της Γιώτας Αγαπητού
«Κάθε οδυνηρός δρόμος έχει σταθμούς». Το είχε γράψει κάποτε ο Μ. Καραγάτσης στον Γιούγκερμαν. Μία από τις πολλές φράσεις που ταιριάζουν απόλυτα σε τούτο δω τον ου-τόπο, τον οποίο στα έργα του αναζητά επίμονα κι ο μεγάλος Έλληνας σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Παρόλα αυτά το παρελθόν του είναι γεμάτο ηρωικές στιγμές, βαμμένες από το αίμα απλών ανθρώπων. Ο εικοστός πρώτος αιώνας, που ήδη διανύουμε την τρίτη δεκαετία του, από πολύ νωρίς έδειξε σημάδια ότι θα χάραζε τη δική του θλιβερή ιστορία σε μία χώρα που έχει χάσει τον δρόμο της πραγματικής της ταυτότητας. Μνημόνια, Τράπεζα Marfin, Μάτι, Μάνδρα Αττικής, Πανδημία, υποχρεωτικότητες, φονική πλημμύρα στη Θεσσαλία, ναυάγια μεταναστών, πυρκαγιές, Τέμπη. Όλα αυτά καταδεικνύουν την οδυνηρή και καθοδική της πορεία. Ένας μακρύς και δυσβάσταχτος κατάλογος σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Κανείς όμως τώρα πια δεν τολμάει να προβλέψει πόσο ακόμα θα μεγαλώνει η λίστα αυτή, που δυστυχώς σημάδεψε βαθιά τούτη την κοινωνία. Κάθε ένας από αυτούς είναι κι ένας σταθμός, που με τον δικό του απάνθρωπο και σκληρό τρόπο μάς δίδαξε ότι θα έπρεπε να υπομένουμε καρτερικά τα όσα θα συναντούσαμε στη διαδρομή μας. Τούτος ο λαός μοιάζει με περιπλανώμενο οδοιπόρο που ταξιδεύει χωρίς προορισμό μέσα στον χρόνο, με το ένα μάτι στη Δύση και το άλλο στην Ανατολή, αναζητώντας τις ρίζες του και μαζί ένα νόημα που θα τον βοηθήσει να ξαναβρεί την περπατησιά του. Άλλωστε έτσι έμαθε να επιβιώνει από γεννήσεως νεοελληνικού κράτους, θυμίζοντας πληγωμένο ζώο που γλύφει τα τραύματά του κρυφά απ’ τους άλλους για να μη θιχτεί η πανάρχαια περηφάνια του. Με το πέρασμα του καιρού οι αξίες και τα προτάγματα των προγόνων άρχισαν σιγά σιγά να σβήνουν από τη μνήμη των κυττάρων του, θυμίζοντας τον παλιό μαυροπίνακα που πάνω του γράφανε με κιμωλία τις ώρες των δρομολογίων στους σταθμούς των τρένων. Τώρα ετούτος ο τόπος παλεύει να επιβιώσει όπως μπορεί, κουβαλώντας άδειες βαλίτσες, στις οποίες απέμειναν μόνο τ’ απολύτως απαραίτητα προσωπικά είδη. Συνήθισε βλέπεις αυτός ο λαός ν’ αντιδρά σπασμωδικά κι αυθόρμητα στη χαρά και στη λύπη, πριν γυρίσει και πάλι σε μία ρουτίνα που του δεσμεύει όλη του την ενέργεια, θεωρώντας πως έτσι έπραξε με παρρησία το καθήκον του ως ενεργός πολίτης και ως συνάνθρωπος.
Ανατρέχοντας και πάλι στο υπέροχο κείμενο του Μ. Καραγάτση θ’ ακούσουμε τον Γιούγκερμαν να εξομολογείται απογοητευμένος στον φίλο και συνάδερφό του Μιχάλη: «Τώρα πια για μένα οι μόνες πόρτες που ανοίγουν είναι εκείνες των ψυχιατρείων και των νεκροταφείων». Όπως ακριβώς, θα λέγαμε, συμβαίνει και στον σύγχρονο Έλληνα, που θρηνεί, θάβοντας συνεχώς αθώες ψυχές εξαιτίας της ληστρικής επιβολής των μνημονίων, των νεκρών της marfin, της μεγάλης φωτιάς στο Μάτι, των πλημμυρών στη Μάνδρα Αττικής, των νεκρών από την κακή διαχείριση της Πανδημίας και την επιβολή της υποχρεωτικότητας, των αμέτρητων πνιγμένων μεταναστών από τα ναυάγια στο Αιγαίο, τις φυσικές καταστροφές λόγω αμέλειας και τέλος τη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη. Όλοι τους οδυνηροί σταθμοί του ίδιου χωροχρονικού ταξιδιού, όπου ο πόνος κι ο θάνατος έστησαν καρτέρι στους ανυποψίαστους επιβάτες. Ωστόσο ο Έλληνας, παρ’ όλη τη δυστυχία του, αφού έθαβε κάθε φορά τους νεκρούς, συνέχιζε υπομονετικά το ταξίδι του, μιας και δεν είχε άλλη επιλογή. Άλλωστε από νωρίς διδάχτηκε να σκύβει το κεφάλι και να προχωράει, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσει, καθώς έμαθε να εξαρτάτε από την όποια μορφή εξουσίας που κρατάει με ελαφρά την καρδία το τιμόνι του οχήματος πάνω στο οποίο ταξιδεύει, έχοντας στριμώξει τη ζωή του, αλλά και όλων εκείνων που αγαπάει. Έτσι, καθώς κοιτάζει θλιμμένα κι αδιάφορα έξω από το τζάμι, παρατηρεί τ’ άλλα πλοία, τρένα κι αεροπλάνα, που ταξιδεύουν και κείνα. Ωστόσο του προκαλούν εντύπωση οι επιβάτες άλλων χωρών, οι οποίοι έμαθαν να διεκδικούν με οποιοδήποτε τίμημα ένα ασφαλέστερο κι πιο ελπιδοφόρο ταξίδι στην ιστορία. Παρόλο που και κείνοι γνωρίζουν ότι οι αγώνες τους δεν είναι πάντα επιτυχείς, μιας και παλεύουν με δαίμονες και θηρία τα οποία εμφανίζονται μπροστά τους έχοντας τη μορφή του σωτήρα. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λοιπόν, οι λαοί συνεχώς θα συναντώνται μέσα στον χρόνο, είτε ανταγωνιζόμενοι, θεμιτά ή αθέμιτα, είτε πορευόμενοι αρμονικά, περνώντας από κοινούς σταθμούς της ιστορίας. Πάντα όμως, ακόμα κι έτσι, η διαδρομή για τον καθένα ήταν, είναι και θα είναι βαθιά προσωπική.
Ρίχνοντας ένα βλέμμα απόγνωσης στα γεγονότα των τελευταίων ετών που σημάδεψαν τούτο τον τόπο, όσο κι αν δε θέλουμε να το ομολογήσουμε ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό μας, πέρα από μερικές κουβέντες κι αντιδράσεις που είναι γεμάτες αυθορμητισμό, εκφράζοντας παρηγοριά και συμπαράσταση, ακολουθεί πάντα μέσα μας μία αμήχανη σιωπή. Μα αργότερα κι η απαραίτητη λήθη, όχι μόνο για να μην πονάμε, αλλά και γιατί έχουμε την αίσθηση πως δε μας αφορά. Αφού νιώθουμε ότι, έστω και προσωρινά, είμαστε ασφαλής μέχρι την επόμενη στάση. Ελπίζοντας να ολοκληρώσουμε αλώβητοι το ταξίδι μας με φυσικό τρόπο μέσα στον χρόνο. Δυστυχώς κανένας δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι δε θα βρεθεί στον δρόμο μας ένας ακόμα οδυνηρός σταθμός. Όπου θ’ αναγκαστούμε και πάλι με βίαιο τρόπο να μετρήσουμε τους αδικοχαμένους νεκρούς μας σ’ αυτόν τον ιερό τόπο που κάποτε δίδαξε τη μεσότητα ως αρετή.