της Γιώτας Αγαπητού
Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας! Απόψε θα σας διηγηθώ την ιστορία της Ζεϊνέπ της μάγισσας, όπως την αποκαλούσαν στο μικρό χωριό της Νάουσας όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Η Ζεϊνέπ γεννήθηκε το 1920 λίγο μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Καρπός ενός μεγάλου έρωτα μεταξύ μίας τσιγγάνας της Τουλίν, που ήταν ξακουστή σε όλα τα Βαλκάνια για την ομορφιά και το νάζι της και του Θεόφιλου Παπανίκου, γόνου οικογένειας οινοπαραγωγών από τη Βέροια, ο οποίος είχε γυρίσει τραυματισμένος ως ήρωας από τον πόλεμο, παίρνοντας μέρος στη μάχη του Σκρα εναντίων των Βουλγάρων το 1918.
Ένας παθιασμένος έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους διαμετρικά αντίθετους που τους χώριζε μία άβυσσος. Η μοίρα όμως, σαν άλλη χαρτορίχτρα που ανακατεύει τα χαρτιά και τ’ απλώνει πάνω στο τραπέζι, διάλεξε αυτές τις δύο ψυχές για να ζήσουν έναν έρωτα που θα κρατούσε όσο η λάμψη των πυροτεχνημάτων που σκάνε στον ουρανό μία αυγουστιάτικη νύχτα.
Φθινόπωρο του 1919. Το πολύχρωμο καραβάνι του τσίρκου όπου δούλευε η Τουλίν, προερχόμενο από την Ανατολική Θράκη, έκανε μία στάση στην περιοχή της Βέροιας. Εκεί θα παρουσίαζαν μία παράσταση με ταχυδακτυλουργούς, ζογκλέρ, ανθρώπους τέρατα, χορεύτριες χαρτορίχτρες και ακροβάτες. Οι αρκούδες με τις τούλινες φουστίτσες τους και ένα χαλκά στη μύτη θα χόρευαν στο ρυθμό που χτυπούσε με το ντέφι του ο αρκουδιάρης βασανιστής τους. Παλαιστές με αλειμμένο με λίπος σώμα τους θα πάλευαν ξεσηκώνοντας το πλήθος με τις ικανότητές τους.
Η Τουλίν έκανε σχεδόν τα πάντα στο τσίρκο, χόρευε, τραγουδούσε, αλλά κυρίως βοηθούσε τη μάντισσα χαρτορίχτρα Μελιτά. Ξακουστή για την ομορφιά της, απ’ όπου κι αν περνούσε το πολύχρωμο καραβάνι, έκανε τους άντρες να εναποθέτουν στα πόδια της γη και ύδωρ για να την κατακτήσουν, όμως εκείνη δεν ενέδιδε ποτέ. Ονειρευότανε πάντα ότι θα ζούσε το μεγάλο έρωτα. Όταν το καραβάνι έφτασε επιτέλους ένα γλυκό απόγευμα του Σεπτέμβρη έξω από την πόλη της Νάουσας, η φήμη της Τουλίν είχε ήδη εξαπλωθεί στην περιοχή. Από την πρώτη κιόλας παράσταση το τσίρκο ήταν γεμάτο. Ανάμεσά τους και ο Θεόφιλος Παπανίκος που είχε έρθει και αυτός για να δει την ξακουστή τσιγγάνα να χορεύει. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, καθώς εκείνη λικνίζονταν εκστατικά μέσα στα πολύχρωμα φουστάνια της, κάτι που την έκανε να μοιάζει σαν τη Σαλώμη γύρω από το θρόνο του Ηρώδη. Οι δύο νέοι από εκείνο το βράδυ και μετά θα ζούσαν ένα παράφορο έρωτα για τις επόμενες εβδομάδες, για όσο δηλαδή το καραβάνι θα έμενε στην περιοχή. Ήξεραν καλά και οι δύο βαθειά μέσα τους πως θα ήταν ένας έρωτας που θα σημάδευε με διαφορετικό τρόπο τον καθένα. Καρπός αυτής της αγάπης ήταν η Ζεϊνέπ, που γεννήθηκε εννιά μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1920. Μόνο που ο Θεόφιλος Παπανίκος δε θα μάθαινε ποτέ για την ύπαρξη αυτού του παιδιού. Είχε ήδη αποφασίσει να συνεχίσει τη ζωή του συμφωνά με τις προδιαγραφές της κοινωνικής του τάξης. Σε λίγους μήνες θα παντρευόταν την Ελεονόρα Χάνδρου, κόρη μεγαλέμπορα από τη Θεσσαλονίκη.
Η Τουλίν, αν και στην αρχή δέχονταν πιέσεις, αλλά και το χλευασμό του θιάσου όταν έγινε εμφανής η εγκυμοσύνη της, δεν αποκάλυψε σε κανένα ποιανού ήταν το παιδί που το θεωρούσε θείο δώρο στα σπλάχνα της. Με τη συμπεριφορά της κατάφερε να κερδίσει το σεβασμό όλου του καραβανιού. Οι στιγμές του τοκετού ήταν δύσκολες, γέννησε μόνη της στη σκηνή που μοιράζονταν με την ηλικιωμένη μάγισσα Μελιτά. Την ώρα που γεννούσε, η Μελιτά έλεγε τα μελλούμενα στον κόσμο. Πηγαίνοντας το βράδυ για να ξεκουραστεί στη σκηνή βρήκε την Τουλίν μέσα στα αίματα να κρατάει στην αγκαλιά της τη νεογέννητη κορούλα της που την είχε σκεπάσει πρόχειρα με μερικά κουρέλια. Οι δύο γυναίκες έδιναν την αίσθηση ότι ήταν ένα. Κοιτώντας η γριά μάντισσα το μικρό πλασματάκι ένοιωσε ότι το μωρό προερχόταν από τον κόσμο των μαγισσών. Θαμπώθηκε από τα τεράστια εκφραστικά μάτια της μικρής και ένοιωθε να την κυριεύει δέος. Ένα δέος που ποτέ άλλοτε στη ζωή της δεν είχε νοιώσει και δεν είχε ξαναδεί να την πλημυρίζει στα εξήντα τόσα χρόνια της ζωής της. Η Τουλίν ζούσε και ανέπνεε για την κόρη της, δίνοντάς της τ’ όνομα Ζεϊνέπ. Τον Θεόφιλο Παπανίκο τον θυμόταν όπως θυμάται κανείς τα παιδικά του όνειρα.
Με τη βοήθεια της Μελιτά μύησε την κόρη της στον κόσμο της μαγείας και της μαντικής τέχνης. Μάνα και κόρη δεν έφυγαν από το καραβάνι παρά μόνο όταν εκείνο διαλύθηκε στα μέσα του 1960. Περιόδευαν σε όλα τα Βαλκάνια και κυρίως στην Ελλάδα. Σ’ ένα λαό που προσπαθούσε να συνέλθει από τον πόλεμο και τον εθνικό διχασμό του εμφυλίου, προσφέροντας στον απλό κόσμο ένα είδος πρωτόγνωρης διασκέδασης βγαλμένης από τα παραμύθια του Μεσαίωνα.
Η Ζεϊνέπ λάτρευε τη μητέρα της που είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή σ’ εκείνη, γι’ αυτό και ποτέ δε τη ρώτησε, μη θέλοντας να τη φέρει σε δύσκολη θέση, για τον πατέρα της. Από κάποια μισόλογα μόνο, λίγο πριν πεθάνει η Τουλίν το Μάη του 1965, μίλησε στην κόρη της για το Θεόφιλο Παπανίκο. Η μητέρα της πέθανε ήρεμα και αθόρυβα, μετά από ατελείωτες μέρες υψηλού πυρετού και έντονου βήχα, στον ύπνο της. Έσβησε ευτυχισμένη, έχοντας προλάβει να παντρέψει την εγγονή της.
Η Ζεϊνέπ ακολουθώντας τα χνάρια της μητέρας της, σε ηλικία δεκαέξι χρονών, όταν περιόδευαν στην περιοχή της Θεσσαλίας, έριξε τα μαγικά της δίχτυα και κατάφερε να πλανέψει τον Γρηγόρη Ξάνθο, ένα αγροτόπαιδο που είχε έρθει και κείνο στο τσίρκο για να παρακολουθήσει την παράσταση. Η Ζεϊνέπ τον μάγεψε με απώτερο σκοπό ν’ αποκτήσει ένα παιδί που θα συνέχιζε τη φαμίλια της. Το βράδυ εκείνο ο Γρηγόρης Ξάνθος ήταν ανυποψίαστος για το τι θ’ ακολουθούσε, όπου μία μάγισσα βγαλμένη από άλλες εποχές θα του φανέρωνε τον έρωτα και κείνος, όπως κάθε άντρας που θα δέχονταν την αγκαλιά της, θα της χάριζε μία κόρη. Μία κόρη που θα γεννιόταν ένα βράδυ όταν η πανσέληνος θα ήταν τόσο λαμπερή, σαν εκείνες τις πανσελήνους όπου μάγισσες της αρχαιότητας κάνανε τελετές προς τιμήν των θεοτήτων της σελήνης.
Το ημερολόγιο έγραφε 21 Μαΐου 1936. Οι τρεις γυναίκες ζούσαν ενωμένες σαν μία γροθιά. Η φήμη της Ζεϊνέπ για τις μαντικές της ικανότητες είχε εξαπλωθεί στα πέρατα του κόσμου. Μάντευε το μέλλον, τους έρωτες, τη χαρά και το θάνατο προκαλώντας δέος, αλλά και τρόμο. Ό,τι προέβλεπε έβγαινε αληθινό, τρομάζοντας ακόμα και την ίδια. Συμπονούσε τις απλές γυναίκες που πάλευαν για τον έρωτα, την αγάπη, το θάνατο και την αρρώστια. Όταν η κόρη της έγινε πέντε χρονών ζήτησε από τη γιαγιά και τη μαμά της να τη μυήσουν στον κόσμο της μαντείας, της οιωνοσκοπίας και του αποκρυφισμού, κάτι το οποίο ούτε η Τουλίν, αλλά ούτε και η Ζεϊνέπ το ήθελαν. Αν και λάτρευαν το χάρισμα που τους είχε προσφέρει απλόχερα το σύμπαν πίστευαν ότι είχε έρθει ο καιρός αυτό το θείο δώρο να μη μεταφερθεί στην επόμενη γενιά, αλλά να κλειστεί στο μπαούλο της προγονικής τους λήθης. Η κόρη της Ζεϊνέπ έπρεπε να ζήσει σαν μία απλή γυναίκα και να παλέψει για τη ζωή της, έχοντας ως μόνο όπλο στη φαρέτρα της την αγάπη για τη ζωή.
Η Ζεϊνέπ από μικρό παιδί έβλεπε εφιάλτες με τις γυναίκες προγόνους της που ήταν μάγισσες να καίγονται στην πυρά, μετά από τις εντολές ανδρών με χρυσοποίκιλτα άμφια και από κάτω ο όχλος να παραληρεί εκστασιασμένος, κάνοντάς τη να πετάγεται από τον ύπνο της λουσμένη στον ιδρώτα.
Όταν πέθανε η Τουλίν, η Ζεϊνέπ ήταν σαρανταπέντε χρονών, τα μαλλιά της είχαν γκριζάρει, ενώ το πρόσωπό της σχεδόν δε το είχε αγγίξει ο χρόνος. Την κόρη της την είχε παντρέψει αρκετά χρόνια νωρίτερα μ’ έναν οργανοπαίχτη που έπαιζε μουσική σε γάμους και πανηγύρια. Όταν διαλύθηκε το καραβάνι η Ζεϊνέπ πήγε να ζήσει σ’ ένα μικρό χωριό της Νάουσας όπου οι κάτοικοι του ήταν λιγοστοί. Έμενε σ’ ένα μικρό σπιτάκι με κήπο έξω από το χωριό όπου καλλιεργούσε τα ζαρζαβατικά της και που και που έλεγε τα μελλούμενα σε όποιον της το ζητούσε από ανάγκη. Ζούσε ήρεμα χωρίς να ενοχλεί και να προκαλεί κανένα. Οι κάτοικοι του χωριού την αποκαλούσαν Ζεϊνέπ η μάγισσα. Όχι από φόβο, αλλά από σεβασμό προς το πρόσωπο μιας τέτοιας γυναίκας. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, έχοντας χάσει κάθε επαφή με την κόρη της, ταλαιπωρούνταν και κείνη, όπως και η μητέρα της η Τουλίν από έντονο βήχα και υψηλό πυρετό. Τα βράδια την έβλεπε να την καλεί κοντά της. Πέθανε μόνη της, χωρίς να έχει κάποιον δίπλα της, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ενώ έξω από το σπίτι της η αμυγδαλιά είχε βγάλει τα πρώτα της άνθη. Στο χωριό όπου έζησε, ακόμα και τώρα οι μεγάλες γυναίκες λένε ιστορίες για τη Ζεϊνέπ τη μάγισσα παντρεύοντας το μύθο με την πραγματικότητα.
Κυρίες και Κύριοι καλή σας νύχτα!