efhmerida1

Η ιστορία μιας ανήλικης πόρνης – Μέρος 34ο

της Γιώτας Αγαπητού

Η Χαρίκλεια κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας κι ακούμπησε με προσοχή την τράπουλα της Μεγάλης Αρκάνας. Την κοίταξε με φόβο. Είχε πολύ καιρό να ζητήσει τη συμβουλή της. Όμως τώρα ένιωθε την ανάγκη να μάθει από κείνη τα μελλούμενα. Άρχισε να διαλέγει ένα ένα προσεκτικά τα χαρτιά. Κάθε φύλλο που γύριζε την έκανε ν’ ανησυχεί όλο και περισσότερο. Όλα έδειχναν πως ο Ηλίας έκρυβε ένα μυστικό αντιφατικό, μα και δυσάρεστο. Για μία ακόμα φορά αυτή η πανάρχαια τράπουλα, που ποτέ δεν έπεφτε έξω, ήρθε να επιβεβαιώσει τους φόβους της. Η ηλικιωμένη γυναίκα τρομαγμένη πετάχτηκε από τη θέση της, παρασύροντας τα χαρτιά που απλώθηκαν κάτω στο πάτωμα. Δεν άντεχε άλλο. Απόψε ο άντρας της θα έπρεπε να της μιλήσει. Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά. Με τρεμάμενα χέρια, γεμάτα νευρικότητα, μάζεψε τα χαρτιά και τα έβαλε πάλι στη θέση τους. Καθώς δεν είχε διάθεση να κάνει οτιδήποτε, άρχισε να τριγυρίζει άσκοπα στα δωμάτια σαν το αγρίμι μες στο κλουβί του. Παρόλα αυτά η σκέψη της στριφογύριζε συνεχώς και στην Γεωργία. Για μία ακόμα φορά το τελευταίο διάστημα είχε αργήσει να έρθει στο σπίτι. Ήταν εκνευρισμένη.

– Πανάθεμα τα μοναστήρια και τις καλόγριες, σκέφτηκε, που ξεμυαλίζουν με τα παραμύθια και τις δεισιδαιμονίες τους το κορίτσι μου.

Δυστυχώς δεν περνούσε καν από το μυαλό της πως η θρησκεία θα γινόταν κομμάτι της οικογένειάς της.

Όταν τελικά η νεαρή μάνα έφτασε σπίτι είχε κιόλας νυχτώσει. Ανταλλάσοντας δύο βιαστικές κουβέντες έτρεξε να κλειστεί στο δωμάτιό της. Η Χαρίκλεια αν και θα ήθελε πολύ ν’ ασχοληθεί μαζί της, δεν είχε το χρόνο, γιατί τώρα προείχαν άλλα πράγματα. Όμως σύντομα θα ερχόταν και η σειρά της κόρης της. Έτσι, πήγε και πάλι στην κουζίνα, ενώ το βλέμμα της ήταν στραμμένο έξω στον δρόμο. Περίμενε με αγωνία να φανεί κάτω από το ημίφως η φιγούρα του άντρα της. Τώρα πια θα έπρεπε να μιλήσουν. Ένιωθε πολύ προσβεβλημένη που εκείνος μετά από τόσα χρόνια κοινής πορείας δεν την εμπιστευόταν. Ακόμα κι αν αυτό είχε να κάνει με τα τελευταία γεγονότα που αφορούσαν την επανάσταση. Ξαφνικά ο θόρυβος της εξώπορτας την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο Ηλίας μπαίνοντας μέσα στο σπίτι φαινόταν σκεφτικός. Αφού αντάλλαξαν δύο τρεις τυπικές κουβέντες σαν να μη συνέβαινε τίποτα, κάθισαν για να φάνε. Στο τραπέζι ήταν σιωπηλοί. Εκείνη δεν ήθελε να του αναφέρει για την κόρη τους που εξαφανιζόταν για ώρες, πηγαίνοντας στο μοναστήρι που βρίσκονταν λίγο έξω από το χωριό. Ήξερε πως αυτό το θέμα θα τον στεναχωρούσε. Μα κι αυτός δεν τολμούσε ν’ ανοίξει κάποια κουβέντα. Παρόλο που το βλέμμα του ήταν διαπεραστικό, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τις σκέψεις της. Καθώς τα λεπτά κυλούσαν αργά, κανείς τους δε σηκωνόταν απ’ το τραπέζι. Όμως τους ήταν δύσκολο να βρουν το θάρρος και ν’ ανοίξουν την ψυχή τους.

Ο Ηλίας πίνοντας από το ποτήρι του λίγο κρασί, πήρε μία βαθιά ανάσα. Ύστερα,  κοιτώντας την στα μάτια, ξεκίνησε να κάνει μία αναδρομή για τα όσα συνέβαιναν στην περιοχή από την ώρα που πολλά παλικάρια μαζί με τον Διαμαντή τους έφυγαν από το χωριό και πήγαν να πολεμήσουν στο πλευρό του Εμμανουήλ Παπά. Μετά από λίγο όμως πάλι σταμάτησε. Πάλευε να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να πει αυτό που της έκρυβε εδώ και τόσο καιρό. Τα νέα που κατέφθαναν ήταν συγκεχυμένα. Ακούγονταν ότι ο Σερραίος επαναστάτης είχε στρατοπεδεύσει στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής και του Όρους, αναζητώντας να βρει απεγνωσμένα στήριξη από τους τοπικούς άρχοντες και τους ηγούμενους των μοναστηριών. Ωστόσο μάταια. Πού να το φανταζόταν ο έρμος ότι αυτός που κάποτε βοηθούσε με όποιον τρόπο μπορούσε την γενέτηρά του, τη Μακεδονία, εκείνη θα του γύριζε την πλάτη. Οι προύχοντές της αδιαφορούσαν για τον ιερό ξεσηκωμό που θα έφερνε την απελευθέρωσή της. Εντούτοις, περαστικοί διαβάτες που σταματούσαν να ξαποστάσουν για λίγο στο χωριό κουβαλούσαν μαζί τους τόσα μαντάτα που δεν ήξερες ποιο να πρωτοπιστέψεις. Σιγά σιγά ένας απλός αγωνιστής μεταμορφώνονταν μαζί με τα παλικάρια του στα μάτια του λαού σε σύγχρονο μυθικό ήρωα, ακροβατώντας ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.

Ο Ηλίας, νιώθοντας ένα κόμπο στον λαιμό, άναψε τσιγάρο, προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από τον καπνό του. Δεν ήθελε να δει το πρόσωπο της γυναίκας του όταν θα εξομολογούνταν επιτέλους το μυστικό που φώλιαζε στην καρδιά του. Μα ούτε και ήθελε ν’ αντικρίσει εκείνη τα τρεμάμενα χείλη του όταν θα της ξεστόμιζε το θλιβερό νέο. Ωστόσο σκέφτηκε πως σύντομα θα μάθαινε έτσι κι αλλιώς απ’ αλλού τα δυσάρεστα μαντάτα. Ξαφνικά αισθάνθηκε το στόμα του να καίει. Η ώρα ήτανε περασμένη. Έξω οι δρόμοι ήτανε  άδειοι. Ακόμα και τα σκυλιά είχανε πάει για ύπνο. Η σιωπή είχε σκεπάσει τα πάντα. Χαμηλώνοντας το βλέμμα του της είπε με δυσκολία ότι ψιθυρίζονταν πως πολλά από τα παλικάρια του Εμμανουήλ Παπά είχανε σκοτωθεί στις τελευταίες μάχες που είχανε δώσει, καθώς ήτανε άπειροι. Ενώ για κάποια άλλα ακούγονταν πως αγνοούνταν η τύχη τους. Κανείς δεν ήξερε με σιγουριά αν ζούσαν ή αν πέθαναν. Μα ούτε και ποια ήταν αυτά που ακολούθησαν τον αρχηγό τους μέχρι την τελευταία του στιγμή. Αυτός ήταν κι ο λόγος που απέφευγε να της μιλήσει. Δεν ήθελε να τη φορτώσει με την έγνοια της άγνωστης μοίρας του Διαμαντή.

Η Χαρίκλεια ακούγοντας όλα αυτά δεν ξεστόμισε λέξη. Ήθελε να ελπίζει ότι το δικό τους παλικάρι ήτανε ζωντανό και πως κάποια μέρα, έστω και μετά από χρόνια, θα περνούσε και πάλι το κατώφλι του σπιτιού τους. Απότομα συνειδητοποίησε πως η  κούραση όλης της μέρας βάρυνε το κορμί της. Έτσι, αφού καληνύχτισε τον άντρα της, πήγε για ύπνο. Αν και ήξερε ότι όλο το βράδυ θα παλεύει με τους εφιάλτες της.

Ο Ηλίας έμεινε ολομόναχος στη μισοσκότεινη σάλα. Θυμήθηκε πως για όλα τα κακά που είχε βιώσει από τότε ακόμα που βρίσκονταν στην κοιλιά της μάνας του οφείλονταν στους αναθεματισμένους Τούρκους, τους οποίους μισούσε όσο τίποτα στον κόσμο. Ευχόταν να του δοθεί κάποτε η ευκαιρία να πάρει τη χαρά της εκδίκησης, βάφοντας τα χέρια του με το αίμα τους. Τώρα, έχοντας πια εξομολογηθεί όλα αυτά στη γυναίκα του, ένιωθε την ψυχή του ξαλαφρωμένη. Λίγο πριν πάει για ύπνο πέρασε κι από το δωμάτιο της κόρης του. Τη βρήκε να θηλάζει το μωρό. Εντύπωση όμως του προκάλεσε ότι παντού υπήρχαν εικόνες κι άλλα θρησκευτικά αντικείμενα. Βλέποντάς τα όλα αυτά σοκαρίστηκε. Απότομα ένιωσε το αίμα του ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι.

– Ανάθεμα, σκέφτηκε. Πού έχει μπλέξει τόσο άσχημα το παιδί μου;

Νευρίασε με τη γυναίκα του που κι αυτή του έκρυβε ένα τόσο σοβαρό και δυσάρεστο γεγονός. Δεν ήθελε να δει την Γεωργία να καταλήγει μαυροφορεμένη σε κάποιο μοναστήρι καταστρέφοντας τη ζωή της. Ευτυχώς η νεαρή μάνα δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του. Φεύγοντας σκέφτηκε πως όταν θα έβρισκε την ευκαιρία θα της μιλούσε. Όμως εκείνη τη στιγμή ένιωθε σαν να είχε χάσει μαζί με τους τρεις γιους και την μονάκριβη κόρη του…

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπρόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Γιώργος Πανταζίδης
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Αρ. Μ.Η.Τ.: 232167

LOGO MHT RGB

              Μέλος του

media
Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr