της Γιώτας Αγαπητού
Μάιος 1952. Η Ελλάδα εδώ και λίγα χρόνια έχει βγει από δύο πολέμους και μία κατοχή που στοίχισαν πόνο και θάνατο. Σ’ ένα μικρό χωριό κάπου στην Πελοπόννησο κοντά στις Μυκήνες ζούσε ο Μενέλαος, ένας είκοσιδυάχρονος νέος που αγαπούσε τη ζωή. Όνειρό του ήτανε να κατακτήσει τη Νέα Υόρκη και από εκεί ολόκληρο τον κόσμο. Λάτρευε τα γράμματα, αλλά δυστυχώς λόγο του πολέμου και της κατοχής και μετέπειτα ενός σκληρού εμφυλίου δεν μπόρεσε να σπουδάσει. Ρομαντικός και ονειροπόλος, όταν ήταν παιδί οι γονείς του δεν είχαν να προσφέρουν σ’ αυτόν και τ’ αδέρφια του ακόμα και τα απαραίτητα, πέρα από λίγα χόρτα και ελιές. Τότε εκείνος με την παιδική του φαντασία πάνω στο παλιό τσίγκινο πιάτο του έφτιαχνε εικόνες, εικόνες που ονειρευότανε να τις ζωγραφίζει δείχνοντάς τες στον κόσμο και αυτοί να τις θαυμάζουν.
Ο Μενέλαος ήταν ο μεγαλύτερος από τα εφτά παιδιά της οικογένειας Χριστόπουλου, πέντε αγόρια και δύο κορίτσια. Τα οποία για να μη βιώσουν τη φτώχια της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής εποχής οι γονείς τους τα είχαν «παραδώσει» σ’ ένα από τα περιβόητα οικοτροφεία που είχε δημιουργήσει για τα παιδιά του πολέμου η Φρειδερίκη. Εκτός από το Μενέλαο που κράτησε δίπλα του ο πατέρας, θέλοντας να του μάθει την τέχνη του σιδηρουργού για να τον βοηθάει, αλλά και αργότερα να μπορεί βγάζει έντιμα το ψωμί του.
Ένα βράδυ στο μικρό καφενεδάκι του χωριού, εκεί που ο Κυρ Αγησίλαος, ο πατέρας του Μενέλαου, τα έπινε με δύο φίλους του συγχωριανούς, είπε:
- Βρε Κώστα τι κάνουν οι κόρες σου; Δεν έγιναν πια της παντρειάς;
Ο Κυρ Κώστας αγρότης στο επάγγελμα παντρεμένος με την Κυρία Μερόπη είχαν δύο κόρες, την Ευρυδίκη και τη Σμαρώ.
Πράγματι, τα δύο κορίτσια είχανε γίνει πια της παντρειάς.
– Ξέρεις, συνέχισε ο Κυρ Αγησίλαος, σκεφτόμουν με την γυναίκα μου από καιρό να περάσουμε από το σπίτι σου και να μιλήσουμε για κάτι σοβαρό. Αναρωτιέμαι αν θα ήθελες να περάσουμε μία από αυτές τις μέρες;
Ο Κυρ Κώστας χαμογέλασε. Σε λίγες μέρες όλα ήταν έτοιμα για το προξενιό.
Όταν το ανακοίνωσαν στο Μενέλαο στην αρχή αντέδρασε, αλλά στη συνέχεια συμφώνησε με την προϋπόθεση ότι αμέσως μετά το γάμο θα έπαιρνε τη μέλλουσα γυναίκα του και θα σαλπάρανε για τη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας του στην αρχή ήτανε αρνητικός, αλλά αργότερα έδωσε τη συγκατάθεσή του γι’ αυτό το ταξίδι. Οι δύο μελλόνυμφοι συναντήθηκαν για πρώτη φορά ένα μουντό συννεφιασμένο πρωινό μιας Κυριακής του Μάη, του 1952, στα σκαλιά της εκκλησίας του Αι Γιώργη.
