του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Η ιστορική περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την υπονόμευση και ισοπέδωση των εθνικών κρατών, με τη μετατροπή τους σε προτεκτοράτα ή εκτελεστικά όργανα της Νέας Τάξης, υπό την ηγεσία του κράτους των ΗΠΑ. Αυτή η εξέλιξη διαφοροποιεί τις πολιτικές και ιδεολογικές σταθερές που διαμορφώθηκαν κατά το παρελθόν. Κυρίως στις αρχές του προηγούμενο αιώνα, ο οποίος σημαδεύτηκε από δύο παγκόσμιους ανθρωποφαγικούς πολέμους, με κύρια αιτία τα επεκτατικά συμφέροντα του εθνικού ιμπεριαλισμού.
Ωστόσο, η Νέα Τάξη, υπό την καθοδήγηση έως πρότινος των Δημοκρατικών και της ΕΕ, άρχισε να προωθεί τη γραμμή της πολυπολιτισμικότητας, των ανοιχτών συνόρων και των ατομικών δικαιωμάτων. Ο ατομισμός γίνεται η απόλυτη θεότητα που κατατρώει τις σάρκες της συλλογικότητας. Τα πάντα, ακόμη κι εντός των εθνών ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού. Η οργανικότητα και η ταυτότητα ως παράδοση και ως ιστορική μνήμη εξανεμίζονται. Τη θέση τους σιγά σιγά παίρνουν Ευρωπαϊκοί και παγκόσμιοι οργανισμοί, μα και προγράμματα που καθορίζουν ως άλλα εκτελεστικά όργανα εξουσίας τη γενικότερη πολιτική των κρατών. Από την άλλη, η εξέλιξη της τεχνολογίας και η αποθέωση της ψηφιακής κοινωνίας, υποκαθιστά το ανθρώπινο βίωμα με την εικόνα, με αποτέλεσμα την απομόνωση των ανθρώπων και την προώθηση άχρηστων αναγκών. Ήδη από το 1967 ο Γάλλος διανοητής Γκυ Ντεμπόρ -ένας ακόμα μετά θάνατον αναγνωρισμένος φιλόσοφος-, στο μανιφέστο του «Η Κοινωνία του Θεάματος» είχε επισημάνει πως το θέαμα ως όργανο μίας ψευδούς ενοποίησης χρησιμοποιεί τις εικόνες για να καθορίσει τις ανάγκες των ανθρώπων, αντικαθιστώντας το ζειν απ’ το έχειν. Ωστόσο αν και όλοι ποθούμε το ίδιο, εκτός κι αν νιώθουμε αυτάρκεις, στο τέλος καταναλώνουμε διαφορετικά, δηλαδή ανάλογα με την τσέπη μας.
Καθώς, λοιπόν, τα κοινωνικά και συλλογικά ή ταξικά κινήματα αποδομούνται από υπερταξικούς οργανισμούς, δίνοντας τη θέση τους στο εικονικό άτομο και την ακραία αποδέσμευσή του απ’ όλες τις προγενέστερες παραδοσιακές αρχές και αξίες που γνωρίζαμε έως πρότινος, όπως της οικογένειας, του βιολογικού φύλου, της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας κλπ., αλλά και διάφοροι οργανισμοί ή ΜΚΟ, χρηματοδοτούνται από ξένα κέντρα, προωθώντας προγράμματα που σχετίζονται με την πολιτική DEI (Διαφορετικότητα, Ισότητα και Ενσωμάτωση), μέσα στις κοινωνίες ως αντίβαρο αρχίζουν ν’ εκκολάπτονται και ν’ αναδύονται υπερσυντηρητικές δυνάμεις αντίστασης.
Οι κοινωνίες που βλέπουν την παγκοσμιοποίηση ως το απόλυτο κτήνος αλλοίωσης των συνειδήσεων τους γαντζώνονται από λαϊκιστές, οι οποίοι ανάγονται σε τιμητές και κήνσορες των παραδοσιακών αξιών. Στην Αμερική κάνει ξανά την εμφάνισή του, αρκετά ισχυρότερος από πριν, ο μερκαντιλιστής Τραμπ νούμερο δύο. Ενώ στην Ευρώπη ακροδεξιοί πολιτικοί όπως η Λεπέν, ο Όρμπαν, ο Φάρατζ, η Μελόνι, η Βάιντελ, εκμεταλλευόμενοι τούς φόβους των πολιτών, σύμφωνα με τη βαθμίδα ιεράρχησης αναγκών (γνωστή και ως Πυραμίδα αναγκών του Μάσλοου) αυτοανακηρύσσονται εθνικοί θεματοφύλακες και προσδένονται πίσω από το άρμα των ΗΠΑ με τις ευλογίες των ρεπουμπλικάνων.
