της Γιώτας Αγαπητού
Το σκοτάδι έχει απλωθεί στην πόλη. Τα φώτα, σαν μικρά φαναράκια, φέγγουν σε κάθε γωνιά της. Το ψιλόβροχο, παρέα με το κρύο, ήδη από την προηγούμενη μέρα, στροβιλίζονται ρυθμικά στην ατμόσφαιρα. Όπου κι αν κοιτάξεις γύρω σου όλα θυμίζουν φθινόπωρο. Επιτέλους μετά από χρόνια η φύση βρίσκει ξανά τη χαμένη της μνήμη. Οι εποχές εναλλάσσονται και πάλι αρμονικά, συνεχίζοντας τον αέναο χορό τους μέσα στον χρόνο.
Αχ αυτή η φύση! Όσο κι αν ο άνθρωπος προσπάθησε να την καταστρέψει, εκείνη του απέδειξε για μία ακόμα φορά ότι έχει μάθει ν’ αναγεννάται σαν φοίνικας μέσα απ’ τις στάχτες της, πηγαίνοντας κόντρα σε όσους ποντάρουν στην καταστροφή της. Πολλοί ήταν αυτοί που έπαιξαν στα χαρτιά τον αφανισμό της. Στα πρώτα λεπτά της παρτίδας όλα έδειχναν πως το παιχνίδι γυρνούσε προς την πλευρά τους. Ίσως γιατί είχαν σημαδέψει την τράπουλα και τα στοιχήματα έπεφταν βροχή με το μέρος τους. Το κοινό έχοντας κομμένη την ανάσα παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα. Άλλωστε είχε εκπαιδευτεί ήδη απ’ το μακρινό παρελθόν να ζει με τον φόβο, τον οποίο έσπερναν οι κάθε λογής ειδήμονες στο χέρσο χωράφι τού μυαλού του, βροντοφωνάζοντας επιδεικτικά ότι ενδιαφέρονται τάχα για το καλό του όχλου που ονόμαζαν ανθρωπότητα. Είναι οι θεατές μιας παράστασης, όπου οι συντελεστές πάντα παίζουν με τα πιο βαθιά και πρωτόγονα συναισθήματά του.
Ένας άντρας σχεδόν ηλικιωμένος στέκεται στο παράθυρο, κοιτάζοντας τη βροχή που χτυπάει ρυθμικά πάνω στο τζάμι, όπως οι δείκτες του ρολογιού. Όλη αυτή η μουντή ατμόσφαιρα τον οδηγεί ασυναίσθητα πίσω στο χωριό του στην Ελλάδα, όπου εκεί έζησε κάποτε, όταν ήταν ακόμα παιδί. Θυμάται τη γιαγιά του, την Μελπομένη. Μια ευαίσθητη γυναίκα, που λάτρευε να παρατηρεί τον κόσμο κι αφού τον μετέφραζε με της δικές της λέξεις, τον έκανε παραμύθι, που μετά το αφηγούνταν στο εγγόνι της. Οι γονείς του εργάζονταν σκληρά για να επιβιώσουν στην εποχή της μεταπολίτευσης. Έτσι, η γιαγιά κι ο παππούς αναγκάστηκαν να επωμιστούν τον δύσκολο ρόλο να μεγαλώσουν τον Πέτρο, που είχε πάρει και τ’ όνομα του παππού του. Εκείνος, ήταν ένας άντρας που είχε περάσει πολλά στη ζωή του. Σε πείσμα των καιρών αποφάσισε να μην ακολουθήσει τον δύσβατο δρόμο της μετανάστευσης, αλλά αυτόν που απαιτούσε να ριζώσει στην πατρίδα και να πολεμήσει με όλες του τις δυνάμεις για να επιβιώσει. Στον τόπο, όπου και γεννήθηκε, ασχολήθηκε κυρίως με τη γεωργία, καθώς είχε μερικά στρέμματα χωράφια και λίγα ζώα. Με αυτά μπόρεσε να ζήσει την οικογένειά του, στην οποία έμαθε ότι πρέπει να προστατεύει τη γη που τους θρέφει. Την εποχή της σποράς και του θέρους, τον ακολουθούσε για να του δώσει χέρι βοήθειας η γυναίκα του. Οι δυο τους αγαπούσαν τη γη και τη σέβονταν. Στην Μελπομένη άρεσε ν’ αποκαλεί τη φύση δασκάλα. Γιατί, όπως συχνά έλεγε, συμπεριφερόταν δίκαια απέναντι στους καλούς μαθητές της. Ήταν όμως και τιμωρός με όσους τολμούσαν να τη βλάψουν. Γι’ αυτό σχεδόν όλα τα παραμύθια που διηγούνταν στο μικρό παιδί είχαν ως θέμα τη γη και τις ιδιότητές της. Εκείνο, μαγεμένο από τις ιστορίες αυτές, τις αποτύπωνε βαθιά στην ψυχή του.
Τα χρόνια γρήγορα πέρασαν. Το αγόρι μεγάλωσε κι όσο κι αν τον στεναχωρούσε, θα έπρεπε κάποια στιγμή να φύγει απ’ το χωριό για να πάει να σπουδάσει. Έτσι, ακολούθησε τ’ όνειρο του, που ήταν η ενασχόλησή με τους αριθμούς και τις μαθηματικές πράξεις. Μέσα από παρέες γνώρισε όμως τον τζόγο, συνειδητοποιώντας γρήγορα ότι αυτό ήταν κάτι που τον εξίταρε. Όχι βέβαια ως χόμπι ή ως εξάρτηση, αλλά καθαρά ως επάγγελμα. Γιατί συνδύαζε τα μαθηματικά, την μεθοδολογία των κινήσεων και την ψυχολογία του αντιπάλου. Στους παππούδες του δεν ανέφερε ποτέ πραγματικά ποια ήταν η δουλειά του, για να μην τους στεναχωρήσει. Αν και βαθιά μέσα του πίστευε ότι κάτι είχαν καταλάβει. Όταν τους επισκέπτονταν στο χωριό γινόταν και πάλι το μικρό παιδί που ασχολούνταν με τη φύση, ακούγοντας ιστορίες για κείνη από την ανήμπορη πια γιαγιά Μελπομένη. Η ηλικιωμένη γυναίκα μέχρι το τέλος της ζωής της δεν έπαψε ποτέ ν’ φροντίζει τη γη. Χαιρόταν με τις εναλλαγές των εποχών. Το αφράτο χιόνι, η ανοιξιάτικη μπόρα και τα πανύψηλα ξανθιά στάχια, που μεγαλώνουν κάτω από τον ζεστό ήλιο του καλοκαιριού, ήταν ένα συνεχές θαύμα για κείνη. Η γυναίκα αυτή στα μάτια των δικών της ανθρώπων φάνταζε σαν ξωτικό, που είχε γεννηθεί για να υπηρετεί και να προστατεύει τη Θεά Φύση.
Ο Πέτρος πάλευε με όποιο τρόπο μπορούσε να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο για την καταστροφή του πλανήτη. Όλες αυτές οι κινήσεις που έκανε ήταν αφιερωμένες στους παππούδες του, καθώς αισθανόταν ότι σ’ αυτούς όφειλε τα πάντα. Κατά καιρούς, πολλές δήθεν οικολογικές οργανώσεις προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Αφού εκείνος ποτέ του δεν πείστηκε για τις αγνές τους προθέσεις. Θεωρούσε μάλιστα ότι οι τζογαδόροι είναι πιο ντόμπροι κι έντιμοι απ’ όλους αυτούς τους σωτήρες που διαχειρίζονται τεράστιους πακτωλούς χρημάτων. Σκεφτόταν πως αν έπρεπε να παίξει μαζί τους μια παρτίδα πόκερ, εκείνοι σίγουρα θα είχαν σημαδέψει την τράπουλα. Άλλωστε δεν πίστευε σ’ αυτόκλητους μεσσίες, που υπεράσπιζαν με στόμφο την προστασία της φύσης, επενδύοντας επάνω στην άγνοια και τον πανικό των ανθρώπων.
Ευτυχώς η καημένη η Μελπομένη είχε προλάβει να πεθάνει και να μη ζήσει όλα αυτά που συνέβαιναν στην αγαπημένη της γη. Ο Πέτρος βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, όταν έμαθε ότι η γιαγιά του είχε ταξιδέψει για να ενωθεί αιώνια με τη Μεγάλη Μητέρα που λάτρευε. Εξάλλου εκείνη δεν αποχωριζόταν έτσι εύκολα το χωριό της, στο οποίο γεννήθηκε, μεγάλωσε και βίωσε όμορφες, αλλά και δύσκολες στιγμές. Ήταν ο μικρός της επίγειος παράδεισος. Ένας κόσμος όπου η φύση αποκαλύπτονταν στον άνθρωπο σε όλο της το μεγαλείο.
Όταν είχε πια καταλάβει ότι κόντευε η μεγάλη ώρα της επανασύνδεσής της με την αρχέγονη φύτρα του κόσμου, ζήτησε από τους οικείους της να προσπεράσουν κάθε ανούσια και φλύαρη θρησκευτική τελετουργία και να τη θάψουν στις ρίζες της αιωνόβιας ελιάς που βρισκόταν μπροστά στην αυλή της. Ήθελε να ενωθεί και πάλι μαζί της, μετά απ’ αυτό το σύντομο ταξίδι της ζωής. Ο Πέτρος, παρ’ όλες τις ενστάσεις των γονιών του, πραγματοποίησε την ύστατη επιθυμία της, που ήταν ίδια με κείνη του αγαπημένου της συνοδοιπόρου, τον οποίο δυστυχώς είχε χάσει πριν ένα χρόνο.
Ένας σχεδόν ηλικιωμένος άντρας, απορροφημένος στις σκέψεις του, συνεχίζει να κοιτάει ασυναίσθητα τη δυνατή βροχή που πέφτει εδώ και ώρες πάνω στο τζάμι του παραθύρου. Σε λίγο θα πρέπει να φύγει από το διαμέρισμά του για να πάει στο καζίνο, όπου θα δώσει τον τελευταίο αγώνα πόκερ στην καριέρα του. Το παιχνίδι αυτό είναι αφιερωμένο σε δύο γυναίκες σύμβολα για κείνον. Τη γιαγιά Μελπομένη και την Μεγάλη Μητέρα, την Φύση.