Η Ευρυδίκη μέσα στο λιτό λευκό φόρεμά της, με τη δροσιά που της προσέφεραν τα δεκαέξι της χρόνια έδειχνε πολύ όμορφη. Ένα κορίτσι που εξέπεμπε γοητεία και λάμψη. Καθώς ήταν δυναμική αυτό που κυρίως την έδενε με το Μενέλαο ήταν η ανάγκη τους να φύγουν από το μικρό χωριό τους και να ανοίξουν τα φτερά τους στο όνειρο. Έτσι λοιπόν αυτοί οι δύο φαινομενικά αντίθετοι άνθρωποι θα ξεκινούσαν ένα ταξίδι ζωής που θα διαρκούσε πάνω από πενήντα χρόνια γεμάτα σεβασμό και αγάπη του ενός προς τον άλλο.
Λίγες μέρες μετά από το γάμο το ζευγάρι από το λιμάνι του Πειραιά ταξίδευε με το υπερωκεάνιο Φρειδερίκη, στην οικονομική θέση, για Νέα Υόρκη.
Το ταξίδι διήρκησε ένα ολόκληρο μήνα. Το καράβι μετέφερε λογιών λογιών ανθρώπους κάθε ηλικίας που πήγαιναν στην Αμερική για να βρουν το δικό τους όνειρο. Εκεί η Ευρυδίκη γνώρισε την Ανθή, μια γυναίκα γύρω στα είκοσι που ταξίδευε με τα δυο μικρά της παιδάκια για να πάει να συναντήσει τον άντρα της το Δημητρό που είχε πάει νωρίτερα στο Σικάγο και δούλευε στο ξενοδοχείο City σαν γκαρσόνι.
Τριάντα μέρες μέσα στη θάλασσα και σιγά σιγά το άγαλμα της Ελευθερίας άρχισε να αχνοφαίνεται από μακριά, σαν οικοδέσποινα που καλωσορίζει τους καλεσμένους της. Σε λίγες ώρες το καραβάνι των ανθρώπων που μετέφερε το πλοίο θα διασκορπίζονταν στα τέσσερα σημεία της Αμερικής.
Ο Μενέλαος με την Ευρυδίκη κατευθύνθηκαν προς την Αστόρια και το ξενοδοχείο «Crete». Μέσα σε λίγες μέρες το νιόπαντρο ζευγάρι βρήκε δουλειά και σπίτι.
Ο Μενέλαος άρχισε να εργάζεται ως εργάτης στις οικοδομές ενός μεγαλοεργολάβου Ιταλού, του Φάμπιο. Ενώ η Ευρυδίκη σε μία βιοτεχνία κλωστοϋφαντουργίας. Μόνο που όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για το νέο ζευγάρι. Τα βράδια όταν γύριζε πτώμα από τη δουλειά ο Μενέλαος άλλοτε ζωγράφιζε και άλλοτε πήγαινε να παίξει ζάρια. Ενώ η Ευρυδίκη γράφτηκε σε αγγλόφωνο νυχτερινό σχολείο, γιατί τα όνειρα των δύο νέων για τη ζωή ήταν άλλα. Ο καιρός περνούσε και το ζευγάρι έκανε τα πάντα για να καλυτερέψει τη ζωή του. Ο Μενέλαος είχε καταφέρει μέσα σε έξι χρόνια, όσο η Ευρυδίκη πήγαινε στο σχολείο να ζωγραφίσει πάνω από εκατόν πενήντα πίνακες.
Αρχές του καλοκαιριού του 1958, το ζευγάρι είχε συμπληρώσει έξι χρόνια κοινής ζωής. Είχαν περάσει έξι χρόνια που είχαν φύγει από την Ελλάδα. Μία Ελλάδα που δεν τους έλειπε καθόλου.
Ένα βράδυ η Ευρυδίκη ανυπομονούσε να γυρίσει ο Μενέλαος από την δουλειά για να του ανακοινώσει κάτι σημαντικό, την εισαγωγή της με πλήρη υποτροφία στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, στο τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων. Μόνο που εκείνο το βράδυ και ο Μενέλαος ανυπομονούσε να ανακοινώσει κάτι ευχάριστο στην Ευρυδίκη. Πριν από καιρό είχε γνωρίσει, τυχαία, σε μία παρέα με την οποία έπαιζε ζάρια, έναν γκαλερίστα, τον Άντονι Μακ Μπέι, στον οποίο είχε μιλήσει για τα έργα του και τον είχε καλέσει ένα απόγευμα στο σπίτι του για να του τα δείξει. Ο Άντονι ενθουσιάστηκε από τη δουλειά του Μενέλαου και του πρότεινε να τα εκθέσει στην γκαλερί του. Όπως και έγινε.
Η έκθεση ζωγραφικής με τίτλο «Ένα ταξίδι με υπερωκεάνιο» είχε τεράστια επιτυχία και οι κριτικές ήταν πολύ καλές για πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη. Η Ευρυδίκη δίπλα του ένοιωθε πολύ περήφανη, όπως και ο Μενέλαος στεκόταν περήφανος πλάι της κατά την αποφοίτησή της με άριστα από το πανεπιστήμιο και ενώ το ζευγάρι έβλεπε τη ζωή του ν’ αλλάζει προς το καλύτερο και το χρήμα να έρχεται μαζί με την αναγνώριση, δυστυχώς δεν ερχόταν κάτι πιο πολύτιμο, ένα παιδί. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Μενέλαος να βρίσκει παρηγοριά στα καζίνο του Λας Βέγκας, ενώ η Ευρυδίκη προσπαθούσε να μην χάνει το θάρρος της, παρόλο που, εδώ και δύο χρόνια, μετά από μία σειρά εξετάσεων που έκανε το ζευγάρι, οι γιατροί τους είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο ν’ αποκτήσουν δικό τους παιδί.
Μία μέρα ο Μενέλαος επιστρέφοντας με την Ευρυδίκη από το γιατρό της πρότεινε αυθόρμητα να υιοθετήσουν ένα παιδί. Εξάλλου, όπως της είπε, ποια θα ήταν η διαφορά από το να το είχαν γεννήσει οι ίδιοι, αφού όλα τα παιδιά έχουν την ίδια ανάγκη για αγάπη και ζεστή αγκαλιά, κάτι που εκείνος με την Ευρυδίκη μπορούσαν να το προσφέρουν απλόχερα.
Μάιος 1960. Οχτώ χρόνια γάμου και το ζευγάρι περνάει τις πύλες του ιδρύματος βρεφών «Αγκαλιά» της Νέας Υόρκης, για να καταθέσει αίτηση υιοθεσίας δύο δίδυμων παιδιών, του Ορφέα και της Μυρσίνης όπως τα ονόμασαν.
- Γιαγιά γιαγιά ξύπνα, ακούστηκε μία παιδική φωνούλα.
- Συγνώμη μικρή μου Ευρυδίκη με πήρε ο ύπνος, θα συνεχίσουμε αύριο το παραμύθι αν θέλεις, γιατί τώρα είναι αργά και πρέπει να πας για ύπνο. Η μαμά με τον μπαμπά θα θυμώσουν αν γυρίσουν από το θέατρο και σε δουν ξύπνια.
- Μα γιαγιά…είπε η μικρή, ενώ το έξυπνο μουτράκι της πήρε μία έκφραση τάχα θυμωμένη.
- Φιλί και γρήγορα στο κρεβάτι σου.
Αφού έδωσε ένα γλυκό φιλί στη μικρή Ευρυδίκη, η ηλικιωμένη γυναίκα έκλεισε το φως και τραγουδώντας σιγανά ένα παλιό νανούρισμα που είχε βγάλει από το χρονοντούλαπο της μνήμης της, το οποίο της ψιθύριζε κάποτε η δική της γιαγιά πριν αυτή πάει για ύπνο, έκλεισε σιγά σιγά την πόρτα πίσω της. Έξω η νύχτα ήταν γλυκιά και η θέα του Σέντραλ Παρκ από το παράθυρο του διαμερίσματος μαγευτική. Η ηλικιωμένη γυναίκα κρατώντας στο χέρι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί κοίταξε έξω από το παράθυρο, μόνο που από το τζάμι έβλεπε την εικόνα μιας νεαρής γυναίκας δεκαέξι χρονών στο πατρικό της, πριν πενήντα χρόνια την ημέρα του γάμου της και στο πλάι της ο αγαπημένος της Μενέλαος