της Γιώτας Αγαπητού
Φωνές, παιδικά κλάματα και μία ανδρική φιγούρα τρέχει βιαστικά στο διάδρομο, προσπαθώντας να ξεφύγει από μία ακόμα παράσταση παράνοιας και τρέλας που δίνει η γυναίκα του. Η τελευταία γι’ αυτή τη φορά σκηνή θα διαδραματιστεί μπροστά στις κλειστές πόρτες των υπόλοιπων διαμερισμάτων της πολυκατοικίας. Όλα αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια τον έχουν πια κουράσει. Γνωρίζει ότι η οικογένειά του γίνεται καθημερινό θέμα αρνητικών σχολίων στην οδό West Street and North στη Δυτική πλευρά του Μανχάταν. Θέλοντας να διαφύγει από τα νύχια της γυναίκας του το βλέμμα του πέφτει φευγαλέα στο απέναντι διαμέρισμα. Η πόρτα είναι σχεδόν μισάνοιχτη, αλλά δε δίνει σημασία. Εξάλλου, τα όσα συμβαίνουν γύρω του δεν τον αφορούν. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο σπίτι είναι πολλά για να σκεφτεί οτιδήποτε. Κυρίως όμως δε νιώθει ευτυχισμένος, όπως είχε ονειρευτεί κάποτε. Ο Φραντζέσκο θέλει να πιστεύει ότι το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και σε άλλα ζευγάρια. Οι σκέψεις αυτές θα τον οδηγήσουν έξω στη μεγάλη λεωφόρο. Εκεί όπου μπορεί να χαθεί μέσα στο ανώνυμο πλήθος, ξεχνώντας για λίγο τη γυναίκα και τα παιδιά του.
Η Σοφία κοίταζε τον άντρα της που έφευγε κι ένιωθε το σώμα της να καίει. Τώρα πια έπαψε να φωνάζει, αφού δεν έχει καμία σημασία. Έτσι κι αλλιώς κατάλαβε ότι ο σύζυγός της με τον τρόπο του έδειχνε πόσο αδιάφοροι του είναι, τόσο αυτή όσο και τα παιδιά τους. Παρόλα αυτά δεν ήθελε να τους συμπεριφέρεται με τρόπο που αργότερα θα το μετάνιωνε. Γι’ αυτό και ποτέ δε χειροδίκησε πάνω τους. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν δεν ξέχασε ποτέ το ξύλο που έτρωγε όταν ήταν παιδί ακόμα και για την πιο ασήμαντη αφορμή από τους γονείς του. Νευρίαζε με τους φίλους και τους γνωστούς του που ξυλοφόρτωναν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, θεωρώντας τις πράξεις αυτές απάνθρωπες. Μία τέτοια φορτισμένη συναισθηματικά στιγμή δε θα του ήταν καλοί σύμβουλοι. Έτσι, αποφάσισε να κάνει μία μεγάλη και μοναχική βόλτα, θέλοντας να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη. Σε όλη τη διαδρομή προσπαθούσε να καταλάβει πώς μια νεανική κι επιπόλαιη σχέση κατέληξε σ’ έναν αποτυχημένο γάμο, γνωρίζοντας καλά ότι και η γυναίκα του πολλές φορές έκανε τις ίδιες σκέψεις μ’ αυτόν.
Την ώρα που η Σοφία μαζί με τα δυο της παιδιά, το Ροδόλφο και την Αγριππίνα, ετοιμάζονται να μπουν μέσα στο σπίτι, εντύπωση της προκαλεί η μισάνοιχτη πόρτα από το διπλανό διαμέρισμα. Εκεί γνωρίζει ότι μένουν δύο άντρες από διαφορετικές χώρες. Ωστόσο, βλέπει να κοντοστέκεται μία γυναικεία φιγούρα, σχεδόν συνομήλική της. Η Μαρουσώ, συνειδητοποιώντας ότι εδώ και ώρα έχει γίνει αισθητή η παρουσία της, θέλει να κρυφτεί από ντροπή μέσα στο δωμάτιο. Όμως τα πόδια της δεν υπακούουν. Καταλαβαίνει ότι βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να είναι μάρτυρας ενός συζυγικού καβγά. Η εικόνα της νεαρής μάνας με τα δυο βυζανιάρικα παιδιά τής προκαλεί θλίψη. Ασυναίσθητα έρχονται στο νου της οι γονείς της. Θυμάται τον κύρη της, όταν γύριζε μεθυσμένος από το καφενείο και κάθε λέξη της γυναίκας του τού προκαλούσε την ανάγκη για καβγά. Νευρικός είχε γίνει όμως εξαιτίας του ατυχήματος, που τον κρατούσε μακριά από τη μεγάλη του αγαπημένη, τη θάλασσα. Εκείνη και τ’ αδέρφια της όταν άκουγαν τα ζαλισμένα βήματα του πατέρα τους κλείνονταν στο δωμάτιο μέχρι να πέσει ξερός για ύπνο και να ξυπνήσει την επόμενη μέρα ξεμέθυστος. Αν και το ποτό τον είχε κάνει ευέξαπτο, ποτέ του δε σήκωσε χέρι στην οικογένειά του, που υπεραγαπούσε με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Τη στιγμή που οι δύο αυτές άγνωστες γυναίκες ετοιμάζονται να μπουν μέσα στα σπίτια τους, τα βλέμματά τους συναντιούνται. Η Σοφία δεν έχει το χρόνο, αλλά ούτε και τη διάθεση για κουβέντες και μάλιστα με άγνωστους και περίεργους γείτονες. Νιώθει πολύ εξαντλημένη ψυχικά και σωματικά από τους συνεχείς καβγάδες που δεν έχουν τελειωμό. Της είναι αδιάφορο για το πια είναι αυτή η γυναίκα. Τα παιδιά της, που κρέμονται από τα φουστάνια της, γκρινιάζουν, γιατί πεινάνε και είναι κουρασμένα. Είναι η ώρα να τα φροντίσει. Πολλές φορές όμως εξαιτίας των καυγάδων νιώθει να τα παραμελεί. Καθώς κάνει να κλείσει την πόρτα ακούει μία φωνή με σπαστά ιταλικά να την καλημερίζει, ζητώντας της συγνώμη που άθελά της είδε να διαδραματίζονται όλα αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα. Της συστήνεται, λέγοντας τ’ όνομά της. Η Σοφία για λίγο σαστίζει, αλλά η ευγένεια της Μαρουσώς δεν την αφήνει ασυγκίνητη. Θέλοντας να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση τής λέει ότι δεν πρέπει να νιώθει άσχημα, γιατί οι φασαρίες αυτές είναι κάτι συνηθισμένο στα ζευγάρια και την καλεί να περάσει στο σπίτι της για να πιουν μαζί ένα φλιτζάνι καφέ. Μπαίνοντας μέσα, εντύπωση κάνει στη Μαρουσώ το πόσο μοιάζουν τα διαμερίσματα μεταξύ τους. Είναι κι αυτό το ίδιο μικρό. Τα έπιπλα του φτωχικά και στενάχωρα, στεγάζουν τις ζωές μιας οικογένειας που πίστευε ότι θα κατακτήσει ένα καλύτερο μέλλον από το δύσκολο παρελθόν που άφησε πίσω της. Κάτω στο πάτωμα τα λιγοστά παιχνίδια κάνουν έντονη την παρουσία των μικρών παιδιών, που όταν δεν τρέχουν γύρω από τη μάνα τους μαλώνουν, προσπαθώντας ν’ αποσπάσουν την προσοχή της. Η νεαρή κοπέλα μελαγχολεί. Θυμάται τους ανθρώπους που για λίγο οι ζωές τους διασταυρώθηκαν στο ψυχρό αμπάρι ενός πλοίου με το οποίο διέσχισαν τον Ατλαντικό, αλλά και κείνους που ήρθαν από άλλες χώρες και τώρα τους ενώνει το πέρασμά τους από το νησί Έλις. Τις σκέψεις αυτές έρχεται να διακόψει η Σοφία, καλώντας την να καθίσει σε μία από τις λιγοστές ξύλινες καρέκλες που είναι κοντά στο τραπέζι της κουζίνας. Για λίγο σιωπούν, προσπαθώντας να βρουν τις κατάλληλες λέξεις για να επικοινωνήσουν. Ο κρότος όμως από το διπλανό δωμάτιο έρχεται να τις λυτρώσει από την αμηχανία τους. Τα παιδιά μαλώνουν, κάνοντας θόρυβο. Η μάνα αναγκάζεται, αν και δεν έχει την ψυχική δύναμη, να τα ηρεμήσει. Η Μαρουσώ για λίγο βρίσκει την ευκαιρία να κατευθυνθεί προς το παράθυρο και να κοιτάξει στο δρόμο. Θέλει τόσο πολύ να βγει έξω. Ωστόσο, δεν μπορεί να παρακούσει τον αδερφό της το Νώντα που της το έχει απαγορεύσει, μιας και είναι νεοφερμένη στην πόλη.
