«Η ηθική αντίφαση ανάμεσα στην ερασμιακή σκέψη & τον πολιτικό ρεαλισμό του Μακιαβέλι»
του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Ποιο είναι το κυριότερο έργο του Έρασμου, το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι χαρακτηρίζει τη σκέψη του;
Ένα από τα κυριότερα έργα του Έρασμου θεωρείται ότι είναι το «Μωρίας Εγκώμιο, 1509», το οποίο θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε σήμερα και ως «Εγκώμιο της τρέλας». Αν και ο παράδοξος τίτλος του έργου αποτελεί κι ένα εγκώμιο για τον φίλο του Έρασμου, Thomas More (Θωμάς Μόρος). Ο Έρασμος από το Ρότερνταμ θα του γράψει: «Δέξου λοιπόν καλόκαρδα τη μικρή τούτη διατριβή, σαν ένα ενθύμιο από το φίλο σου, αλλά και για να τη διαφεντέψεις, δική σου πια και όχι δική μου αφού σου αφιερώνεται».
Στο έργο αυτό ο Έρασμος δεν παίρνει ο ίδιος το λόγο για να κρίνει τους ισχυρούς της γης. Δημιουργεί για τον εαυτό του μία ασπίδα που τον κάνει άτρωτο απέναντι στο κατεστημένο της εποχής, όπου η λογοκρισία και η Ιερή Εξέταση είναι το τροχοπέδη όλων των ελεύθερων πνευμάτων. Αφήνει, λοιπόν, την τρέλα να μιλήσει γι’ αυτόν. Μία τρέλα η οποία έχει την εγκυρότητα ενός Δημόκριτου ή ενός Όμηρου και που του επιτρέπει όλες τις τολμηρότητες. Έτσι, το σοβαρό και το κωμικό, η περισπούδαστη γνώση και το ταιριαχτώ καλαμπούρι, μπλέκουν σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι που του επιτρέπει να επικρίνει όλους τους ισχυρούς της εποχής του.
Ο Έρασμος μας παρουσιάζει μία σειρά από ανθρώπινες τρέλες. Βλέπει με μάτι κριτικό την αμέτρητη σύγχυση των ανθρώπων που γεννάει η ματαιοδοξία τους, άλλα σε κάποια στιγμή παύει να μετρά τον παραλογισμό του όχλου και περνάει σ’ ένα άλλο παραλογισμό ακόμη μεγαλύτερο, της ανθρώπινης φύσης. Είναι όλοι αυτοί που μέσα από την κοινωνική καταξίωση του επαγγέλματος τους ποζάρουν για σοφοί κι επιβραβεύουν την ίδια την τρέλα. Όλοι αυτοί οι κενολόγοι ρήτορες, οι ποιητές, υπηρέτες της φιλαυτίας και της κολακείας, οι γραμματικοί, ξεθεωμένοι και κακόμοιροι απ’ την δουλειά, υπηρέτες της μετριότητας, οι σχολαστικοί συγγραφείς, συρραφείς της γνώσης των άλλων, οι νομικοί, ισορροπιστές του ψεύδους, που κόβουν την τρίχα στα τέσσερα, οι αλαζονικοί φιλόσοφοι, που θαρρούν πως ξέρουν όλα τα μυστικά του σύμπαντος.
Για τον Έρασμο καμία κοινωνική τάξη και κανένα επάγγελμα δε βρίσκει καλύτερη μεταχείριση. Η διαύγεια της σκέψης του και η κριτική του δεινότητα φάνηκε πίσω από το κάλυμμα της τρέλας. Μίας τρέλας η οποία συνοδευόμενη από τους ακολούθους της: τη φιλαυτία, την κολακεία, τη λήθη, την ηδονή, τη χαζομάρα και πολλές άλλες, γίνεται πηγή ονείρων και ψευδαισθήσεων και δίνει χαρά σ’ αυτούς που την ασπάζονται. Γιατί η αλήθεια είναι πως κανείς από αυτούς που παθιάζεται απ’ τη μέθη του παραλογισμού δε θα μπορούσε αλλιώς να υποφέρει τον άλλο. Οι άνθρωποι δε θα ανεχόντουσαν τους ηγεμόνες που σπρώχνουν τους ανθρώπους στη μάχη και στον πόλεμο, τους στρεψόδικες δικηγόρους, τους ονειροπόλους κυνηγούς της αθανασίας ποιητές και γενικά κανείς δε θα ανέχονταν τον άλλο, αν μέσα σε όλα αυτά δεν υπήρχε μία γερή δόση τρέλας, που δίνει αυτή τη μανία για αθανασία. Γιατί η χαρά δε βρίσκεται ποτέ στη σοφία και τη σοβαρότητα, που είναι παράγοντες ρυθμιστικοί της ζωής, αλλά στον παραλογισμό και στην ψευδαίσθηση, στην τρέλα και την ανοησία, που λειτουργούν ως εφαλτήρια δημιουργίας.
Πάντως είναι γεγονός, όπως μας αποκαλύπτει ο Έρασμος στο εγκώμιο της τρέλας ή αλλιώς «Μωρίας εγκώμιο», πως αν και οι ιδέες που προέβαλε ο Ουμανισμός ήταν μεγάλες, εντούτοις, κάποιοι από αυτούς που τις εκπροσώπησαν δε στάθηκαν στο ύψος τους.
Ο Έρασμος πραγματικά, όπως επισήμανες, θα τονίσει ότι άνθρωποι ματαιόδοξοι και ονειροπαρμένοι οικοδομούν πάνω σε χαρτί μία κοινωνία αγάπης με μία δασκαλίστικη αφέλεια, που μόνο των τρελών και των αγράμματων τα χειροκροτήματα θα μπορούσαν να εισπράξουν. Καθώς, μέσα από την ακατάσχετη φλυαρία τους, συχνά πέφτουν μίλια μακριά από την αλήθεια, ενώ ολόγυρα τους οι πόλεμοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο και είναι αυτοί που επαινούν τις ανδραγαθίες των ηγεμόνων και παραδίδουν τα έθνη στην φωτιά και το αίμα.
Όσον αφορά τους τρόπους συμπεριφοράς των ανθρώπων, που τροφοδοτείται από τη σύγχυση της σκέψης τους, θα γράψει:
« Κοντολογίς, αν μπορούσατε να κοιτάξετε από το Φεγγάρι, όπως άλλοτε ο Μένιππος, την αμέτρητη σύγχυση των ανθρώπων, θα νομίζατε πως βλέπετε σύννεφο μύγες και σκνίπες, να τσακώνονται, να κάνουν μεταξύ τους πόλεμο, να στήνουν παγίδες, να κλέβουν, να παίζουν, να τσιλιμπουρδίζουν, να γεννοβολούν, να πέφτουν και να πεθαίνουν. Και θα σας φαινόταν απίστευτο, πόσες ταραχές, πόσες τραγωδίες ξεσηκώνει ένα τοσοδούτσικο ζωύφιο, που προορίζεται σε λίγο να χαθεί. Γιατί συχνά κάποια μπόρα, πόλεμος ή θανατικό, ξεπαστρεύει μια και καλή χιλιάδες και χιλιάδες!».
Ακριβώς αυτό το επιπόλαιο αντίκρισμα των Ουμανιστών σε σχέση με την αλήθεια και αυτή η στάση τους απέναντι στον λαό είναι που κάνει τον Έρασμο ν’ αντιδρά. Γι’ αυτό και η ειρωνεία στα έργα του έχει ηθικοπλαστική πρόθεση και μία διάθεση να απαλύνει την έντονη κριτική απέναντι σ’ αυτούς που δεν κατάφεραν να κάνουν το άλμα από την πραγματική στην ιδανική συμπεριφορά, από την ανθρώπινη κτηνωδία προς το θείο. Μία αναρρίχηση που θα ήταν επίπονη, αλλά θα οδηγούσε στην ηθική πρόοδο και στην πνευματική ενότητα όλης της Δύσης, μέσα από μία καθολικής σύνδεσης ενοποιητική αντιμετώπιση του κόσμου, που μόνο ελεύθερες και αυτόνομες κοινωνίες θα μπορούσαν να διεκδικήσουν.
