρικό μάτι.
Ωστόσο το Οθωμανικό κράτος, καθαρά θεοκρατικό στο σύνολό του, κυβέρνησε έχοντας ως πρότυπο τη βυζαντινή διοίκηση. Έτσι, στην πορεία κατέστη ανίκανο ν’ ακολουθήσει τα προτάγματα και τις ιδέες της ευρωπαϊκής αναγέννησης. Ο Ισλαμισμός γέννημα θρέμμα της παλαιάς διαθήκης, όπως και ο χριστιανισμός, υποκατέστησαν την έννοια της ελευθερίας με το δόγμα, που είχε ως μεσάζοντα το ιερατείο. Στο σημαντικότερο επαναστατικό βιβλίο που τυπώθηκε το 1806 στην Ιταλία, την «Ελληνική Νομαρχία», ο ανώνυμος συγγραφέας σχετικά με την Πατρίδα και την Ελευθερία, αλλά και την κατάπτωση του Βυζαντινού κράτους γράφει τα εξής.
«Υπέρτατο χρέος η Θυσία για την Πατρίδα και η υπεράσπιση της Ελευθερίας. Η θεοκρατία και η ολιγαρχία εκμεταλλεύονται την αμάθεια, διαφθείρουν τα ήθη, χαλκεύουν δεσμά. Συνεχής κατάπτωση οδήγησε στο 1453».
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως ο Μωάμεθ ο Β΄, ο επονομαζόμενος πορθητής, αναγνώρισε την εξουσία και όλα τα προνόμια στον ανθενωτικό Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος έμεινε γνωστός για τη φράση του ότι προτιμά το τούρκικο φέσι από την τιάρα του Πάπα, μεταφέροντας εσκεμμένα το μήνυμα της υποταγής των πιστών στο δήθεν θέλημα του Θεού, μιας και του αρκούσε να είναι μόνο Χριστιανός και δεν ήθελε, όπως έλεγε, να ονομάζεται Έλλην. Αντίστοιχα όμως με το χριστιανικό κατεστημένο, έτσι και οι Φαναριώτες, οι Κοτζαμπάσηδες, οι πολιτικοί αξιωματούχοι, οι εξισλαμισθέντες ευνοούμενοι και άλλοι, δεν είχαν κανένα λόγο να συγκρουστούν με τους κατακτητές, από τη στιγμή μάλιστα που συμμετείχαν στη διαχείριση της εξουσίας. Εξάλλου πολλοί διατήρησαν ολόκληρη ή μέρος της ιδιοκτησίας τους ασπαζόμενοι το Ισλάμ. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις ανθρώπων που έβαλαν στην άκρη το ατομικό τους συμφέρον και συγκρούστηκαν με τους κατακτητές και τους φιλότουρκους συμπολίτες τους για την απελευθέρωση της πατρίδος. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η κατασυκοφάντηση του μητροπολίτη Τρίκκης Διονυσίου και η προδοσία του από το ντόπιο κατεστημένο, όταν αυτός στις αρχές του 17ου αιώνα κατάφερε να σηκώσει στην Ήπειρο τη σημαία της απελευθέρωσης, αφού προηγουμένως είχε έρθει σε επαφή με τους δυτικούς.
Ο συγγραφέας Ευάγγελος Ψαράς στο έργο του «Ο αφελληνισμός των Ελλήνων» καυτηριάζει την άποψη ορισμένων διανοούμενων που πιστεύουν ακόμη και σήμερα πως οι ευνοούμενοι χριστιανοί Ρωμιοί θα μπορούσαν ν’ αποκτήσουν τον έλεγχο της αυτοκρατορίας, διαβρώνοντας τον κρατικό μηχανισμό. Καθώς όσες φορές στην ιστορία οι Έλληνες υπερίσχυσαν των κατακτητών, αυτό έγινε γιατί ήταν ισχυρότεροι πνευματικά και επιβλήθηκαν με τον πολιτισμό τους, που προφανώς, θα πρέπει να συμπληρώσω, είχε ως άξονες την Ελευθερία, τη Δημοκρατία και τον Ανθρωπισμό. Δυστυχώς ενώ το πλήρωμα των πιστών της εκκλησίας διατηρούσε βαθιά μες την ψυχή του τις αξίες των προγόνων του, προσφέροντας τα μέγιστα στην επανάσταση κι αυτό φαίνεται στην πορεία των χρόνων από τις θυσίες του, αλλά και στους στίχους των δημοτικών τραγουδιών μας, η εκκλησία ως θεσμός, καθώς και οι ευνοούμενοι Ρωμιοί που είχαν μερίδιο στη διοίκηση του Οθωμανικού κράτους, βρισκόταν σχεδόν πάντα στην αντίθετη κατεύθυνση