του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Ο Άντελ καθισμένος κάτω από τον κορμό μιας ελιάς, στην πλαγιά ενός λόφου, ατένιζε τον γκρι ουρανό, που είχε πάρει ήδη να σκοτεινιάζει. Ο άνθρωπος έρχεται και φεύγει δίχως να το καταλάβει μέσα στη νύχτα, σιγοψιθύρισε, κλείνοντας μηχανικά το σημειωματάριο του. Σ’ αυτά τα ελάχιστα φύλλα χαρτιού είχε αποτυπώσει όλη του τη ζωή, τις μύχιες εξομολογήσεις του, τα σημάδια μιας εποχής περασμένης που έφυγε και την ελπίδα μιας νέας που πίστευε πως κάποτε θα ‘ρθει. Όμως παρά τους νεκρούς του, που συνωστίζονταν ο ένας μετά τον άλλον στις κιτρινισμένες από τον χρόνο σελίδες του, είχε αρκετό περιθώριο ακόμα για όνειρα, κι ας ακροβατούσαν ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Περισσότερο όμως είχε χώρο για κείνη, καθώς συνεχίζουν και τώρα να σφίγγουν δυνατά ο ένας το χέρι του άλλου, όπως και τότε που οι οβίδες σφύριζαν πάνω από τα χαραγμένα από τον εμφύλιο πρόσωπα τους.
Η γυναίκα του, η Ντενίζ, ήταν πάντα γι’ αυτόν ένα λιμάνι ήρεμο και γαλήνιο, στο οποίο εκμυστηρεύονταν όλες τις τρικυμίες και τα αχ της ζωής του. Μα κυρίως ήταν η Μούσα του, που τον συμπαραστέκονταν σε όλες τις δυσκολίες και του έδινε δύναμη να συνεχίσει να γράφει. Εξάλλου και οι δύο τους θεωρούσαν πως στις μέρες τους η ποίηση είναι ένας σχεδόν ακίνδυνος και λυτρωτικός τρόπος έκφρασης κι ελευθερίας, αλλά κι αγάπης για τη ζωή. Ωστόσο απέναντι σ’ ένα καθεστώς συνεχούς λογοκρισίας κάθε μορφή τέχνης θεωρούνταν ύποπτη. Για τον λόγο αυτό τα κείμενά του τα εμπιστευόταν μόνο σε καρδιακούς φίλους και συγγενείς. Τα οποία κι απήγγειλε συχνά όταν μαζευόντουσαν στο σπίτι τις ημέρες των εορτών. Η γυναίκα του, που ήταν η μεγαλύτερη θαυμάστριά του, λάτρευε κάθε του ποίημα. Μέσα από τη θλίψη, την παρρησία για τον συνάνθρωπο, μα κυρίως την ειλικρίνειά και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, αντλούσε δύναμη για ζωή. Πολλές φορές μάλιστα τον προέτρεπε να τα δημοσιεύσουν. Έτσι, το ζευγάρι αποφάσισε κάποια στιγμή να επισκεφτεί τον φίλο τους, τον Χάκαν, που διατηρούσε ένα υπόγειο τυπογραφείο στην άκρη της πόλης. Αυτός τους επισήμανε ότι οι καιροί ήταν δύσκολοι και πως θα έκανε ότι περνούσε απ’ το χέρι του. Εντούτοις τυχαία μετά από μία βδομάδα μάθανε πως εκείνο κιόλας το βράδυ άντρες της κρατικής ασφάλειας έκαναν αιφνιδιαστική έφοδο στο τυπογραφείο και κατάσχεσαν ότι υπήρχε, ενώ ο εκδότης βρισκόταν ήδη στη φυλακή, καθώς βρέθηκαν κλειδωμένες σ’ ένα συρτάρι κάποιες αντικαθεστωτικές προκηρύξεις.
Περάσαν ήδη δέκα χρόνια από τότε. Εδώ κι ένα μήνα έχει επανέλθει η δημοκρατία στη χώρα. Ο Άντελ, όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα, έχοντας παραμάσχαλα ένα βιβλίο κατέβαινε και πάλι αργά το απόγευμα την πλαγιά του λόφου. Μόνο που αυτή τη φορά τον περίμενε μία έκπληξη. Στην εξώπορτα του σπιτιού στεκόταν η γυναίκα του μαζί μ’ έναν άντρα. Ήταν ο αγαπημένος τους φίλος, ο Χάκαν, ο οποίος κρατούσε έναν σκληρόδετο γαλάζιο τόμο στα χέρια του, που είχε ως τίτλο με μεγάλα λευκά γράμματα «Ποιήματα κάπου ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, του Άντελ Νάσαντ». Εκείνος σάστισε. Ωστόσο ο εκδότης τού απάντησε πως είχε φροντίσει να δημιουργήσει αμέσως ένα αντίγραφο και να το κρύψει καλά, πριν τον συλλάβουν και κατασχέσουν τα πάντα.
Όταν ο μεσήλικας άντρας ξύπνησε νωρίς το πρωί θυμήθηκε τ’ όνειρο που είδε το προηγούμενο βράδυ στον ύπνο του. Κοίταξε θλιμμένα επάνω στο τραπέζι τη φωτογραφία του Χάκαν. Την είχαν βγάλει οι τρεις τους αρκετό καιρό πριν τον συλλάβουν. Δυστυχώς αργότερα μάθανε πως είχε τουφεκιστεί την επόμενη μέρα, λίγο πριν την αυγή. Εκείνη τη στιγμή ένας θόρυβος τον έκανε να στρέψει το βλέμμα του προς το χολ. Η γυναίκα του δίπλα στην πόρτα κρατούσε ένα δέμα. Δεν έγραφε επάνω τ’ όνομα του αποστολέα. Το άνοιξαν αργά. Ήταν το ίδιο ακριβώς σκληρόδετο γαλάζιο βιβλίο που είχε δει το βράδυ στον ύπνο του. Επάνω είχε κολλημένη μία κάρτα «Να θυμάστε πως η ζωή βαραίνει πιότερο απ’ τον θάνατο. Ο παντοτινός σας φίλος Χάκαν».