του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Η φράση «Δεν έχω οξυγόνο» ήταν το κεντρικό σύνθημα της μεγαλειώδους συγκέντρωσης που ακούστηκε από τα στόματα μικρών και μεγάλων, όχι μόνο στο Σύνταγμα, αλλά σε όλη την Ελλάδα, ακόμη και στο εξωτερικό. Ήταν μία έκφραση ύστατης αγωνίας που σημάδεψε τις καρδιές όλων μας και που ακούστηκε να τη λέει σε επικοινωνία με το 112 ένα από τα θύματα, τη στιγμή που εισέπνεε τα δηλητηριώδη εκρηκτικά χημικά υλικά μετά την μοιραία σύγκρουση.
Ποιο ήταν το βασικό αίτημα στο κάλεσμα αυτό που έγινε από τους συγγενείς των θυμάτων; Μα ποιο άλλο πέρα από την απόδοση της δικαιοσύνης. Για μία ακόμα φορά αποδείχτηκε περίτρανα πως το οξυγόνο το έχει ο ελληνικός λαός απανταχού της γης, όταν καταφέρνει ν’ ανέβει ενωμένος στο βάθρο του πολιτικού ανθρώπου. Και με το σύνθημα αυτό βγήκε έξω στους δρόμους σε πολλές πόλεις του κόσμου, με μοναδικό σκοπό ν’ ανατάξει τη δικαιοσύνη, όχι μόνο για το εγκληματικό δυστύχημα των Τεμπών, που θα μπορούσε και θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί αν δεν είχαν προηγηθεί κάποια εκκωφαντικά σκάνδαλα, όπως η έλλειψη συντονισμού, η μη έγκαιρη αναβάθμιση της λεγόμενης σύμβασης «717», οι σοβαρές δομικές αδυναμίες στο σιδηροδρομικό σύστημα κλπ., αλλά κυρίως για τη μετέπειτα κραυγαλέα επιχείρηση συγκάλυψης της μεταφοράς παράνομου εύφλεκτου φορτίου στην εμπορική αμαξοστοιχία ή αλλιώς την κατά κυριολεξίαν προσπάθεια μπαζώματος της υπόθεσης.
Η λέξη δικαιοσύνη προέρχεται από το ουσιαστικό δίκη, λέξη συγγενή προς το δεικνύω και το αποδέχομαι. Ο υγιής ελληνικός λαός λοιπόν για ακόμη μία φορά βροντοφώναξε πως δεν του αξίζει μία τέτοια δικαιοσύνη που υποτιμά την νοημοσύνη του. Δεν του αξίζει αυτού του είδους η ενημέρωση που έχει ως σκοπό να πείσει τον κόσμο πως ο ήλιος βγαίνει απ’ τη Δύση. Η προπαγάνδα από τα συστημικά μέσα πανελλήνιας εμβέλειας, τα οποία έχουν χάσει πια τον λογαριασμό της ενίσχυσής τους από το κράτος και που δυστυχώς αναπαράγουν καθοδηγούμενες ειδήσεις, θα πρέπει επιτέλους να πάψει. Εξάλλου από μία απλή περιήγηση στο διαδίκτυο διαπιστώνει κανείς πως αρκετοί δημοσιογράφοι που δουλεύουν σε μεγάλα ΜΜΕ και ακολουθούν μια συγκεκριμένη πολιτική γραμμή, λες και είναι εκπρόσωποι κόμματος, έφτασαν να γίνουν τα πιο μισητά πρόσωπα στην ελληνική κοινωνία. Ήδη το 2022 η Ελλάδα κατατάχτηκε στην 108 θέση παγκοσμίως και τελευταία στην Ε.Ε., στην ελευθερία του τύπου. Χαμηλότερα ακόμα κι από χώρες όπως η Μποτσουάνα και η Μογγολία.
Σύσσωμος ο ελληνικός λαός βγήκε αγανακτισμένος στους δρόμους, δίνοντας το σύνθημα πως δεν του αξίζει ένα τέτοιο κοινοβούλιο. Οι κυβερνήσεις λυμαίνονται εδώ και χρόνια για λογαριασμό τους το κράτος, κι αυτό θα πρέπει να σταματήσει. Ο απλός κόσμος αναζητά απεγνωσμένα οξυγόνο και δεν το βρίσκει. Ασφυκτιά από την πολιτική τάξη της χώρας, που ενώ επικαλείται την εξυγίανση και την αξιοκρατία της κοινωνίας, επιβιώνει αναπαράγοντας τις πελατειακές της σχέσεις, καθώς ένα κομμάτι των ψηφοφόρων συνεργεί μαζί της για ίδιον όφελος. Η παραπλάνηση των πολιτών έγινε καθεστώς. Παρόλο που αυτό στην αρχαιότητα αποτελούσε κακούργημα, κι ως τέτοιο θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίζεται και σήμερα. Οι πολιτικοί εκλέγονται επικαλούμενοι υποσχέσεις τις οποίες ποτέ δεν πραγματοποιούν, εξαπατώντας κατ’ εξακολούθηση τον ελληνικό λαό. Πού βρίσκεται λοιπόν η αξιοπιστία τους όταν με δόλιο τρόπο υφαρπάζουν την ψήφο του κόσμου; Πού βρίσκεται η αξιοπιστία της πολιτείας όταν δεν απονέμει δικαιοσύνη και η ηγεσία των δικαστών διορίζεται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις; Όταν τα κόμματα που εναλλάσσονται εδώ και δεκαετίες στην εξουσία χρωστάνε περίπου ένα δισ. ευρώ, απομυζώντας τη χώρα χωρίς να ελέγχονται. Δίχως να έχει βρεθεί ούτε ένας εισαγγελέας ν’ ασχοληθεί σοβαρά με αυτό το τεράστιο σκάνδαλο, ενώ την ίδια στιγμή χιλιάδες οφειλέτες βλέπουν τα σπίτια τους να βγαίνουν στο σφυρί.
Στην αρχαία Ελλάδα ο πολιτικός άνθρωπος αναδεικνύονταν μέσα από την ανάπτυξη των αρετών. Όπως ακριβώς κι ο καλλιτέχνης, ο αθλητής, ο τεχνίτης, οι οποίοι αποκτούσαν την ανάλογη αναγνώριση μέσα από το έργο τους ή τη δουλειά τους. Δυστυχώς σήμερα ζούμε σε εποχές όπου το οικονομικό στοιχείο υπερβαίνει τον άνθρωπο. Το ζήσαμε πρόσφατα με την πανδημία. Αξιόλογες επιστημονικές φωνές φιμώθηκαν και μελέτες αποσιωπήθηκαν, δίχως να δουν το φως της δημοσιότητας, εξαιτίας των τεράστιων οικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονταν. Ενώ προεβλήθησαν απόψεις φανατικά θρησκευόμενων για να απαξιωθεί η άλλη πλευρά. Οι πρόγονοί μας κάποτε ανήκαν στις κοινωνίες της αιδούς, της ευθύνης και του σεβασμού απέναντι σε ότι καταφάσκει στη ζωή. Και αυτό γιατί ακριβώς ήταν κοινωνίες της φανέρωσης, της μεγαλοπρέπειας, της ανάδειξης της αλήθειας. Τίποτα δεν έμενε κρυφό. Γι’ αυτό και η λατρεία του Απολλώνιου κάλους. Τώρα απέναντι στον Έλληνα άνθρωπο ορθώνεται ο οικονομισμός, το πολιτικό κόστος, η πονηρία που απέκτησε θετικό πρόσημο και στην ακραία μορφή της ο αθέμιτος καλβινιστικός κανιβαλισμός. Ο νόμος της ζούγκλας, που παρουσιάζεται στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες κατ’ ευφημισμόν ως ανταγωνισμός, προσδίδοντας στον πλούτο ένα αφηρημένο περιεχόμενο. Δηλαδή πολλαπλασιάζοντάς τον με αέρα κοπανιστό, σε βάρος της ζωής και της στοιχειώδους οργανικότητάς της.
Αντίθετα όπως είπαμε για τους Έλληνες η έννοια της δημοκρατίας ήταν σύμφυτη με την ανάπτυξη της εύτακτης κοινωνίας και της συνοχής της σε δήμο. Δεν νοούνταν ξεκρέμαστος άνθρωπος, όλοι ανήκαν σ’ ένα σύνολο. Αποτελούσαν μία ενιαία οργανικότητα. Και αυτό γιατί γνώριζαν πολύ καλά πως η εξουσία επιβάλλεται ευκολότερα σε άτομα ή σε μπουλούκια ανθρώπων που αποτελούν απλές μάζες μαντρωμένων χειροκροτητών οποιασδήποτε απόχρωσης. Από τη άλλη η πολιτική διάσταση του ανθρώπου ήταν υποχρεωτική. Δεν υπήρχε ιδιώτευση και η εξασφάλιση της ασυλίας για κανέναν. Στους κλασικούς χρόνους η συγκάλυψη εθεωρείτο συνενοχή, ενώ η παρρησία, δηλαδή η έκφραση της προσωπικής γνώμης με θάρρος και ειλικρίνεια αποτελούσε μέγιστη αρετή.
Εντούτοις οι αρετές δεν ταιριάζουν σε απλούς υπηκόους. Από το «Πάμε κι όπου βγει» φτάσαμε στο «Δεν έχω οξυγόνο». Η κοινωνία σύσσωμη βροντοφώναξε πως δεν της αξίζει μία τέτοια ιεροσυλία. Ο βιασμός ενός χώρου με το τσιμέντωμα του σημείου της τραγωδίας και την αλλοίωση τόσων στοιχείων αποτέλεσε μεγίστη ασέβεια. Τα Τέμπη είναι ο ορισμός της αποσύνθεσης του νεοελληνικού κράτους. Στη Σερβία μετά από πολύμηνες μαζικές κινητοποιήσεις ο πρωθυπουργός της χώρας, Μίλος Βούτσεβιτς, είχε την ευθιξία να παραιτηθεί, εξαιτίας της πτώσης ενός υποστέγου. Ωστόσο στη χώρα μας, που κάποτε γέννησε τη δημοκρατία και την ηθική ακαμψία, η έλλειψη της ντροπής και η μη απόδοση πολιτικών ευθυνών έγινε βίωμα. Ο κόσμος για άλλη μία φορά βγήκε ενωμένος στους δρόμους φωνάζοντας πως δεν του αξίζει μία τέτοια μοίρα. Πως δεν θέλει να βρίσκεται σ’ έναν τόπο όπου καθημερινά ζει από τύχη. Πως δεν μπορεί πλέον να ζει σ’ έναν τόπο που ασφυκτιά από έλλειψη οξυγόνου.