«Η αρχή της πτώσης και η Οθωμανική κυριαρχία»
– Κατά τους σκοτεινούς χρόνους του Βυζαντίου οι εξοντώσεις, τόσο μεταξύ των ανθρώπων της εξουσίας, όσο και των απλών υπηκόων της αυτοκρατορίας, που πολλές φορές ήσαν και μαζικές, αποτυπώνουν θα έλεγα έναν αυταρχικό χαρακτήρα διοίκησης και διαπλοκής που επικρατούσε μέσα στους κόλπους της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας. Ωστόσο τόνισες πως αυτή η καθοδική πορεία, η οποία εν πολλοίς θα οδηγήσει και στην απομόνωσή της Πόλης, με αποτέλεσμα την κατάληψη της από τους Οθωμανούς, στις 29 Μαΐου του 1453, θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο. Γεγονός που οδήγησε σε μεγαλύτερες κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των υπόδουλων. Ποιοι είναι όμως οι κυριότεροι παράγοντες που συνετέλεσαν σε αυτή την κατάσταση;
Θα ήθελε πολύ χρόνο για να ξεδιπλώσουμε τις βασικές λεπτομέρειες αυτής της καθοδικής πορείας κατά την εφιαλτική περίοδο της Τουρκοκρατίας. Εντούτοις θα προσπαθήσω ν’ αποτυπώσω εν συντομία τις κυριότερες αιτίες που κατά τη γνώμη μου οξύνανε αυτή την κατάσταση. Αρχικά όμως θα ήθελα να τονίσω πως η διαπλοκή ανάμεσα στις φατρίες και τους επίδοξους ηγεμόνες που εποφθαλμιούσαν την εξουσία έφερε τους Τούρκους στην πόρτα της Πόλης, με αποτέλεσμα ν’ αποκτήσουν το ρόλο του ρυθμιστή των μελλοντικών εξελίξεων. Καταρχήν γνωρίζουμε πως ήδη από την εποχή των Σελτζούκων, οι οποίοι αντλούν την καταγωγή τους από Τουρκομανικά νομαδικά φύλα της Κεντρικής Ασίας, που αργότερα ορισμένα από αυτά μετακινούμενα προς τη Δύση ασπάσθηκαν τον Ισλαμισμό από τους Άραβες και τους Πέρσες, μετά την ήττα του Ρωμανού το 1071 και την προδοτική ανατροπή του από τη δυναστεία των Δουκών, εγκαταλείφθηκε κάθε προσπάθεια υπεράσπισης των λαών της Μικράς Ασίας. Προφανώς αυτό συνέβη λόγο της οικονομικής παρακμής του Βυζαντίου, με αποτέλεσμα την έλλειψη χρηματοδότησης ενός μισθοφορικού στρατού, αλλά και την άρνηση στρατολόγησης ντόπιων πληθυσμών. Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας και τον φόβο ανάδειξης ενός νέου στρατηγού, που ενδεχομένως θα ανέτρεπε την υπάρχουσα εξουσία, αποκτώντας δύναμη και κύρος. Αποτέλεσμα όλης αυτής της κατάστασης ήταν όχι μόνο ν’ καλυφθεί το κενό που δημιουργήθηκε με τη διείσδυση των Σελτζούκων στα εδάφη της αυτοκρατορίας, αλλά και να προσεταιριστούν τους χριστιανικούς πληθυσμούς με την υπόσχεση της προστασίας και της απαλλαγής τους από την βαρύτατη φορολόγηση που επέβαλε η κεντρική εξουσία, καθώς και την απελευθέρωση τους από τους βυζαντινούς γαιοκτήμονες, με μοναδικό αντίτιμο -που τελικά αποδείχτηκε προσωρινό- την είσπραξη ενός κεφαλικού φόρου. Έτσι στα 1081, στον απόηχο της Μάχης του Μαντζικέρτ, ιδρύεται το πρώτο ανεξάρτητο Τουρκικό κράτος από τον πρίγκιπα Σουλεϊμάν Α΄, το οποίο ονόμασε σουλτανάτο του Ρουμ (δηλαδή της Ρωμανίας, κατά την αντίληψη του Καρακάλλα, ο οποίος το 212 μ.Χ. ονόμασε όλους τους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ρωμαίους πολίτες, που διαχωρίζονταν κατά το γένος ανάλογα με την θρησκευτική τους ταυτότητα), με πρωτεύουσα τη Νίκαια της Βιθυνίας.
Αντίστοιχα και οι χριστιανοί Αρμένιοι, οι οποίοι μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο αντιμετωπίστηκαν ως αιρετικοί, Μονοφυσίτες, με την εμφάνιση των Σελτζούκων, αρκετούς αιώνες αργότερα, αναγκάζονται ν’ αποτραβηχτούν στα ορεινά της ανατολικής Μικράς Ασίας μαχόμενοι εναντίων των Βυζαντινών και των Σελτζούκων, κάτι το οποίο θα ωφελήσει τους δεύτερους, μιας και είχαν απέναντί τους κουρασμένους και διχασμένους αντιπάλους. Ωστόσο αρχικά θα πέσουν στα χέρια των βυζαντινών. Μία κατοχή σύντομη, που θα ξεκινήσει το 1045 και θα κρατήσει μόλις μερικές δεκαετίες, καθώς μετά την μάχη του Μαντζικέρτ θα κατακτηθούν από τους Σελτζούκους.