Εδώ σε μας που πάντα οι πατριδέμποροι πλεονάζανε, καθώς δεν μπορούσαμε να τούς εξάγουμε, παρέμειναν στοκ ώστε να μας θυμίζουν, πέραν της μεγάλης ιδέας, παλιές καλές παροιμίες, όπως «ψωμί κι ελιά και Κώτσο Βασιλιά» ή να μας κάνουν πατριδογνωσία, ξεθάβοντας μύθους από το Βυζάντιο, ώστε να ενισχύονται κυρίως οι ψευδαισθήσεις των αγνών Ελλήνων πατριωτών. Εξάλλου όπως έλεγε και ο Τζωρτζ Όργουελ «Εθνικισμός -και όχι εθνισμός που έχει να κάνει με τη συνέχεια της παράδοσης-, είναι δίψα για εξουσία ενισχυμένη από αυταπάτες». Μετά τη νίκη των ρεπουμπλικάνων, λοιπόν, αναδυόμενοι μνηστήρες, όπως ο Βελόπουλος, ο Νατσιός και αρκετοί άλλοι, μετά τις υπεργήινες ευλογίες του Αγίου Όρους, επιδιώκουν και τις ευλογίες της κυβέρνησης Τραμπ. Ωστόσο στη στροφή τους προλαβαίνει μία καλή νεράιδα, η Αφροδίτη Λατινοπούλου κι ένας έκπτωτος άγγελος, ο Πάνος Καμμένος, που ένας θεός ξέρει πως κλήθηκαν στην ορκωμοσία της αμερικανικής κυβέρνησης. Ίνα πληρωθή το ρηθέν του Κυρίου δια του ευαγγελιστού Ματθαίου: «Οι έσχατοι έσονται πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι».
Μέσα σε όλο αυτό το εθνικό αλαλούμ, το δουλικό προς τα έξω και τυραννικό προς τα μέσα νεοελληνικό κράτος -ο θεός να το κάνει-, καθώς κατάφερε ν’ αδυνατίσει την άμυνα της χώρας προκειμένου να βοηθήσει με κάθε τρόπο την Ουκρανία χωρίς εθνικά ανταλλάγματα, ίσως προσμένοντας βοήθεια από τους ορεινούς καταδρομείς του Λουξεμβούργου σε επικείμενη απειλή απ’ τους Τούρκους, ξέχασε να θέσει ακόμη και την απαραίτητη ρήτρα για την αποφυγή πώλησης πυραύλων Meteor στους προαιώνιους εχθρούς μας, μετά την αγορά των Rafale από τους συμμάχους μας. Ωστόσο δε λησμόνησε να δεχθεί ως νέο Γ.Γ. του ΟΑΣΕ τον εκφραστή του βαθέως κράτους της Τουρκίας Φεριντούν Σινιρλίογλου.
Πέραν όμως όλων αυτών, δυστυχώς η σωστή πλευρά της ιστορίας οδήγησε τη χώρα σ’ αδιέξοδο, καθώς με την αλλαγή της σκυτάλης στις ΗΠΑ και την αποκατάσταση των διαταραγμένων σχέσεων Ρωσίας-Αμερικής, η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε στο περιθώριο των εξελίξεων. Το νεοσυντηρητικό ρεπουμπλικανικό καθεστώς υποσχόμενο τη λήξη των δύο πολέμων, αποφάσισε εντελώς κυνικά να εισπράξει τον λογαριασμό, δηλαδή τις σπάνιες γαίες της Ουκρανίας, αδιαφορώντας για την τεράστια θυσία του ουκρανικού λαού. Από την άλλη, έκρινε πως η Γάζα θα πρέπει επιτέλους να μετατραπεί σε πολυτελές τουριστικό θέρετρο, εκτοπίζοντας χιλιάδες παλαιστίνιους απ’ τα εδάφη τους. Η δε αριστερά στην Ελλάδα, διασπασμένη και με ανύπαρκτο πολιτικό λόγο, έχει μετατραπεί σε απλό παρατηρητή και οικότροφο του συστήματος. Έτσι, αδύναμη ν’ ακολουθήσει τα νέα προτάγματα, καθώς στο παρελθόν πολέμησε την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό, αλλά και τον φασισμό στις χώρες όπου αναδύονταν, έχει μεταβληθεί σε θλιβερό ουραγό των εξελίξεων, φωτογραφίζοντας τα οπίσθια των οργουελικής εποχής. Καταγγέλλει δήθεν τη Νέα Τάξη, ενώ στην ουσία λειτουργεί ως άλλοθί της. Η πολιτική των ανοιχτών συνόρων και κατά συνέπεια της φθηνής εργασίας, την οποία έχει υιοθετήσει, στη χώρα με τους χαμηλότερους μισθούς στην ΕΕ, στην πραγματικότητα ρίχνει νερό στον μύλο των αγορών, ενώ από την άλλη τ’ ατομικά δικαιώματα για τα οποία κόπτεται, έχουν υποκαταστήσει τη δυναμική των συλλογικών αγώνων απέναντι στο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο.
Δυστυχώς οι κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων είναι κυβερνήσεις χαμηλών αναγκών. Ακόμη όμως και σε αυτό το κομμάτι διακυβέρνησης είναι κακοί, πολύ κακοί και γι’ αυτό τολμούμε να μιλάμε για νανοποίηση της πολιτικής ζωής. Θα πρέπει λοιπόν κάποια στιγμή να προτάξουμε μία άλλη πολιτική, να σταματήσουμε πια να είμαστε νεροκουβαλητές των νεοταξικών σχεδιασμών μέσω της στήριξης των κομμάτων και από απλοί παρατηρητές να γίνουμε ως κοινωνία θεσμικοί εταίροι και ελεγκτές τους. Σ’ έναν κόσμο πραγματικά δημοκρατικό, δίχως ταμπέλες, που θα μας καλεί να δημιουργήσουμε οι ίδιοι τη μοίρα μας.