Αυτή η ηθική αντίφαση, όπως λες, μεταξύ του Έρασμου σε σχέση με άλλους ουμανιστές, δε διαφαίνεται και στο έργο του Μακιαβέλι;
Ο Φλωρεντίνος πολιτικός στοχαστής, διπλωμάτης και συγγραφέας Νικολό Μακιαβέλι (1469 – 1527), αν και έλαβε ουμανιστική εκπαίδευση, σύμφωνα με τα κλασικά πρότυπα της εποχής του – σε αντίθεση με τον Έρασμο, για τον οποίο ο πόλεμος θεωρείται το απόλυτο κακό – επηρεασμένος από το ρωμαϊκό imperium, το οποίο στηρίχτηκε κυρίως στη φύση της δύναμης και όχι στην εξάπλωση του πολιτισμού, όπως στην κλασική ελληνική αρχαιότητα, στο έργο του «Η τέχνη του πολέμου», το οποίο θα ολοκληρώσει σε ώριμη ηλικία, στα 1520 και θα δημοσιεύσει ένα χρόνο αργότερα, υποδεικνύει την επιστροφή στο αρχαίο ρωμαϊκό σύστημα του πολέμου. Αυτός ο τύπος Αναγεννησιακού ανθρώπου είναι ένας πατριώτης-πολεμιστής που, κατά το ουμανιστικό ιδεώδες, είναι έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του για το κοινό καλό, με άλλα λόγια για τη «δημοκρατία». (Σπύρος Μακρής, Niccolo Machiavelli Virtu και ερμηνευτικά κάτοπτρα: Σπουδή στη νεότερη και σύγχρονη πολιτική θεωρία του Ρεπουμπλικανισμού)
Ήδη όμως από το 1506, προκειμένου να καταστείλει τη διαφθορά των μισθοφόρων, στα πλαίσια της ανακατάληψης της αποσχισθείσας Πίζας, δημιούργησε ένα στρατό βασισμένο στα ρωμαϊκά πρότυπα του πατριωτισμού, στον οποίο έπρεπε να υπηρετούν πολίτες και αγρότες της Φλωρεντίας. Για την επίτευξη αυτής της ανακατάλυψης συνεργάστηκε στενά με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο οποίος έκανε τα σχέδια προκειμένου να κατασκευάσουν ένα κανάλι για να εκτρέψουν τον Άρνο, ώστε να αποκόψουν την Πίζα από τη θάλασσα. Ο Μακιαβέλι μέσω αυτής της συνεργασίας, η οποία είναι εμφανής και στο τελευταίο μείζον έργο του «Φλωρεντινές ιστορίες» – το οποίο γράφτηκε κατά παραγγελία του Ιουλίου των Μεδίκων – συμπεριέλαβε και μία ημιτελή νωπογραφία του Λεονάρντο, την οποία ξεκίνησε στα 1505, αλλά δυστυχώς χάθηκε. Η νωπογραφία απεικόνιζε τη μάχη του Ανγκιάρι που έλαβε χώρα στις 29 Ιουνίου 1440 και κατέληξε σε νίκη των Φλωρεντινών. Κατά τον ιστορικό Dirk Hoeges, ο Μακιαβέλι, μέσω της συνεργασίας του με τον ντα Βίντσι, έμαθε ότι η βιωματική γνώση (εμπειρισμός) αποτελεί καλύτερο σύμβουλο από τη γνώση των ανθρωπιστών. Μία ικανή αντίληψη της πραγματικότητας, που μόνο ένας έμπειρος και άξιος αρχηγός, όπως φαίνεται και στο έργο του «Ο Ηγεμών» – το οποίο συνέγραψε στα 1513, προκειμένου ν’ ανακτήσει τη χαμένη εύνοια του οίκου των Μεδίκων – θα μπορούσε να υποστηρίξει μέσα από την «ηθική» δύναμη της εξουσίας.
Αυτή η έννοια του της στρατιωτικής αρετής «vertu» απεικονίζεται με τον πλέον παραστατικό τρόπο και στον ήρωα της πόλης από τη Λούκα, Καστρούτσο Καστρακάνι. Ένα μικρό έργο, το οποίο συνδυάζει την ιστορία με τη μυθοπλασία, που γράφτηκε το 1520, αμέσως μετά την Τέχνη του Πολέμου, από τον Niccolò Machiavelli, κατά την διάρκεια της σύντομης παραμονής του στη Λούκα.
Για την κατάκτηση, λοιπόν, της εξουσίας, ο πραγματιστής πολιτικός στο έργο του «Ο Ηγεμών» σημειώνει:
«Δύο τρόποι ανέκαθεν υπάρχουν: να την κληρονομήσεις ή να την κατακτήσεις.
Δύο μέσα ανέκαθεν υπάρχουν: τα όπλα τα δικά σου ή τα όπλα των άλλων.
Δύο προϋποθέσεις ανέκαθεν υπάρχουν: η τύχη ή η ικανότητα».
Και αλλού: «Από τη μόνιμη σύγκρουση των διαφορετικών κοινωνικών διαθέσεων, λαού και ισχυρών, τρία είναι τα πιθανά αποτελέσματα: Η Απολυταρχία, η Δημοκρατία και η Ασυδοσία».
Ενώ ενδεικτικά για το πώς πρέπει να μετριέται η δύναμη του Ηγέτη, θα γράψει:
«Η δύναμη του Ηγέτη μετριέται από το αν στην ανάγκη, μπορεί να στηριχθεί στις δικές του μόνο δυνάμεις ή του είναι απαραίτητο να προσφύγει στην υποστήριξη άλλων. Είναι πολύ δύσκολο να βλάψει κάποιος έναν Ηγέτη που κάνει καλά τη δουλειά του κι επιπλέον έχει την αναγνώριση και την αγάπη των διοικούμενων από αυτόν, επειδή τους έχει εξασφαλίσει ευημερία και ασφάλεια. Οι διοικούμενοι μισούν την ανασφάλεια».
Ωστόσο, ο Νικολό δεν παίρνει κάποια συγκεκριμένη στάση για το τι είναι καλύτερο για ένα ηγεμόνα ως προς τη διαχείριση της εξουσίας απέναντι στους υπηκόους του, γιατί αυτή προκύπτει ανάλογα με τις καταστάσεις. Έτσι, στο ερώτημα για το εάν θα πρέπει να προκαλεί αγάπη ή φόβο, από τη μία θεωρεί πως: «Ο Ηγέτης πρέπει να φροντίζει να θεωρείται φιλεύσπλαχνος κι όχι σκληρός.», ενώ από την άλλη προτείνει: «Θα πρέπει ο Ηγέτης να αδιαφορεί αν τον πουν σκληρό στην περίπτωση που κρίνει τη σκληρότητα απαραίτητη για να κρατηθούν οι εξουσιαζόμενοι ενωμένοι και πιστοί σε αυτόν.
Επί της ουσίας όμως, σε μία εποχή που αρχίζει να αμφισβητείται η θεϊκή παντοδυναμία, με τη δημιουργία των μεγάλων δυτικών μοναρχιών (Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία), που κυβερνιούνται από έναν απόλυτο Ηγεμόνα, ο Μακιαβέλι διαχωρίζει την πολιτική από τη θρησκεία, προτρέποντας στους μελλοντικούς ηγέτες να σκέφτονται και ν’ αποφασίζουν οι ίδιοι για λογαριασμό τους.
«Ο Θεός δε θέλει να κάνει τα πάντα για λογαριασμό μας για να μη μας στερεί την ελευθερία της βούλησης και το μεγαλείο της δόξας που μας ανήκει.
Μπορεί λοιπόν ο θεός ν’ ανοίξει τη θάλασσα να περάσουμε, να στείλει ένα σύννεφο να μας δείξει το δρόμο, να κάνει μια πέτρα να βγάλει νερό, να βρέξει μάννα εξ ουρανού. Όμως, τα υπόλοιπα πρέπει να τα κάνουμε εμείς, μόνοι μας!».
Παρά το γεγονός ότι η ηγεμονική ισχύς της αθηναϊκής δημοκρατίας παρήχθη από την ενεργητική συμμετοχή όλων των πολιτών στην άσκηση της εξουσίας και όχι από τη συγκέντρωση της στο πρόσωπο ενός μονάρχη, πολλοί μεταγενέστεροι φιλόσοφοι ανθρωπιστές και πολιτικοί οραματιστές, επηρεασμένοι από τις ιστορικές συνθήκες της εποχής, όπως ο Τζέιμς Χάρινγκτον, ο Σπινόζα, ο Ρουσώ και άλλοι, θα υπερασπιστούν τις αγνές προθέσεις του Μακιαβέλι. Ωστόσο, ο όρος μακιαβελισμός μεταγενέστερα θ’ αποτελέσει αποκορύφωμα επίδειξης πολιτικού ρεαλισμού, που θα επιτρέψει την άρση κάθε ηθικού φραγμού από την πλευρά του όποιου ηγεμόνα για τη διαφύλαξη και μόνο της εξουσίας του.