efhmerida1

Η ιστορία μιας ανήλικης πόρνης – Μέρος 32ο

της Γιώτας Αγαπητού

Η Χαρίκλεια παρόλο που ένιωθε βαριά τα βλέφαρά της από την κούραση, με όση δύναμη της είχε απομείνει σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα να ετοιμάσει καφέ για κείνη και τον άντρα της. Ο Ηλίας έπρεπε σε λίγο να φύγει για τη δουλειά. Ωστόσο ήθελε πρώτα να καλημερίσει την κόρη και τον εγγονό του, που ακόμα κοιμόταν στον επάνω όροφο του σπιτιού. Αν και η γυναίκα του επέμενε να μην τους ανησυχήσει, ο ίδιος λαχταρώντας ν’ αγκαλιάσει το μωρό, ήταν αποφασισμένος ν’ ανέβει ο κόσμος να χαλάσει. Ύστερα περήφανος θ’ άνοιγε το μαγαζί και θα κερνούσε όλους τους πελάτες. Μέσα του ένιωθε πως είχε καθήκον να προστατεύσει αυτό το πλάσμα που ήρθε στη ζωή, παρά τις αντίξοες συνθήκες, με όλες του τις δυνάμεις. Αγαπούσε βέβαια και τ’ άλλα του τα εγγόνια, όμως για το παιδί της Γεωργίας από την αρχή αισθανόταν πράγματα που δεν μπορούσε να τα εξηγήσει με λόγια. Φτάνοντας στο δωμάτιο είδε τη νεαρή μάνα να θηλάζει. Προς στιγμήν ντράπηκε και πήγε να φύγει. Εκείνη όμως με μια απότομη κίνηση κάλυψε το  γυμνό στήθος της, κάνοντάς του νόημα να μπει μέσα. Τότε ο Ηλίας πλησίασε και προσεκτικά πήρε στην αγκαλιά του το βρέφος. Καθώς χάιδευε απαλά το μικρό κεφαλάκι του, πίστεψε προς στιγμήν  ότι στα χέρια του κρατούσε ένα αγγελούδι, που για κάποιο λόγο αποφάσισε να τους κάνει την τιμή να μπει στη ζωή τους, δίνοντας τους ένα ξεχωριστό νόημα σε τούτες τις δύσκολες εποχές που διένυε ο τόπος. Η Χαρίκλεια μπαίνοντας στο δωμάτιο αντίκρισε την κόρη και τον άντρα της συγκινημένους. Μία εικόνα που οι λέξεις είναι πολύ φτωχές για να την σκιαγραφήσουν.

Οι πρόγονοί μου κατά τη διάρκεια της πορείας τους μέσα στον χρόνο βίωσαν αρκετά δραματικές στιγμές, οι οποίες καθόρισαν με τον τρόπο τους το μέλλον των μεταγενέστερων γενεών. Εντούτοις τα λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν το μεγαλείο με το οποίο ήταν στεφανωμένες. Πάντα όταν περιγράφω αυτά τα πράγματα θέλω απόλυτη ησυχία για να συγκεντρωθώ. Τούτη τη φορά όμως, καθώς σκέφτομαι ένα ένα τα γεγονότα που θέλω να σας διηγηθώ, σφηνώθηκαν σαν καρφιά στο μυαλό μου οι στίχοι ενός αρκετά παλιού κι αγαπημένου μου τραγουδιού, το οποίο ακούω πάντα όταν είμαι στις μαύρες μου. Σίγουρα οι παλαιότεροι που τώρα με διαβάζετε θα το έχετε ακουστά. Οι νεότεροι όμως μπορεί και να μην το γνωρίζετε. Είναι οι στίχοι του τραγουδιού «The sound of silence».

«Hello darkness my old fried I‘ve come to talk with you again…».

Πολλές φορές τα τραγούδια έχουν συντροφεύσει μικρές και μεγάλες στιγμές της ζωής μου, δίνοντάς της ανάλογο ρυθμό και χρώμα. Γεγονότα και μουσικές που θα προσπαθήσω να μοιραστώ μαζί σας. Συγχωρέστε με όμως τώρα, γιατί νιώθω αφάνταστα κουρασμένη. Ο Θεός Μορφέας έχει κάνει ήδη αισθητή την παρουσία του. Καληνύχτα λοιπόν. Θα τα ξαναπούμε σύντομα. Πριν πάω όμως για ύπνο θα προσευχηθώ για μία ακόμα φορά να μ’ επισκεφθούν στα όνειρά μου οι πρόγονοι που γνώρισα κι αγάπησα μέσα από τις ζωντανές περιγραφές των γονιών και των παππούδων μου.

01 Νοεμβρίου 1975.

Η ώρα είναι σχεδόν έξι το πρωί. Ακόμα και στην Αθήνα το κρύο έχει αρχίσει να γίνεται αισθητό, δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα μελαγχολικής νοσταλγίας στην πάλαι ποτέ ένδοξη τούτη πόλη. Σήμερα μπόρεσα και ξύπνησα χαράματα, απολαμβάνοντας το σκοτάδι που σιγά σιγά δίνει τη θέση του στη μέρα που ξημερώνει. Πολλές φορές παρομοιάζω τη ζωή μου με το φθινόπωρο που ετοιμάζεται να προϋπαντήσει τον χειμώνα. Εξάλλου, πάντα ένιωθα  την ψυχή μου αφάνταστα κουρασμένη και γερασμένη. Κάνοντας τις σκέψεις αυτές χάνομαι στον αχνό από το ζεστό φλιτζάνι του καφέ που αγγίζει απαλά το παλιό πορτατίφ πάνω στο μικρό γραφείο. Ανάβω τσιγάρο και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Μέσα στο σκοτάδι αφουγκράζομαι τους ήχους των παπουτσιών από ανθρώπους που βιάζονται να προλάβουν την καθημερινότητα. Στο νου μου φέρνω εικόνες ανδρών που κάποτε ερχόταν να περάσουν τις μικρές ώρες της νύχτας στη Δραπετσώνα. Πριν καλά-καλά ξημερώσει ντυνόταν βιαστικά κι έτρεχαν αλαφιασμένοι να καλυφθούν πίσω από το ένδυμα του ευπρεπούς πολίτη. Αυτές τις μέρες ασυναίσθητα τα βήματά μου με οδήγησαν στα Βούρλα. Τώρα πια δεν υπάρχει τίποτα που να τα θυμίζει, παρά μόνο τα χαλάσματα των σπιτιών, όπου στα δωμάτιά τους γυναίκες από κάθε γωνιά της χώρας, ακόμα και μικρασιάτισες προσφυγοπούλες, πουλούσαν το κορμί τους για λίγα χρήματα ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν. Τα κορίτσια αυτά, όσο κι αν σας φαίνεται οξύμωρο, ήταν πολύ πιο τίμια κι αγνά από πολλούς καθώς πρέπει νοικοκυραίους. Τι κι αν νυχθημερόν ξεγύμνωναν το κορμί τους για να γίνει βορά στ’ αδηφάγα μάτια ανδρών κάθε κοινωνικής τάξης. Την ψυχή τους όμως σπάνια την αποκάλυπταν σ’ όλο της το μεγαλείο. Μα όταν αγαπούσαν, αγαπούσαν αληθινά κι ολοκληρωτικά. Συγχωρέστε με γι’ αυτή την τόσο ιδιαίτερη εισαγωγή που σας έκανα. Όμως η επίσκεψή μου εκεί με φόρτισε συναισθηματικά και είχα ανάγκη να σας μεταφέρω, έστω κι αμυδρά γι’ αρχή, το μέρος στο οποίο πέρασα πολλά χρόνια της ζωής μου. Αργότερα θα σας μιλήσω για αυτό το μπουρδέλο, που χτίστηκε μ’ εντολή του δημάρχου από μεγαλοεργολάβους της εποχής, με το αζημίωτο φυσικά. Το οποίο και φυλάσσονταν νυχθημερόν από την αστυνομία για την αποφυγή βίαιων αντιδράσεων από τους κατοίκους της γύρω περιοχής. Ας πιω όμως μία γουλιά από τον ζεστό ακόμα καφέ, πριν ξεκινήσω και πάλι την αφήγησή μου από κει όπου τη σταμάτησα. Ελπίζω μόνο ότι ο γάτος μου, ο Νώντας, δε θα ξυπνήσει τόσο σύντομα, γιατί θ’ αναγκαστώ να διακόψω  το γράψιμο για να τον ταΐσω.

Η Γεωργία λοιπόν μετά από λίγες μέρες, αν και ήταν ακόμα λεχώνα, ζήτησε από τη μάνα της να την αφήσει να βγει μία βόλτα με το μωρό. Κατά βάθος ήθελε πολύ να περάσει από τον καφενέ του πατέρα της. Στο χωριό φαινομενικά όλα κυλούσαν ήρεμα. Ωστόσο  το μόνο θέμα που κυριαρχούσε πίσω από τις κλειστές πόρτες ήταν η επανάσταση, την οποία ξεκίνησε ο Εμμανουήλ Παπάς σε Μακεδονία και Θράκη, αλλά και ο ξεσηκωμός των καπεταναίων σε Ρούμελη και Μοριά. Όλη αυτή η υφέρπουσα αναστάτωση των συχωριανών της, έκανε τη νεαρή γυναίκα να νιώθει ελεύθερη, μιας και κανείς δε θα έδινε πια σημασία στη δική της ιστορία. Έτσι, ένα ζεστό ανοιξιάτικο πρωινό, παραβλέποντας τις αντιρρήσεις της Χαρίκλειας, πήρε το παιδί και κατευθύνθηκε στο μαγαζί των γονιών της. Τον πρώτο άνθρωπο που αντίκρισε βγαίνοντας από την πόρτα του σπιτιού ήταν η Κικίτσα, η οποία την καλημέρισε εγκάρδια κι έτρεξε αυθόρμητα ν’ αγκαλιάσει το βρέφος. Η Γεωργία ασυναίσθητα αποτραβήχτηκε, θέλοντας να προστατεύσει τον γιο της από τους ξένους. Η κίνησή αυτή προκάλεσε αμηχανία στη γειτόνισσα. Όμως εκείνη έκανε σαν να μη συνέβη τίποτα. Η Χαρίκλεια από τη βεράντα του σπιτιού της, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα, συνειδητοποιούσε πόσο πολύ είχε αλλάξει η κόρη της. Άλλωστε δεν ήταν λίγα τα όσα πέρασε το τελευταίο διάστημα. Ένας άνθρωπος, ο οποίος από τη φύση του ήταν εύθραυστος σαν πορσελάνη. Κι όμως κατάφερε να μη σπάσει…

 

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπρόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Γιώργος Πανταζίδης
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Αρ. Μ.Η.Τ.: 232167

LOGO MHT RGB

              Μέλος του

media
Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr