της Γιώτας Αγαπητού
Μια νεαρή μάνα βγαίνει βιαστικά απ’ το σπίτι σπρώχνοντας το παιδικό καροτσάκι. Έξω στο δρόμο ένα ηλικιωμένο ζευγάρι περνάει από μπροστά της. Ο άντρας με το σώμα σχεδόν γερμένο στο πλάι στηρίζεται στο μπαστούνι του. Τα βλέμματά τους διασταυρώνονται φευγαλέα, καθώς προσπαθούν απελπισμένα να διαβούν το πεζοδρόμιο με τα σπασμένα πλακάκια, όπου κανείς δε έχει νοιαστεί να τ’ αντικαταστήσει. Ωστόσο η πόλη εδώ και λίγα χρόνια έχει μετατραπεί σ’ ένα τεράστιο εργοτάξιο. Με δρόμους που ανοίγουν και κλείνουν για να περάσουν καλώδια, αφήνοντας πίσω κακοφτιαγμένα μπαλώματα. Με γκρίζα κτίρια που ξεφυτρώνουν ακατάστατα σε κάθε σημείο, τα οποία βαφτίζουν πολυκατοικίες. Με διαμερίσματα μικρά σαν κλουβιά και μπαλκόνια στενά σαν διάδρομοι προαυλισμού τροφίμων φυλακής, που αναμένουν να στεγάσουν τους νέους ενοίκους. Οικήματα που δυστυχώς κρύβουν τον ήλιο και το φως, κάνοντας μουντή και καταθλιπτική την ατμόσφαιρα.
Η νεαρή μάνα προσπαθεί με κόπο να περάσει πάνω από δομικά υλικά που έχουν κάνει κατάληψη στον χώρο. Την ίδια στιγμή το ηλικιωμένο ζευγάρι παλεύει και κείνο να ξεπεράσει τα εμπόδια από τους σορούς με τα δοκάρια και τα τσουβάλια τσιμέντου. Εντούτοις δεν τα καταφέρνουν κι αποφασίζουν γι’ άλλη μία φορά να τα παρατήσουν για να περπατήσουν με κίνδυνο της ζωής τους επάνω στον δρόμο. Δίπλα τους περνάνε ξυστά αυτοκίνητα, μηχανάκια, ποδήλατα κι αθόρυβα ηλεκτρικά πατίνια, από τα οποία τελευταία έχει γεμίσει ο τόπος. Αποτέλεσμα κι αυτά μίας γενικότερης οικολογικής πολιτικής συνείδησης, όπως τα χάρτινα καλαμάκια. Έτσι οι κάτοχοί τους μπορούν να επαίρονται ότι κι αυτοί βάζουν ένα μικρό λιθαράκι για μία πιο καθαρή πόλη, αποκοιμίζοντας την οικολογική τους συνείδηση. Παρόλα αυτά οι περισσότεροι γνωρίζουν καλά πως τα κίνητρα τους είναι καθαρά οικονομικά. Αφού τα ηλεκτρικά πατίνια δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνονται, μιας και είναι αθόρυβα κι επικίνδυνα όχι μόνο για τους αναβάτες, αλλά και για τους πεζούς, θυμίζοντας δίκοπο μαχαίρι σε παιδικά χέρια. Δυστυχώς σε τούτη εδώ τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη έχουν μάθει να συνυπάρχουν μ’ επικίνδυνο τρόπο τροχοφόρα και διαβάτες, κάνοντας τα τροχαία ατυχήματα καθημερινούς πρωταγωνιστές.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι μετά από χρόνια απουσίας στο εξωτερικό αποφάσισε να γυρίσει στην προγονική γη, ελπίζοντας ότι οι συνθήκες διαβίωσης θα ήταν πιο ήρεμες κι ανθρώπινες. Παρόλα αυτά προς μεγάλη του λύπη διαψεύστηκε. Καθώς στη φύση του νεοέλληνα είναι ν’ αντιγράφει καθετί ξενόφερτο με τον χειρότερο τρόπο. Έτσι η πόλη, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αφού περιστοιχίζεται από θάλασσα, έγινε κοινωνός μίας νέας παγκόσμιας μόδας που ονομάζεται AirBNB, προσελκύοντας κυρίως τους νεόπλουτους βαλκάνιους γείτονές της.
Σύμφωνα με τη λαϊκή θυμοσοφία το ζευγάρι σκέφτεται πως αργά ή γρήγορα κι αυτή είναι μία μόδα που θα περάσει. Όπως μόδα εύκολου και γρήγορου κέρδους ήταν κάποτε το χρηματιστήριο που κατέρρευσε με δραματικό τρόπο. Δυστυχώς σ’ αυτή τη χώρα οι πολίτες έμαθαν από παλιά να κυνηγούν τον εύκολο και γρήγορο πλουτισμό, χωρίς ν’ αναλογίζονται τις μακροχρόνιες συνέπειες του. Σκέψεις που έγιναν λίγο αργότερα κουβέντες ανάμεσα τους, καθώς συνέχιζαν να περπατούν στηριζόμενοι ο ένας στον άλλον. Λέξεις οι οποίες χάνονταν ανάμεσα στους κάδους των σκουπιδιών, όπου αδέσποτα γατιά και γλαροπούλια τσακώνονταν για το πιο θα καταφέρει πρώτο να ξεγελάσει την πείνα του απ’ τ’ αποφάγια ενός παραπαίοντος υπερκαταναλωτικού πολιτισμού.
Μερικά μέτρα πιο κάτω την προσοχή τους έρχεται ν’ αποσπάσει ο διαπεραστικός ήχος από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου, καθώς στριγγλίζουν επάνω στ’ οδόστρωμα. Ίσα ίσα που προλαβαίνουν να στρέψουν φοβισμένοι το βλέμμα τους προς τη μεριά του θορύβου. Την ώρα εκείνη βλέπουν ένα πολυτελές αυτοκίνητο με ξένες πινακίδες να κάνει απότομη αναστροφή, προκαλώντας την οργή των υπόλοιπων οδηγών. Μια δυσάρεστη κατάσταση, η οποία έγινε συχνό φαινόμενο στην τοπική κοινωνία. Κυρίως εξαιτίας των θανατηφόρων τροχαίων που προκαλούν.
Η νεαρή μάνα, κρατώντας σφιχτά το παιδικό καροτσάκι κι έχοντας καταφέρει να τελειώσει όλες εκείνες τις δουλειές που την ανάγκασαν μία τόσο ζεστή καλοκαιρινή μέρα να βγει απ’ το σπίτι, κοιτάζει τις όμορφα στολισμένες βιτρίνες. Την προσοχή της τραβούν τα παιδικά παιχνίδια και ρούχα. Δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στον πειρασμό και σαν μαγεμένη μπαίνει στο πρώτο κατάστημα που της έχει προκαλέσει εντύπωση. Μέσα της ξέρει καλά ότι τα έξοδα που θα κάνει είναι γι’ αυτήν μία υπέρβαση, μιας και τα οικονομικά της οικογένειας δεν της επιτρέπουν περίσσιες σπατάλες. Όπως ο άντρας της, έτσι κι αυτή, είναι δύο άνθρωποι σκληρά εργαζόμενοι. Όμως οι μισθοί τους ίσα ίσα που φτάνουν για να πληρώσουν τις τρέχουσες υποχρεώσεις και να ζήσουν με μία υποτυπώδη αξιοπρέπεια. Μα για το κράτος, όπως κάθε εργαζόμενος, θεωρούνται προνομιούχοι. Από τότε που ήρθαν στην πόλη, οι τρεις τους ζούνε σ’ ένα δυάρι μιας παλιάς πολυκατοικίας, δίνοντας ένα αρκετά τσουχτερό ενοίκιο. Όσο κι αν προσπάθησαν δεν είχαν την τύχη να βρουν κάτι καλύτερο, καθώς τα περισσότερα σπίτια μετατράπηκαν σε AirBNB, ανεβάζοντας στα ύψη τις τιμές των ενοικίων. Για τη νεαρή γυναίκα το αντιστάθμισμα ήταν πως στην περιοχή υπήρχαν σχολεία κι αγορές τροφίμων που θα διευκόλυναν κάπως την καθημερινότητά τους. Θλίβεται όμως όταν φέρνει στο νου της τούς παππούδες της, που μετανάστευσαν στο εξωτερικό για να δουλέψουν, έχοντας την ελπίδα ν’ αγοράσουν ένα κεραμίδι για κείνους και τα παιδιά τους. Οι καιροί δυστυχώς άλλαξαν. Στον εικοστό πρώτο αιώνα η απόκτηση ενός σπιτιού φαντάζει πια ουτοπία. Οι πολυκατοικίες χτίζονται με φρενήρεις ρυθμούς, αλλά τα διαμερίσματα είναι απλησίαστα, προκαλώντας θλίψη κι απογοήτευση στις νέες οικογένειες, όπως στη δική της.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι κουρασμένο αναζητά μία όαση δροσιάς και χαλάρωσης. Το πρώτο πράγμα όμως που διαπίστωσαν με λύπη όταν έφτασαν στη γενέτειρα γη ήταν η απουσία μικρών διάσπαρτων οάσεων και δέντρων, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πνεύμονες στην καρδιά της πόλης, αλλά και ως χώροι ανάπαυλας για τους διαβάτες. Ο δρόμος τούς οδηγεί σε μία υποτυπώδη περιφραγμένη παιδική χαρά, με δύο τρία παγκάκια και λίγα παιχνίδια. Είναι η ώρα που χαρούμενες φωνούλες σπάνε τη μονοτονία από τον θόρυβο των οχημάτων που περνάνε δίπλα στον δρόμο, αλλά κι από τις συζητήσεις των περαστικών που βαδίζουν βιαστικά στα στενά πεζοδρόμια. Οι μαμάδες σαν άγρυπνοι φρουροί κουβεντιάζουν, γελώντας με τις σκανδαλιές των λιλιπούτειων θαμώνων μέσα στο πάρκο. Οι δύο τους κατευθύνονται σ’ ένα άδειο παγκάκι, θέλοντας να πάρουν μία ανάσα. Τυχαία δίπλα τους μετά από λίγο κάθεται και η νεαρή γυναίκα, που τα βλέμματά τους είχαν συναντηθεί πριν λίγες ώρες. Επικοινωνιακοί και οι δύο, έπιασαν κουβέντα αμέσως μαζί της, σχολιάζοντας την κατάσταση στην οποία βρήκαν την πόλη μετά από τόσα χρόνια. Αναφέρθηκαν στο πόσο εντύπωση τους προκάλεσαν από την πρώτη στιγμή οι διαβάτες, οι οποίοι είχαν σχεδόν πάντα κατεβασμένο το βλέμμα τους, προσπαθώντας ίσως ν’ αποφύγουν την ασχήμια από τα γκρίζα και καταθλιπτικά κτίρια. Ενώ της τόνισαν πόσο απογοητευμένοι νιώθουν βλέποντας μέρα με τη μέρα αυτόν τον τόπο, που έχει την ευλογία να βρίσκεται στην αγκαλιά της θάλασσας και του ήλιου, να παραδίδεται στις επερχόμενες γενεές σαν σκιά του εαυτού του.