– Ωστόσο αναρωτιέται κανείς εάν οι Οθωμανοί που ξεκίνησαν ως νομαδικά φύλλα από τα βάθη της Ασίας ήταν τόσο διαλεκτικοί ώστε να προσεταιριστούν τους χριστιανικούς πληθυσμούς;
Ο συγγραφέας Ευάγγελος Ψαράς στο έργο του «Ο αφελληνισμός των Ελλήνων» καταλήγει στη λογική διαπίστωση πως οι Οθωμανοί ήθελαν άτομα με χαλαρή συνείδηση γιατί μπορούσαν να στηριχτούν επάνω τους προκειμένου να διασπούν τη συνοχή και την ομοιογένεια των κατακτημένων λαών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όπως μας λέει η δολοφονία του πατριάρχη Καλλίστου, προφανώς από οργανωμένη παράταξη φιλότουρκων, όταν εκείνος το 1363 ηγήθηκε αντιπροσωπείας προς τη βασίλισσα της Σερβίας, Ελισάβετ, με σκοπό τη συμμαχία Βαλκανικών δυνάμεων για την ανάσχεση των Οθωμανών. Ορθά λοιπόν ο συγγραφέας διαπιστώνει τον λόγο για τον οποίο οι Τούρκοι κατάφεραν τόσα πολλά μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αξίζει μάλιστα εδώ να λάβουμε υπόψη μας και τον ενδοτισμό των Βυζαντινών αξιωματούχων, οι οποίοι υποκινούμενοι κυρίως από προσωπικό όφελος, πάντρευαν πολλές αρχοντοπούλες με όλες τις φυλές, τόσο της Δύσης, όσο και της Ανατολής, προκειμένου να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες διπλωματικές συμμαχίες. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Μητριά του Μωάμεθ, που παρέμεινε χριστιανή έως το τέλος της ζωής της. Την ποντία στην καταγωγή από την μεριά της μητέρας της, Μάρα Μπράνκοβιτς, κόρη του ηγεμόνα της Σερβίας Γεωργίου Μπράνκοβιτς και της βυζαντινής πριγκίπισσας Ειρήνης Καντακουζηνής, η οποία δόθηκε από την οικογένειά της στον Σουλτάνο Μουράτ Β΄ το 1437, σε ηλικία μόλις 17 ετών, για την εξασφάλιση των χριστιανικών εδαφών. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε ως ένα βαθμό το αποτέλεσμα της παρακμής του Βυζαντίου, και ακολούθως τον εξισλαμισμό της Μικράς Ασίας. Εάν μάλιστα αναλογιστούμε το μέγεθος των χιλιάδων χριστιανών, αλλά και γενιτσάρων (νέος στρατός) που αλλαξοπίστησαν με τη βία, τους οποίους ο Μωάμεθ είχε στις τάξεις του κατά την πολιορκία της Βασιλεύουσας, διαπιστώνουμε το τεράστιο μέγεθος της ενσωμάτωσης εξισλαμισμένων ή μη χριστιανικών φύλλων στους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι απόγονοι των οποίων ονομάστηκαν αργότερα Τούρκοι και με τους οποίους αντιμαχόμεθα έως σήμερα. Ας μην ξεχνάμε βέβαια πως και ο αδερφός του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου είχε πάρει μέρος στην πολιορκία της Κωσταντινούπολης στο πλευρό του Σουλτάνου Μουράτ τριάντα δύο χρόνια πριν από την άλωση, ενώ αργότερα αρκετοί υπερασπιστές κάτοικοι της Πόλης ήταν Τούρκοι. Γεγονός που μας οδηγεί στο να σκεφτούμε πως αυτό που παίζει κύριο ρόλο στη διαμόρφωση της συνείδησης ή του ανήκειν, δεν αποτελεί το γονίδιο όπως πολλοί θεωρούν βλακωδώς, λέγοντας το αμίμητο πως «μίλησε το γονίδιο ή το DNA», αλλά η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει και αποδεχτεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες ο κάθε άνθρωπος υπό το βάρος της πίεσης, της έλλειψης δημοκρατίας και ελευθερίας ή ακόμη και της αλλαγής των καταστάσεων.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία στην πορεία της διαχρονίας της είχε στην επικράτειά της διαφορετικούς λαούς και φυλές, όπως Τούρκους, απογόνους όπως είπαμε των πρώτων Σελτζούκων ήδη από τον 11ο αιώνα, Έλληνες από τα παράλια της Μικράς Ασίας, Κούρδους της ενδοχώρας, Αρμένιους, Σλάβους, γηγενής λαούς και πολλά άλλα φύλα που αρκετοί σήμερα τ’ ανεβάζουν σε πάνω από εβδομήντα διαφορετικές φυλές. Ας μην ξεχνάμε βέβαια και τους δεκάδες χιλιάδες Εβραίους, οι οποίοι, διωγμένοι από την Ισπανία, εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη από τον Βαγιαζήτ Β΄, προκειμένου με την εμπειρία τους ν’ αναπτύξουν το εμπόριο σ’ ένα νομαδικό λαό που από τη μία ημέρα στην άλλη είχε καταφέρει να μετατραπεί σε αυτοκρατορία. Μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα των φυλών, το οποίο έχουν αποδεχθεί οι σημερινοί Τούρκοι, αξιώνοντας με την αναθεωρητική και επεκτατική τους πολιτική την οικειοποίηση των ντόπιων πολιτισμών, αλλά και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο κύριος φόβος των Οθωμανών ήταν η διάλυσή τους και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο σε όλες τις κατεκτημένες φυλές εφήρμοζαν συνεχώς μέτρα καταστολής και βίας. Θέμα το οποίο αξίζει ν’ αναπτύξουμε σε μία επόμενη συνάντηση.