Όταν ξαναμπήκε η Σοφία μέσα στην κουζίνα, εκείνη δεν την κατάλαβε. Είχε παραδοθεί στη μαγεία της Νέας Υόρκης. Η νεαρή μάνα, βλέποντας τη φιλοξενούμενή της να κοιτάζει ενθουσιασμένη έξω από το παράθυρο, δεν τη διέκοψε. Κάθισε σιγά σιγά στην καρέκλα, προσπαθώντας να μαντέψει από πια γωνιά του κόσμου ερχόταν αυτό το κορίτσι. Σίγουρα δεν είναι ιταλίδα σκέφτηκε. Τ’ όνομά της δεν το έχει ξανακούσει στα μέρη της. Επιτέλους, μετά από λίγη ώρα η Μαρουσώ, ζητώντας συγνώμη, κάθεται δίπλα της, εκφράζοντάς όσο μπορεί καλύτερα το πόσο την έχει γοητεύσει αυτή η πόλη και ότι όλα αυτά που βλέπει γύρω της τής είναι πρωτόγνωρα. Η Σοφία σηκώνεται από την καρέκλα για να ετοιμάσει από ένα ιταλικό καπουτσίνο. Η μυρωδιά του, ξυπνώντας τις αισθήσεις, βοηθάει τις δύο γυναίκες ν’ ανοίξουν την καρδιά τους η μία στην άλλη.
Η οικοδέσποινα ξεκινάει να της περιγράφει τα βήματα που την οδήγησαν μέχρι εδώ. Ένα ταξίδι όπου πρωταγωνιστές ήταν το Vico Lo Capo, η μικρή πόλη στη Δυτική Σικελία όπου γεννήθηκε. Μία ψαρούπολη, που πολλοί κάτοικοί της λόγω της φτώχειας αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Όμως στην Αμερική εξαιτίας κάποιων παράνομων δραστηριοτήτων τους απέκτησαν τη φήμη των μαφιόζων. Η Σοφία σταματάει για λίγο, πίνοντας μια γουλιά από το δυνατό και πικρό καφέ, που θυμίζει έντονα τη ζωή της. Προσπαθεί να μην κουράσει τη Μαρουσώ. Μιλάει για τον Φραντζέσκο, τον άντρα που διάλεξε να γίνει ο πατέρας των παιδιών της. Τον αγαπάει πολύ, αλλά αυτό δεν αρκεί. Η κοινή τους ζωή τούς απέδειξε πόσο διαφορετικοί ήταν. Το μόνο που τους ενώνει τώρα πια είναι ο ιερός όρκος και οι υποσχέσεις που δώσανε εκείνη την Κυριακή στη μικρή καθολική εκκλησία της Santa Famiglia, που τους επέβαλε να μείνουν για πάντα μαζί. Αυτός ο όρκος τώρα πια έχει γίνει θηλιά γύρω από το λαιμό τους. Ένας λυγμός πιέζει το στήθος της, κάνοντάς την να θέλει να κλάψει. Διστάζει όμως μπροστά σε μία ξένη γυναίκα. Τον τελευταίο καιρό νιώθει πολύ ευάλωτη. Καταλαβαίνει ότι έχει αρχίσει να γίνεται γραφική απέναντι στους λιγοστούς ανθρώπους που γνωρίζει στην πόλη. Στα γράμματα που κατά καιρούς αναγκάζεται να στέλνει στους δικούς της δεν εξομολογείται την αλήθεια για το γάμο της. Τρομάζει στη σκέψη ότι θα τους απογοητεύσει. Γνωρίζει πως και κείνοι έχουν καθημερινά να παλέψουν με τα δικά τους προβλήματα. Οι φράσεις που χρησιμοποιεί μιλώντας στην καλεσμένη της είναι προσεκτικά διαλεγμένες, αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς. Δε θέλει από τις περιγραφές της να την τρομάξει. Άλλωστε ελπίζει σε μία νέα φιλία. Τις δύο αυτές γυναίκες τις ενώνει η κοινή μεσογειακή καταγωγή τους. Η Σοφία έχει ακούσει καλά λόγια για την Ελλάδα. Πολλοί νεαροί άντρες από τα μέρη της υπηρέτησαν ως στρατιώτες στα Δωδεκάνησα, τα οποία βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή για πολλά χρόνια.
Όλη αυτή την ώρα η Μαρουσώ ακούει μ’ ενδιαφέρον και συμπάθεια τη Σοφία, η οποία καταλαβαίνει ότι πρέπει να την αφήσει, αν και κείνη το θέλει, να μιλήσει για τον εαυτό της. Πράγματι, η νεαρή Καλύμνια αρχίζει να της περιγράφει στιγμές από τη ζωή της στο νησί. Μιλάει για την οικογένειά της. Για τ’ αδέρφια της, που όπως και κείνη, ξενιτεύτηκαν σε άλλους τόπους, αφήνοντας μόνους τους γονείς τους. Τον πατέρα της, που λόγω ενός ατυχήματος άλλαξε η ζωή του, κάνοντάς τον ν’ αδιαφορεί για ότι συνέβαινε γύρω του. Εκείνη, όπως τόσες άλλες κοπέλες από το φτωχό Νότο της Ευρώπης, πήρε την απόφαση να φύγει μακριά με σκοπό να παντρευτεί, νομίζοντας ότι η δική της ιστορία θα είναι διαφορετική. Από μικρή δεν πίστευε στα παραμύθια. Η μάνα της σ’ αυτήν και τις αδερφές της δε διηγούνταν τέτοιες ιστορίες. Αντίθετα μάλιστα, ήταν παράδειγμα για τις κόρες της, αφού δούλευε σκληρά κάθε μέρα για να φέρει το δικό της οικονομικό μερίδιο στο σπίτι. Όταν ο άντρας της έπαθε το ατύχημα, εκείνη ανέλαβε εξολοκλήρου τα έξοδα της οικογένειας δίχως ποτέ να παραπονεθεί. Θυμάται τη στιγμή που τους ανακοινώσε την απόφαση της να φύγει για τη Νέα Υόρκη, η μάνα της τής έδωσε την ευχή της χωρίς καμία άλλη κουβέντα, ενώ ο πατέρας της απλά αδιαφόρησε. Ίσως γιατί μέσα του είχε καταλάβει από καιρό ότι κάποια στιγμή θα μείνουν μόνοι τους.
Ασυναίσθητα στρέφει το βλέμμα της στο παράθυρο, ενώ το μυαλό της ταξιδεύει ακόμα στην ξεθωριασμένη εικόνα του νησιού της. Είχε αποφασίσει πως ό,τι κι αν της συνέβαινε δε θα γύριζε ποτέ πίσω. Ήταν πεισματάρα και δε δεχόταν να τη λυπούνται. Εξάλλου, αυτή η πόλη της φαίνεται ότι ακόμα και στις γυναίκες δίνει ευκαιρίες με σκοπό να πετύχουν. Η Σοφία ακούγοντάς την τη θαύμασε. Αντίκριζε μπροστά της μία γυναίκα που είχε ανάγκη από σύντροφο και όχι από προστάτη όπως εκείνη. Κάπως έτσι άλλωστε έβλεπε τώρα το Φραντζέσκο, γι’ αυτό τον ζήλευε και δεν τον εμπιστευόταν. Μοιρολατρούσε χωρίς να κάνει τίποτα για ν’ αλλάξει τη ζωή τους. Σαν γνήσια καθολική παρακαλούσε το θεό και τους αγίους να τη βοηθήσουν. Τα λόγια όμως που άκουσε από την απρόσκλητη επισκέπτρια της, διαπέρασαν το μυαλό της σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Τις εξομολογήσεις τους διέκοψαν τα παιδιά, τα οποία πεινούσαν. Η Σοφία της ζήτησε να μείνει μαζί τους για φαγητό, θα μαγείρευε για όλους ζυμαρικά. Όταν σηκώθηκαν από το τραπέζι, η Μαρουσώ αφού τους ευχαρίστησε κατευθύνθηκε προς το διαμέρισμά της. Ήθελε κι αυτή να μαγειρέψει στον αδερφό της και το φίλο του σπιτικό φαγητό εμπνευσμένο από την πατρίδα. Ανυπομονούσε όμως να συναντήσει τον Ardal και για ένα ακόμα λόγο. Να του εκφράσει τις πιο μειλίχιες σκέψεις για την κοινή ζωή τους. Μίας ζωής που δε θα τη βάραιναν μελοδραματικές ιστορίες, όπως εκείνες που μόλις είχε ακούσει από τη Σοφία, όπου ο ένας είχε μεταμορφωθεί για τον άλλο σε δυνάστη, γκρεμίζοντας μέρα με τη μέρα ότι ποιο όμορφο είχαν προσπαθήσει να χτίσουν στο παρελθόν.