του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Σ’ έναν απ’ τους μοναχικούς νυχτερινούς περιπάτους μου συνάντησα κάποτε ένα παιδί.
Πρέπει να ερχόταν από μακριά.
Φαινόταν ταλαιπωρημένο κι αδύναμο.
– Από που έρχεσαι; το ρώτησα.
– Από την κοινωνία της ζούγκλας! μου απάντησε.
– Και πού βρίσκεται αυτός ο τόπος;
– Από εκεί ερχόμαστε όλοι μας.
Δεν τον ξέρεις; μου είπε με μία πνιχτή φωνή.
– Μιλάς αινιγματικά και δε σε καταλαβαίνω.
– Τι τα θες, οι πολλές λέξεις αποφλοιώνουν τον πραγματικό χρόνο όταν παζαρεύουν την ανθρώπινη μοίρα κι εγώ έπαψα από καιρό να συναινώ στην αργοπορία της σκέψης.
– Τι θες να πεις;
– Θέλω να πω πως η ζωή γίνεται μικρή όταν σπαταλιέται στα μη αναγκαία.
– Δε θα διαφωνήσω μαζί σου.
Ωστόσο κάνεις πολύ βαθυστόχαστες σκέψεις για την ηλικία σου.
– Ίσως επειδή συνδιαλέχτηκα αρκετά με τον θάνατο.
– Ναι, ναι έχεις δίκιο, του απάντησα χωρίς να δώσω συνέχεια.
Το ίδιο κι εγώ.
Θέλω να πω έχω πάψει να σκέφτομαι όταν γράφω.
Κυρίως όταν γράφω ποιήματα.
– Γράφεις ποιήματα; με ρώτησε έκπληκτο.
– Όχι συχνά.
Κυρίως όταν αναζητώ ένα ξέφωτο στα σκοτεινά μονοπάτια της ύπαρξης.
Μάλιστα μόλις σε είδα μού ήρθε στο μυαλό μία φράση σχεδόν από το πουθενά.
Στον νέο αιώνα μας, σκέφτηκα, από τις εκβολές των ανιακών και των μανιακών περάσαμε στους ωκεανούς των αμνών και των εριφίων.
Εντούτοις λένε πως τα πάντα βρίσκονται σε αλληλουχία.
Δηλαδή ίσως όλα και να συνδέονται μεταξύ τους.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Δε νομίζεις;
– Θες να πεις πως από κάπου δέχτηκες κάποιο ερέθισμα για να το σκεφτείς.
Και ότι μάλλον αυτό το «κάπου» θα πρέπει να είμαι εγώ.
– Έτσι ακριβώς!
Εσύ τι λες;
– Μα δεν βλέπεις πως αυτή τη στιγμή μιλάς σ’ ένα ερίφιο;
Σε μία αναλώσιμη σάρκα που έγινε εμπόρευμα για το χρήμα;
Σ’ ένα ακόμα διαμάντι που κωλύθηκε επάνω στο στέμμα των μανιακών;
– Και τι αναζητάς εδώ τέτοια ώρα;
– Αναζητώ μία προσευχή ή έστω ένα ποίημα που να εξευμενίσει τον θάνατο λίγο πριν την Ανάσταση.
Σταθήκαμε κι οι δυο σιωπηλοί.
Θαρρώ πως ήταν Μεγάλο Σάββατο.
Ύστερα κοιτάξαμε τον απέραντο έναστρο ουρανό.
– Γιατί η Ανάσταση να έρχεται πάντα από ψηλά; αναρωτήθηκε το μικρό παιδί μέσα απ’ τα δόντια.
Και η ώρα, σχεδόν στάσιμη, σαν βαριά πέτρα πάνω στις πλάτες μας -αφού ως γνωστόν κυλάει αργά για κείνους που βιάζονται-, δεν έλεγε να περάσει.