Μία συνέντευξη με τον αγωγό του ελληνικού πολιτισμού, τη Δημοκρατία – Μέρος 35ο

του Γιώργου Αναγνωστόπουλου

«Ο νόμος της αλληλεπίδρασης μέσα από τη διαλεκτική σχέση των αντιθέτων»

Τι σημαίνει για σένα πολιτισμός και πώς προκύπτει κάθε φορά μέσα στο άνυσμα της ιστορίας;  

Βασική προϋπόθεση για τη γέννηση ενός πολιτισμού είναι η διακίνηση ιδεών. Για το λόγο αυτό όσο περισσότεροι άνθρωποι συμμετέχουν σε αυτό το έργο τόσο περισσότερο ο πολιτισμός ανθεί. Δες για παράδειγμα τι έγινε στα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα. Για αιώνες επικρατούσε η βαρβαρότητα και η στασιμότητα κάθε πολιτιστικής εξέλιξης, καθώς η κυριαρχούσα άποψη της εκκλησίας και του Μονάρχη, ο οποίος ελάμβανε την εντολή της εξουσίας του από τον Θεό, στον οποίο και μόνο λογοδοτούσε, θεωρούνταν αδιαμφισβήτητη. Ως εκ τούτου, ο πολιτισμός δεν αποτελεί τυπικό προσόν ενός συγκεκριμένου λαού ή μίας μερίδας ατόμων, με κοινές κληρονομικές και γονιδιακές προδιαγραφές, αλλά μια πνευματική διάσταση που αφορά το σύνολο της κοινωνίας και το  ωθεί, ανάλογα με τις εκφραστικές ανάγκες της κάθε εποχής, προς κάτι ανώτερο, το οποίο ξεπερνά τη βιολογική τους υπόσταση. Κυρίως όμως για να υπάρξει βασίζεται στη συμμετοχή όλων των μελών, μιας και για να προκύψουν ακόμη και μεγαλοφυΐες απαιτείται ένας ικανός αριθμός ιδιοφυών ανθρώπων.

Ο Ελληνικός Πολιτισμός για παράδειγμα στηρίχτηκε στη συμμετοχή όλων των πολιτών ως προς την ανάπτυξη της γλώσσας και την ελευθερία της πολιτικής σύμπραξης, αναδεικνύοντας πολλές και σπουδαίες μορφές σε όλους τους τομείς, ενώ καθημερινά αποδεικνυόταν στο στίβο των αξιών και τον ευγενή συναγωνισμό, αποκτώντας μία διάσταση οικουμενική. Υπό την έννοια αυτή η Ελλάδα αποτέλεσε πατρίδα πνευματική σε όλο τον μεταγενέστερο κόσμο, προετοιμάζοντας αρχικά την Αναγέννηση και αργότερα το Διαφωτισμό, ο οποίος οδήγησε τον άνθρωπο στην έξοδο από τη σκλαβιά που του είχε επιβληθεί για αιώνες να χρησιμοποιεί το νου του υπό την καθοδήγηση της εξουσίας.

Ωστόσο, ο Κοινοβουλευτισμός των νεώτερων κρατών, που βασίστηκε κυρίως στο αντιπροσωπευτικό ρωμαϊκό σύστημα και επιφανειακά στο αρχαίο ελληνικό, κατέτεινε κυρίως στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, που βεβαίως οδήγησε στη βιομηχανική επανάσταση, αλλά ως σκοπό είχε τον έλεγχο της εξουσίας πάνω στα πλήθη. Οι λευκοί Ευρωπαίοι για παράδειγμα, οι οποίοι προσπαθούσαν τουλάχιστον για τρεις αιώνες να πείσουν τον κόσμο για την ανωτερότητά της φυλής τους, είχαν μία καλύτερη επαφή με την τεχνολογία και την επιστήμη. Όμως αυτό δεν τους έκανε ανθρωπινότερους σε σχέση με άλλους λαούς, αλλά καλύτερους χειριστές της γνώσης. (Αλέξανδρος Κόντος, Δημοκρατία ένα άγνωστο πολίτευμα) Μία εξέλιξη που βαθμιαία οδήγησε σ’ ένα νεοφιλελεύθερο, ολοκληρωτικό οικονομικό μοντέλο πνευματικής ξηρασίας, ελεγχόμενο κατά κύριο λόγο από μία παγκόσμια ολιγαρχική ελίτ, η οποία  στο όνομα του ελεύθερου ανταγωνισμού και της αυτορυθμιζόμενης αγοράς χειραγωγεί πλέον τις οικονομίες και τις πολιτικές όλων των κρατών.

Αναδύοντας αυτή την ανησυχία για το σύγχρονο πολιτισμό, τον οποίο συνδέει άμεσα με τη ζωή και τη σκέψη, ο Γάλλος φιλόσοφος  Alain Finkielkraut, στο έργο του «la defaite de la pensee, 1987» μεταφρασμένο ως (Η ήττα της σκέψης),  υποστηρίζει ότι η βαρβαρότητα κατάφερε τελικά να κυριέψει τον πολιτισμό.

Εντούτοις, πάντα υπήρξαν και θα υπάρχουν άνθρωποι οραματιστές, όπως ο Έρασμος, οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσπάθησαν και προσπαθούν ν’ αγκαλιάσουν σε μία πνευματική ενότητα γλώσσας, θρησκείας και πολιτισμού όλους τους ανθρώπους. Εξάλλου ας μην ξεχνάμε πως σε μία ευρύτερη κλίμακα ζούμε σ’ ένα κόσμο  σχεσιακό, ένα κόσμο αλληλεπίδρασης, μέσα στον οποίο μάχονται, σύμφωνα με την εμπεδόκλεια σκέψη, οι ενοποιητικές δυνάμεις της Φιλότητος με τις αντίρροπες διασπαστικές δυνάμεις του Νείκους.

Πώς θα μπορούσε να αιτιολογηθεί αυτός ο νόμος της αλληλεπίδρασης μέσα στον κόσμο;  

Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε τι ακριβώς εννοούμε μιλώντας για ένα κόσμο σχεσιακό. Από τον Ηράκλειτο, ο οποίος κατανοούσε την κρυφή αρμόνια που επικρατεί μέσα από τη διαλεκτική σχέση των αντιθέτων, έως τον Γερμανό φυσικό νομπελίστα Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, που διατύπωσε για πρώτη φορά το 1927 την αρχή της απροσδιοριστίας ή αλλιώς αρχή της αβεβαιότητας, σύμφωνα με την οποία, σε αντίθεση με τους νόμους της κλασικής φυσικής, είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα ενός σωματίου ή αλλιώς, όσο πιο μεγάλη είναι η ακρίβεια που προσπαθούμε να μετρήσουμε τη θέση του τόσο πιο μικρή είναι η ακρίβεια που μπορούμε να μετρήσουμε την ταχύτητα του ή την ορμή του και αντίστροφα, γνωρίζουμε πλέον πως επικρατεί μια σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο παρατηρούμενο φαινόμενο και στα μέσα παρατήρησής του. Μία αλληλεπίδραση την οποία προσπάθησε να θεμελιώσει ο χαρισματικός Δανός φυσικός και δάσκαλος του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ στη σχολή της Κοπεγχάγης, Νιλς Μπορ, με την αρχή της συμπληρωματικότητας. Για τον Μπορ ο ερευνητής μπορεί να μετρήσει με ακρίβεια μόνο το κάθε ένα μέλος του ζεύγους, όχι όμως και τα δύο ταυτόχρονα, δηλαδή τη θέση ή την ταχύτητα, καθώς  η περιγραφή της δομικής μονάδας της φύσης (π.χ. ενός πρωτονίου) είναι και σωματιδιακή και κυματική, η μία δηλαδή είναι συμπληρωματική της άλλης. Οι θέσεις αυτές εδραιώθηκαν το 1927, στο 5ο Συνέδριο Solvay στο Κόμο της Ιταλίας. Αξίζει όμως να αναφέρουμε, όπως γράφει ο Χάιζενμπεργκ, πως: «Η επιστήμη προϋποθέτει πάντα τον άνθρωπο και οφείλουμε, όπως έχει εκφράσει ο Μπορ, να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε θεατές, αλλά συμμετέχουμε στο δράμα της ζωής». (Στράτος Θεοδοσίου, Νιλς Μπορ 1885 – 1962, Ο εισηγητής της αρχής της συμπληρωματικότητας)

Θα ήθελα να σε ρωτήσω αν στην εποχή του Ηράκλειτου, καθώς είναι ένας από τους πρώτους φιλοσόφους, όπως λες, που είχε εκφράσει τόσο συνοπτικά αυτή την ιδέα της αλληλεπίδρασης μέσα από τη διαλεκτική σχέση των αντιθέτων στον κόσμο, εάν το άτομο είχε συνδεθεί οργανικά με την πόλη;

Στην εποχή του Ηράκλειτου το άτομο δεν είχε ακόμα συνδεθεί οργανικά με την κοινότητα. Η έννοια του Πολίτη και της Πόλεως δεν είχε συντελεστεί. Δηλαδή δεν είχε συντελεστεί ακόμη ο ηθικός καθαγιασμός της πόλεως. Αυτή ακριβώς την κοινωνική λειτουργία εκφράζει το «ξυνόν» της λογικής του Ηράκλειτου, που πρέπει να συνδέει όλους τους ανθρώπους.

Ως εκ τούτου, για να υπάρχει αλληλεξάρτηση ανάμεσα στο ήθος και στη λογική σε κοινωνικό πλαίσιο, θα πρέπει να ισχύουν δημοκρατικοί θεσμοί, γιατί στον ορισμό της λογικής οι άνθρωποι συνυπάρχουν σαν ολότητα. Αν το πολίτευμα είναι αριστοκρατικό ή Μοναρχικό, θα επικρατεί αντίθετα η μονοδιάστατη και αντιδιαλεκτική λογική του ισχυρότερου.

Το Ηρακλείτειο απόσπασμα ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου διαμορφώνει τη μοίρα του «Ήθος ανθρώπω δαίμων» από το Δαίμων (=θεός, μοίρα), εξού και δαήμων (=έμπειρος), αλλά και αδαής (=άπειρος), φανερώνει την αποδέσμευση της ανθρώπινης συμπεριφοράς από εξωτερικές δυνάμεις και προσωπικά οφέλη και βασίζεται στο αίτημα του κοινού συμφέροντος. Απαγορεύει δηλαδή στον άνθρωπο να είναι αυθαίρετος, βάζοντας πάνω από το ιδιωτικό, το συλλογικό συμφέρον της πόλης.

Γι’ αυτό, όπως μας λέει, πρέπει ν’ ακολουθούμε τον κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να έχουν μια ιδιαίτερη φρόνηση.

«διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν.»

Διότι σ’ όλους τους ανθρώπους έχει δοθεί η αυτογνωσία και η σωφροσύνη.

«ἀνθρώποισι πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν.»

Και συνεχίζει αλλού, λέγοντας και πάλι ότι η φρόνηση είναι κοινή σ’ όλους.

«ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ φρονέειν.»

Εξάλλου, ως προς την κρυφή διαλεκτική σχέση των αντιθέτων δηλώνει ότι το παν είναι διαιρετό και αδιαίρετο, γεννητό και αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιών, πατέρας και γιος, θεός και δικαιοσύνη. Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά το λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε πως τα πάντα είναι ένα.

 Μὲν οὖν φησιν εἶναι τὸ πᾶν διαιρετὸν ἀδιαίρετον, γενητὸν ἀγένητον, θνητὸν ἀθάνατον, λόγον αἰῶνα, πατέρα υἱὸν, θεὸν δίκαιον· “οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι” ὁ Ἡράκλειτος φήσι.

Σ’ αυτό το πλαίσιο ο κόσμος για τον Ηράκλειτο νοείται ως μία αμφίδρομη και αντικρουόμενη μεταβολή της οντολογικής του ουσίας από το εν στα πολλά «εκ πάντων εν και εξ ενός τα πάντα». Τα πάντα διατρέχονται από μία ενότητα μέσα σ’ ένα κόσμο που φαίνεται να είναι ένας κόσμος διαμάχης και αντιθέσεων. Αποτέλεσμα της αντίρροπης δυναμικής σχέσης αυτών των φυσικών δυνάμεων είναι η «παλίντροπος αρμονίη», δηλαδή η αρμονική ισορροπία της φύσης.

Ο Ηρακλείτειος λόγος για τους Εφέσιους ήταν η πνοή της δημοκρατίας. Πολλοί ήταν φυσικό, μέσα σε μία κοινωνία που ζητούσε καινούρια ιδανικά, ν’ αδιαφορούν για το κοινό καλό και να κοιτάζουν το ατομικό τους συμφέρον. Από την άλλη όμως, ο μόνος αρμόδιος που μπορούσε να έχει λόγο ήταν αυτός που αντιλαμβάνονταν και κατανοούσε τα αιτήματα του καιρού του. Να γιατί ο Ηράκλειτος βλέπει ότι χρειάζεται ο σοφός, ο άνθρωπος που πιάνει τις ανησυχίες της εποχής του και αξίζει όσο μύριοι «εἷς ἐμοὶ μύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦι», όχι τόσο για τον εαυτό του, αλλά για να ξυπνήσει τους άλλους, στο βαθμό, που κάποια στιγμή θα μπορέσουν να γίνουν οι ίδιοι συνειδητοί θεσμικοί φορείς ενός ανερχόμενου τότε αστικού κόσμου.

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο