Μία συνέντευξη με τον αγωγό του ελληνικού πολιτισμού, τη Δημοκρατία – Μέρος 32ο

«Η γέννηση του αναγεννησιακού ουμανισμού & η επανασύνδεση με τις αξίες της κλασικής αρχαιότητας»

του Γιώργου Αναγνωστόπουλου

Μιας και στην προηγούμενη συνέντευξη αναφέρθηκες στα αιτήματα των ουμανιστών (ανθρωπιστών) του 16ου αιώνα, οι οποίοι προέβαλαν την ανάγκη για παιδεία και πολιτισμό, θα ήθελα να ρωτήσω πόσο βοήθησε αυτή η αντίληψη την Ευρώπη ως προς την επαναφορά της στις αξίες της κλασικής αρχαιότητας;  

Ο Ουμανισμός της Αναγέννησης, με βάση το γερμανικό (νεολατινικό) όρο «Hymanismus» δηλαδή ανθρωπισμός, που διαμορφώθηκε το 15ο αιώνα, τον οποίο ήδη πρώτος κατέδειξε ο Ιταλός ποιητής και λόγιος Φραγκίσκος Πετράρχης (1304-1374) αντιτάχθηκε στη βάρβαρη και σκοταδιστική περίοδο του ύστερου Μεσαίωνα, αναζητώντας ορθολογικές απαντήσεις σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής. Ως λέξη εμπεριέχεται στην ευρύτερη εννοιολογική σημασία της λατινικής λέξης «Hymanitas», δηλαδή την (ανώτερη κλασική μόρφωση) και αυτή στον ακόμα πιο ευρύ όρο «Hymanus», που σημαίνει (ανθρώπινος). Στο πλαίσιο, λοιπόν, του ανθρωπισμού θα φέρει τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά κείμενα στο προσκήνιο, αλλά και τα πάνω στο μεσαιωνικό σχολαστικισμό της εποχής.

Γενικά με την εκ νέου γέννηση του πολιτισμού, αυτό σημαίνει Αναγέννηση, που ανιχνεύεται στη Β. Ιταλία στα μέσα του 14ου αιώνα, αναβιώνει η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, προβάλλοντας στο προσκήνιο της Ιστορίας την ανάγκη ανάπτυξης όλων των τεχνών, καθώς και την τελειοποίηση της γλώσσας. Λόγιοι του Βυζαντίου στο πανεπιστήμιο της  Φλωρεντίας, όπως ο Χρυσολωράς,  θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διδαχή της ελληνικής γραμματείας και γλώσσας στους Ουμανιστές. Ουσιαστικό ρόλο στη διάδοση των ελληνικών και λατινικών ρητορικών συγγραμμάτων και λόγων θα παίξει η εφεύρεση της τυπογραφίας στην Ευρώπη από τον Γουτεμβέργιο, τον 15ο αιώνα. Ενώ η διδασκαλία της ρητορικής τέχνης, της γραμματικής και του γραπτού λόγου, ως μέσα έκφρασης και διάδοσης ιδεών, μέσα από την προσπάθεια συνένωσης γνώσης και αρετής, θα συμβάλουν στην απαρχή μίας γενικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, μιμούμενη τα κλασικά πρότυπα, που θα κρατήσει έως τα μέσα του 17ου αιώνα και θα οδηγήσει στην πρόοδο των φυσικών επιστημών, αλλά και αργότερα στο κίνημα του Διαφωτισμού.

Γι’ αυτή τη μεταβολή στην Ιταλία, ο Τζόρτζιο Βαζάρι (1511-1574), λαμπρός ζωγράφος και αρχιτέκτονας ο ίδιος, θα γράψει στα 1550 το βιβλίο «Vite de’ più eccellenti pittori, scultori e architettori italiani», το οποίο θα  κυκλοφορήσει στα ελληνικά με τίτλο «Τρεις καλλιτέχνες της Αναγέννησης» (Λεονάρντο ντα Βίντσι 1452-1519, Ραφαήλ από το Ουρμπίνο 1483-1520, Μιχαήλ Άγγελος Μπουοναρότι 1475-1564). O Vasari περιλαμβάνει στο έργο του εκτενείς ιστορικές αναφορές στη ρωμαϊκή και αρχαιοελληνική τέχνη, όπου το πρόθεμα «ανά», «ξανά» επαναλαμβάνεται διαρκώς. Για τον Βαζάρι, τόσο ο Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας της Αναγέννησης Μπρουνελέσκι (1377 – 1446), γνωστός για την επινόηση της προοπτικής στη ζωγραφική, δηλαδή της αναγωγής του τρισδιάστατου κόσμου στη δισδιάστατη επιφάνια, αλλά και την κατασκευή του θόλου στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας όσο και ο γλύπτης Ντονατέλο (1386 – 1466), ο οποίος επίσης εφαρμόζει αρχές προοπτικής στα γλυπτικά του ανάγλυφα, ήταν και οι δύο παθιασμένα αρχαιόπληκτοι. Περιηγήθηκαν μαζί τα ερείπια της αρχαίας Ρώμης, σχεδιάζοντας και μελετώντας διαστάσεις και αναλογίες από καθετί αρχαίο που έπεφτε στην αντίληψή τους. Στον περίφημο έφιππο ανδριάντα του στρατηγού Γκαταμελάτα στην Πάντοβα για παράδειγμα, ο Ντονατέλο θα εμπνευστεί από το άγαλμα του Μάρκου Αυρηλίου, που βρισκόταν στο Καπιτώλιο στη Ρώμη.  Ο Μαζάτσιο (1401 -1428) παρότι πέθανε πολύ νέος και άφησε ελάχιστα δείγματα της τέχνης του, στις ζωγραφικές του τοιχογραφίες θα εφαρμόσει άριστα τις αρχές της προοπτικής, δηλαδή τη δημιουργία τρισδιάστατου κόσμου επάνω σ’ ένα δισδιάστατο επίπεδο, κάτι το οποίο στο Μεσαίωνα θεωρείτο βλάσφημο για ένα καλλιτέχνη, δηλαδή να μπορεί και ο ίδιος να δημιουργεί κόσμους αντίστοιχους με την πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό είναι το έργο του «Αγία Τριάδα» στο παρεκκλήσι της Santa Maria Novella στη Φλωρεντία, το οποίο διέπεται από τους αυστηρούς κανόνες της προοπτικής, αλλά και την ενσωμάτωση αρχιτεκτονικών στοιχείων της κλασικής αρχαιότητας, ενώ επικρατεί η ανθρώπινη κλίμακα και οι ουμανιστικές αρχές.

Στο σύνολό του, λοιπόν, ο Ουμανισμός επανέρχεται κατά την περίοδο της Αναγεννησιακής περιόδου – λίκνο της οποίας θ’ αποτελέσει η Φλωρεντία – αναζητώντας το ιδεώδες με τρόπους ηθικούς, φιλοσοφικούς και αισθητικούς. Ως ανθρωπιστικό κίνημα θα εξυμνήσει το μεγαλείο του ανθρωπίνου πνεύματος, για να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μία διπλή κατεύθυνση,  αυτή της θεωρίας και της πράξης ή αλλιώς της παιδείας και της δράσης στην πολιτική ζωή, του στοχασμού και της κριτικής σκέψης στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά και της αμφισβήτησης μέσα από την τέχνη, φέροντας έτσι μέσα του ψήγματα δημοκρατίας. Εξάλλου, λέξεις όπως Πολίτης και Δημοκρατία με την αρχαία έννοια του όρου ήταν σχεδόν άγνωστες για τις κοινωνίες της εποχής.

Ωστόσο, αυτό το οποίο κυρίως δημιούργησε ήταν μία νέα αντίληψη για τον άνθρωπο και τον Θεό. Ο άνθρωπος δεν ερχόταν μόνο στην ζωή για χάρη του Θεού, όπως υποστήριζε η μεσαιωνική θεοκεντρική παράδοση. Ο Θεός είχε πλάσει τον άνθρωπο και για χάρη του ανθρώπου, ώστε να μπορεί να λειτουργεί ελεύθερος και να εκμεταλλεύεται τις δυνατότητές του.

Γεγονός πάντως είναι ότι ο Ουμανισμός προέβαλε την ανάγκη για μία θρησκευτική αναγέννηση.

Είναι αλήθεια ότι προσπάθησε να ελευθερώσει το Χριστιανισμό από τον απόλυτο δογματισμό, μέσα στον οποίο είχε περιχαρακώσει τις κοινωνίες στα χρόνια του σκοτεινού Μεσαίωνα και να τον συνδέσει με ό,τι είναι ανθρώπινο και γόνιμο, προβάλλοντας το αληθινό ως θείο, πέρα από τις όποιες εξ αποκαλύψεως αλήθειες, οι οποίες και για το λόγο αυτό δε χωρούσαν καμίας αμφισβήτησης. Οι φιλόσοφοι του Μεσαίωνα θεωρούσαν πως ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο υπήρχε ένα αγεφύρωτο χάσμα. Για έναν Ουμανιστή όμως η θρησκευτική του πίστη (αν έχει) θα πρέπει να συμβιβάζεται με την εμπιστοσύνη του προς τον άνθρωπο, αποσκοπώντας έτσι στη σταδιακή χειραφέτηση του και στην ανάγκη να βελτιώσει το πεπρωμένο του. Ο άνθρωπος αξίζει πια και ως άνθρωπος. Υπό το πρίσμα αυτής της λογικής αναδύεται η έννοια του υποκειμένου με την εμφάνιση σπουδαίων καλλιτεχνών, αλλά και προσωπικοτήτων μέσα από τις δημιουργίες τους. Αντίθετα κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Δύση, έχουμε σπουδαία έργα τέχνης που δυστυχώς όμως δεν γνωρίζουμε τους δημιουργούς τους. Χαρακτηριστική είναι η ανάδειξη επιφανών προσωπικοτήτων στα έργα του Ιταλού ζωγράφου από την Φλωρεντία Ντομένικο Γκιρλαντάιο (1449 – 1494), ο οποίος υπήρξε για ένα διάστημα δάσκαλος του Μιχαήλ Άγγελου.

Στο χριστιανισμό του Μεσαίωνα το καλό, που είναι κατηγόρημα ηθικό και το ωραίο, που είναι κατηγόρημα αισθητικό, φαίνονται δια παντός χωρισμένα. Για τους ουμανιστές όμως των νέων μικρών αστικών «δημοκρατικών» πόλεων – κρατών, που εμφανίζονται με τη σταδιακή εξασθένηση της φεουδαρχίας, την ανάπτυξη νέων οικονομικών και κοινωνικών τάξεων, αλλά και αργότερα τη διεύρυνση του εμπορίου από τους μεγάλους θαλασσοπόρους, με τη σώρευση και το άρμεγμα του πλούτου από την ανακάλυψη της Αμερικής, το 1492, οι αμέτρητες όψεις του ωραίου αρχίζουν να προβάλλονται ως μέρος της αντανάκλασης του θείου, όπως και στην κλασική εποχή. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού!», που λέγανε και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Έτσι, οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης στρέφονται στην έρευνα της ομορφιάς του κόσμου μέσα από την τέχνη. Η τέχνη αποδεσμεύεται  από το θρησκευτικό δογματισμό, και η ομορφιά του πραγματικού κόσμου γίνεται πλέον το νέο πεδίο της καλλιτεχνικής τους αναζήτησης.

O Sandro Botticelli (Σάντρο Μποτιτσέλι, 1445-1510) συνδέθηκε με τις νεοπλατωνικές αντιλήψεις της εποχής, οι οποίες εντυπώνονται στους πίνακές του, όπως για παράδειγμα: «Η Αλληγορία της Άνοιξης» – ο ωραίος χώρος εικαστικά δεν συλλαμβάνεται πλέον μόνο στον παράδεισο – αλλά συναναστράφηκε και με τον κύκλο των Μεδίκων, λαμβάνοντας σημαντικές παραγγελίες. Στα μυθολογικά του θέματα εργάστηκε για την ανάδειξη της γυναικείας χάρης και την απόδοση των λεπτών συναισθημάτων, ακολουθώντας τα πρότυπα και τις αναλογίες των αρχαίων αγαλμάτων. Σ’ ένα από τα κυριότερα έργα του «Η γέννηση της Αφροδίτης», που πιστεύεται ότι φτιάχτηκε για κάποιο μέλος της οικογένειας των Μεδίκων, παρά τις ανατομικά ανορθόδοξες λεπτομέρειες, μέσα από την ήρεμη κίνηση και τη χάρη του προσώπου αναδύεται μία απίστευτη αρμονία, η οποία συνδέεται άριστα με το ξέσπασμα της άνοιξης. Ο Μποτιτσέλι απεικονίζει την Αφροδίτη, ως προς το στήσιμο του σώματος της, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με εκείνον του αγάλματος της Αφροδίτης των Μεδίκων της ελληνιστικής περιόδου, στον τύπο της Αιδήμονος Αφροδίτης (Ve­nus pudica), το οποίο φυλάσσεται στην Πινακοθήκη Ουφίτσι στη Φλωρεντία.

Σημαντικός παράγοντας σε αυτήν την πνευματική ανθοφορία της Αναγέννησης υπήρξε η είσοδος αρκετών ανθρώπων του πνεύματος από το Βυζάντιο! Η σύνοδος της Φεράρας το 1439 μ.Χ., θα φέρει κοντά τους λόγιους των δυο πολιτισμών, του Βυζαντίου και της Δύσης, οι οποίοι θα συμβάλουν στην δημιουργία του κινήματος της Αναγέννησης όταν ο Πλήθων, ο Βησσαρίων και άλλοι Έλληνες λόγιοι, νομομαθείς και θεολόγοι θα ξαναφέρουν το πλατωνικό έργο στη Δύση. Ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός υπήρξε δάσκαλος του Ιταλού λόγιου και καθολικού ιερέα Μαρσίλιο Φιτσίνο (1433 – 1499) και επηρέασε όλους τους ουμανιστές που ενδιαφέρθηκαν για τον πλατωνισμό.

Για τον Φιτσίνο, στα έργα της ωριμότητας «Συμπόσιο, 1475 και μελέτες γύρω από τον Πλωτίνο, 1490», οι ιστορικοί της τέχνης, όπως ο Ερνστ Γκόμπριχ και ο  Έρβιν Πανόφσκι, παρατηρούν στοιχεία μιας νεοπλατωνικής αισθητικής. Θα επισημάνουν πως το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο πνευματικός χαρακτήρας του ωραίου, της μορφής, που αντιδιαστέλλεται προς την ασκήμια και το ανέκφραστο βάρος της ύλης. Για τον Φιτσίνο στην καλλιτεχνική δημιουργία το ωραίο νοείται ως πνευματική μεταστοιχείωση με τη βοήθεια τριών στοιχείων: του αριθμού, που αποκαθιστά την τάξη στο χάος της ποσότητας, της αναλογίας, που δίνει στο έργο την καθαρή του ποιότητα και αρμονία και του φωτός που εξιδανικεύει και αποπνευματώνει την ύλη.

Η νεοπλατωνική αισθητική, που βλέπει τον καλλιτέχνη σαν χαρισματική ύπαρξη, σαν «άλλο θεό» και ταυτίζει την έμπνευση με τη θεία λατρεία, θα συμβάλει αποφασιστικά στην αυτονόμηση της τέχνης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκκοσμίκευσης αντίστοιχα και η γνώση περνάει στα χέρια ανθρώπων που εκπαιδεύονται στα πανεπιστήμια και προέρχονται από τις αστικές τάξεις των πόλεων, οι οποίοι δεν είναι αποκλειστικά κληρικοί, όπως γινόταν στο Μεσαίωνα. Η κοινωνική τους θέση ενισχύεται. Έτσι, εμφανίζονται επώνυμοι δημιουργοί που εργάζονται στο πλευρό κυρίως κάποιου τοπικού άρχοντα, η ηγεμόνα και αναπτύσσουν έντονη πεζογραφική δραστηριότητα. Δύο ιδιαίτερες μορφές γραμματείας που εκφράζουν το πνεύμα του ουμανισμού είναι η παραδοσιακή  μορφή του διαλόγου και η σάτιρα. Την εποχή αυτή αρχίζουν πέρα από τη θρησκευτική γραμματεία να κυριαρχούν: η ιστοριογραφία, τα ταξιδιωτικά κείμενα και η διδακτική σάτιρα. Ξεχωρίζουν οι τρεις εκπρόσωποι του ώριμου ουμανιστικού πνεύματος: ο Niccolo Machiavelli (1469-1527), ο Thomas More (1478-1535) και ο Erasmus (1469-1536)

Ο Ιταλός πολιτικός και διπλωμάτης από τη Φλωρεντία, Gianozo Manetti (1396 – 1459), ο οποίος ήταν επίσης και μελετητής της πρώιμης αναγέννησης, με μία δόση εμπιστοσύνης, αλλά και έντονης έπαρσης, αψηφώντας την αλλοτριωτική φύση της εξουσίας, μιας και η ιστορία θα βαδίζει πάντα ερήμην της ανθρώπινης ηθικής όταν η γνώμη των κοινωνιών καθίσταται αδύναμη (ο εκατονταετής πόλεμος θα λήξει μόλις στα μέσα του 15ου αιώνα), θα γράψει πως: «Όλα τα ορατά, σπίτια, χωριά, πολιτείες και όλες οι κατασκευές της γης είναι έργα ανθρώπου. Δικά μας έργα είναι η ζωγραφική, η γλυπτική, οι τέχνες, οι επιστήμες, η γνώση…και οι αναρίθμητες εφευρέσεις. Η γλώσσα και η λογοτεχνία είναι έργο δικός μας. Αν ο θεός χάρισε στον άνθρωπο τον κόσμο, εκείνος δεν τον άφησε όπως τον βρήκε, αλλά με την δημιουργία του τον τελειοποίησε και τον έκανε ωραιότερο…».

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο