«Η Εικονομαχία και η προσπάθεια περιστολής των ισχυρών κατά την περίοδο του Βυζαντίου»
του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Ποια μέτρα έλαβαν οι αυτοκράτορες τόσο για τον περιορισμό της δουλείας, όσο και εναντίων της μεγάλης γαιοκτησίας;
Καθοριστικό στοιχείο της παντοδυναμίας των ισχυρών ήταν το γεγονός πως ένας γεωργός δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη γη που ως πάροικος για ένα χρονικό διάστημα είχε καλλιεργήσει. Την εποχή του Αυτοκράτορα Αναστάσιου Α΄ (491-518) ορίστηκε αυτό το διάστημα στα τριάντα χρόνια. Αυτή η δέσμευση οδήγησε σε σχέση εξάρτησης προς τον κτηματία.
Κατά τον όγδοο και ένατο αιώνα οι Ίσαυροι εικονομάχοι βασιλείς προσπάθησαν να περιστείλουν τη δουλεία και να καταργήσουν τη δουλοπαροικία με διάφορες μεταρρυθμίσεις, αλλά η προσπάθεια τους ναυάγησε εξαιτίας της αντίδρασης του κλήρου. Η εικονομαχία, που ξέσπασε κατά το μεγαλύτερο μέρος του 8ου και το πρώτο μισό του 9ου αιώνα, κράτησε 116 χρόνια, τελικά όμως επικράτησαν οι εικονολάτρες αντιμεταρρυθμιστές, ωθώντας ξανά το κράτος στη διαφθορά και τελικά τη συντριβή του από τους Λατίνους και τους Τούρκους. Βεβαίως, εάν η Ειρήνη η Αθηναία (752 – 803), η οποία λόγω της αρχομανίας της έφτασε στο σημείο να τυφλώσει τον ίδιο της το γιο Κωνσταντίνο ΣΤ΄, είχε περιορισθεί μόνο στην πρώτη αναστήλωση των εικόνων, που θεσπίστηκε από τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αυτό δεν θα ήταν σημαντικό. Ωστόσο η παρακμή του κράτους σε όλα τα επίπεδα είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε ακόμη και ο εικονολάτρης Ταράσιος, ο οποίος βρέθηκε απευθείας στον Πατριαρχικό θρόνο από το κοσμικό αξίωμα του πρωτασηκρήτη από την ίδια την αυτοκράτειρα, θεώρησε καθήκον του μετά την αναγόρευση της φρουράς και της Συγκλήτου να στέψει επί βασιλείας της αυτοκράτορα τον Νικηφόρο, ο οποίος βρήκε το κράτος σε αθλία κατάσταση, συνέπεια των ατασθαλιών της προκατόχου του, Ειρήνης της Αθηναίας.
Αργότερα οι οπαδοί της μεταρρυθμίσεως για να αποφύγουν τις διώξεις κατέφυγαν στους Παυλιανίτες της Μικράς Ασίας. Παρόλα αυτά ο θρησκευτικός φανατισμός της Θεοδώρας -η οποία τιμάται ως αγία στις 11 Φεβρουαρίου από την ορθόδοξη εκκλησία- την οδήγησε στη σφαγή εκατό χιλιάδων Παυλιανιτών. Μετά τον θάνατο του μεταρρυθμιστή και εικονομάχου συζύγου της, Θεόφιλου, το 842 μ.Χ., ο οποίος δέκα χρόνια νωρίτερα απαγόρευσε την λατρεία των εικόνων, η Θεοδώρα τις αναστήλωσε για δεύτερη φορά και επέφερε οριστικό τέλος στην εικονομαχία.
«Γεωργίου Ι. Γιαννακάκη, Θρακικά Τομ. 35, Η Θράκη ως προμαχών του Βυζαντίου»
Για να επιστρέψουμε όμως στο θέμα μας, σύμφωνα με την ιστορικό Παπούλια Δ. Βασιλική «Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου: Μία διαλεκτική σχέση» χαρακτηριστικό της δυσαρμονίας και του ανταγωνισμού που επικρατούσε σε όλο το κοινωνικό οικοδόμημα του Βυζαντίου είναι το παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα του ΣΤ΄ του Σοφού (886-912), κατάργησης και των τελευταίων αρμοδιοτήτων της Συγκλήτου ως προς το θέμα της συμμετοχής της στην επεξεργασία και έκδοση νόμων, τους οποίους πλέον διαχειρίζονταν αποκλειστικά ο Μονάρχης. (Νεαρά 78) Ωστόσο, κατά την περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας, σε ότι αφορά την καταπολέμηση της μεγάλης γαιοκτησίας, πάρθηκαν ορισμένα κατασταλτικά μέτρα που λειτούργησαν ανασταλτικά, δεν ήταν όμως σε θέση να την ανατρέψουν. Τα διατάγματα του Ρωμανού Β΄ το 928 και το 934 προέβλεπαν αντίστοιχα, το μεν πρώτο την ισχυροποίηση της προτιμήσεως του δικαιώματος αγοράς από τους γείτονες σε περίπτωση που ένας αγρότης επιθυμούσε να εκποιήσει τη γη του, ενώ το δεύτερο την επιστροφή κτημάτων στους κατόχους προ του 928, σε περίπτωση που η καταβληθείσα τιμή για την αγορά τους ήταν χαμηλή. Η αυστηρότητα αυτών των μέτρων αποδείχτηκε αναγκαία, καθώς οι δυνατοί όπως παρατηρεί με πικρία ο Ρωμανός, ήταν ανελέητοι. (G. Ostrogorsky)
Ο δε Νικηφόρος Φωκάς (963-969), γιος του Στρατηγού Βάρδα Φωκά, μίας εκ των ισχυρότερων οικογενειών της Καππαδοκίας, ως γνήσια και βαθιά θρησκευόμενος έλαβε ορισμένα μέτρα που στρέφονταν εναντίον της γαιοκτησίας των κληρικών. Απαγόρευσε την αφιέρωση κτημάτων σε μοναστήρια, μητροπόλεις, επισκοπές, ξενώνες και γηροκομεία, για την αποφυγή της γρήγορης και υπερβάλλουσας αύξησης της κτηματικής τους περιουσίας, με αποτέλεσμα την στέρηση σημαντικών εσόδων λόγω της φορολογίας. Εξάλλου θεωρούσε πως αυτό δε συνάδει με την Παράδοση των Πατέρων της εκκλησίας. Επέτρεψε όμως τη δωρεά χρημάτων.
Με την 964 Νεαρά εξέτεινε την αντίδρασή του απέναντι στα καθιερωμένα, απαγορεύοντας όχι μόνο την ίδρυση νέων μοναστηριών, αλλά και την συντήρηση των παλαιών. «Άρτι δε βλέπων την περί τα μοναστήρια και τα ιερά ταύτα σεμνεία περιφανή νόσον (νόσον γαρ εγώ την απληστίαν καλώ) ουκ είδα τίνα δη του κακού θεραπείαν επινοήσω ή πως κολάσω την αμετρίαν». (Σπ. Ζαμπέλιου «Βυζαντιναί μελέται» Σελ. 156). Αργότερα το διάταγμα αυτό ανεκλήθη από τον Βασίλειο Β΄ το Βουλγαροκτόνο ως αισχρό προς τον ίδιο το Θεό.
Παρόλα αυτά με τη Νεαρά του 967 ενίσχυσε του ισχυρούς επιβάλλοντας την αρχή της ισοτιμίας. Σύμφωνα με τους Ζωναρά και Κεδρηνό θα προβεί και σε νόθευση του νομίσματος, υποχρεώνοντας όμως στους υπηκόους του να πληρώνουν τις δικές τους υποχρεώσεις στο κράτος με το παλιό νόμισμα, οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους κάλυπταν στρατιωτικές ανάγκες – σύμφωνα με τους ειδικούς το 30% των συνολικών εσόδων του κράτους πήγαινε στο στρατό. Μετά τη δολοφονία του, ο ανιψιός του, Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), αφού πρώτα εξόρισε τη Θεοφανώ στη νήσο Πρώτη, θα κατηγορήσει ως υπεύθυνους για τη δολοφονία δύο συνεργάτες του, τους Λέοντα Βαλάντη και Θεόδωρο, τους οποίους θα εξορίσει και αυτούς και τέλος θα ακυρώσει τις διατάξεις που απαγόρευαν τον πλουτισμό του κλήρου. Έτσι θα στεφτεί βασιλέας από τον πατριάρχη Πολύευκο.
– Εντούτοις εξ όσων γνωρίζουμε ο διάδοχός του, Βασίλειος ο Β΄, υπήρξε σκληρότερος απέναντι στους γαιοκτήμονες.
Η αλήθεια είναι πως αν και επέβαλε μία σειρά αντιφατικών νόμων, εισήγαγε το νόμο του «αλληλέγγυου» ο οποίος εξανάγκαζε τους ισχυρούς να πληρώνουν τις εισφορές των φτωχών. Τα μέτρα αυτά, αν και οδήγησαν σε μία απαξίωση της μεγάλης γαιοκτησίας, είχαν ως αποτέλεσμα την ακμή της αυτοκρατορίας κατά την περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας. Δυστυχώς όμως αργότερα από την εποχή του Ρωμανού Γ΄ (1028 – 1034) ανακλήθηκαν, όπως το «αλληλέγγυο», λόγω της αντίδρασης του κλήρου. Έτσι η επάνοδος της μεγάλης γαιοκτησίας δεν οδήγησε μόνο σε μία κοινωνική και οικονομική κρίση, αλλά κλόνισε τα θεμέλια της στρατιωτικής οργάνωσης της αυτοκρατορίας, δηλαδή τα «στρατιοτώπια», τα οποία σε αντίθεση με την πολιτική μεταρρύθμιση των εικονομάχων Ισαύρων αυτοκρατόρων, Λέοντος Γ΄ και Κωνσταντίνου Ε΄, απαξιώθηκαν και στο τέλος εξαφανίστηκαν. Οι φτωχοί μικροϊδιοκτήτες και οι ακρίτες μεταβίβαζαν πια την περιουσία τους στους πλούσιους γείτονές τους ή στα μοναστήρια και με αυτό τον τρόπο έχαναν οριστικώς την περιουσία την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, δουλεύοντας είτε σαν δούλοι στους μεγαλογαιοκτήμονες και τις μονές, είτε ως δουλοπάροικοι. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας Στυλιανός Μιχόπουλος στο έργο του «Βυζάντιο Αυτοκράτορες Κλήρος και Ελληνισμός σελ. 501» οι Τούρκοι μετά από δύο αιώνες θα εκμεταλλευτούν την εξαθλίωση αυτή των ανθρώπων και θα τους εξισλαμίσουν κατά χιλιάδες. Με τους εξισλαμιθέντες αυτούς χριστιανούς οι Τούρκοι θα διαλύσουν πρώτα τη Σερβία και τη Βουλγαρία και μετά το Βυζάντιο.