της Γιώτας Αγαπητού
Η Χαρίκλεια δεν ανέφερε τίποτα στην κόρη της για το γράμμα που ήδη έγραφε στην Ευθαλία και την Μυρσίνη, αλλά ούτε είχε σκοπό να το πει και στον Ηλία. Αυτό ήταν κάτι πολύ προσωπικό για κείνη. Άλλωστε κάποια πράγματα, ακόμα και με τους πιο δικούς μας ανθρώπους, αποφεύγουμε να τα μοιραστούμε. Ίσως γιατί δε νιώθουμε έτοιμοι να ξεγυμνώσουμε ολότελα την ψυχή μας μπροστά τους. Αφού λοιπόν είδε ότι όλα ήταν ταχτοποιημένα, κατέβηκε στο γραφείο για να συνεχίσει το γράψιμο. Αισθανόταν ντροπή και θυμό περιγράφοντας λεπτομερώς τα όσα γνώριζε για την απόφαση των γιων της να μετακομίσουν στην Πόλη υπό την προστασία του Σουλτάνου. Ωστόσο, ένα ακόμα θέμα απασχολούσε το μυαλό της και αυτό δεν ήταν άλλο από την αναχώρηση του παραγιού της, του Διαμαντή. Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσε πόσο πολύ τον νοιάζεται, λες και ήταν το τέταρτο παιδί της.
Χωρίς να το καταλάβει, όταν ολοκλήρωσε το γράμμα με χαιρετίσματα κι ευχές προς όλους, διαπίστωσε πόσο μακροσκελές ήταν. Αφού το διάβασε μία ακόμα φορά από την αρχή ως το τέλος με σκοπό να σβήσει κάποια περιττά πράγματα, αποφάσισε τελικά ότι αυτή η εκ βαθέων εξομολόγηση έπρεπε να φτάσει αυτούσια στις δύο γυναίκες, στη Θεσσαλία, γιατί ήταν ουσιαστικά και οι μόνες που θα μπορούσαν ν’ απαλύνουν τον πόνο που ένιωθε τούτες τις στιγμές. Θεωρούσε υπεύθυνο τον εαυτό της που όλα αυτά τα χρόνια είχε απομακρυνθεί από κοντά τους. Χωρίς να θέλει να δικαιολογηθεί μέσα της, πίστευε ότι οι υποχρεώσεις της καθημερινότητας και οι καταστάσεις που βίωνε δεν της επέτρεπαν να έχει μια πιο συχνή επικοινωνία μαζί τους. Έτσι λοιπόν η Χαρίκλεια δίπλωσε το γράμμα, το έβαλε στον φάκελο και πολύ προσεκτικά έγραψε τη διεύθυνση. Ήθελε να το ταχυδρομήσει όσο το δυνατόν συντομότερα. Στην κόρη της είπε ότι θα λείψει για λίγο ώστε να μην ανησυχήσει. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Σαν τον κλέφτη που πουλάει τα κλοπιμαία του, παρέδωσε τον φάκελο και γύρισε βιαστικά πίσω. Η Γεωργία απόρησε για μια στιγμή με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της μάνας της, αλλά δεν έδωσε περαιτέρω σημασία. Καταλάβαινε πως το τελευταίο διάστημα είχε πολλά στο κεφάλι της.
Σιγά σιγά άρχισε βραδιάζει. Τρεις γενιές ανθρώπων καθόταν πλάι πλάι στο δωμάτιο κι έδειχναν σχεδόν ευτυχισμένες. Μάνα και κόρη μιλούσαν χαμηλόφωνα για να μην ξυπνήσουν το μωρό. Αν και φαινόταν γαλήνιες, αναλογίζονταν τι θα μπορούσε να φέρει το αύριο που ξημέρωνε, τόσο για κείνες ,όσο και για τον πολύπαθο λαό, που δεν είχε μάθει ακόμα να διδάσκεται από τα λάθη του. Την ηρεμία των στιγμών ήρθε να διακόψει ο ήχος της εξώπορτας που άνοιγε. Ήταν ο Ηλίας, ο οποίος γύριζε από τον καφενέ του. Η Χαρίκλεια, λες και τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, πετάχτηκε απότομα από την καρέκλα της κι έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Εκείνος φαινόταν κουρασμένος και αρκετά προβληματισμένος, εξαιτίας των γεγονότων που διαδραματίζονταν τόσο μέσα, όσο κι έξω από το σπίτι τους. Ιδιαιτέρως τον απασχολούσε ο επικείμενος ξεσηκωμός της Βορείου Ελλάδος από τον Εμμανουήλ Παπά. Ωστόσο εκείνη τη στιγμή είχε ανάγκη να τ’ αφήσει όλα στην άκρη για να δει το εγγόνι και την κόρη του. Μπαίνοντας στη σάλα του σπιτιού αντίκρισε τη γυναίκα του, που τον περίμενε λες και είχε να τον δει χρόνια. Παρά την ξαγρύπνια της, φαινόταν καλά. Το πρόσωπό της έλαμπε από ένα φως απόκοσμο που έβγαινε από το φιτίλι του κεριού, καθώς αυτό τρεμόπαιζε πάνω στο μικρό τραπέζι. Πριν καν προλάβει να πει κουβέντα, η Χαρίκλεια τού έκανε νόημα να παραμείνει ήσυχος, γιατί το μωρό κοιμόταν. Εντούτοις ο Ηλίας φλέγονταν από την επιθυμία ν’ αγκαλιάσει το βρέφος. Πατώντας στις μύτες των ποδιών κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο. Η γυναίκα του τον ακολούθησε σιωπηλά. Φτάνοντας έξω από την πόρτα αντίκρισαν τη μάνα και το μωρό να κοιμούνται βαθιά. Έτσι οι δυο τους κατέβηκαν σιγά σιγά τις σκάλες. Επιτέλους, ήταν η ώρα που θα μπορούσαν να κουβεντιάσουν για τα όσα πέρασαν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η ηλικιωμένη γυναίκα το μόνο που δεν είχε σκοπό να του αποκαλύψει ήταν το γράμμα που έστειλε πριν από λίγες ώρες στους συγγενείς της. Ήξερε πως θα τον πείραζε αν μάθαινε για τα όσα τους έγραψε. Έτσι αποφάσισε να το κρατήσει μυστικό ώστε να μην τον πικράνει. Εξάλλου είχε πολλά στο κεφάλι του. Το ζευγάρι πήγε στην κουζίνα και κάθισε να φάει. Στην αρχή σχολίαζαν ανούσια πράγματα. Η Χαρίκλεια όμως ήθελε να μάθει για τον Διαμαντή και το ταξίδι του. Στεναχωριόταν βλέπεις που δεν τον αποχαιρέτησε όπως του έπρεπε. Παρόλα αυτά δεν τολμούσε να ομολογήσει ούτε στον ίδιο τον εαυτό της πως έτρεμε στην ιδέα μήπως και δεν τον ξανανταμώσει. Ο Ηλίας της περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τις στιγμές του αποχωρισμού με τον παραγιό τους. Τον πόνο, αλλά και την περηφάνια που ένιωσε, καθώς τον έβλεπε μαζί με άλλα παλικάρια να παίρνουν τον δρόμο που θα τους οδηγούσε στην αθανασία. Εκείνη την ώρα οι πελάτες του καφενέ είχαν βγει έξω και τους χειροκροτούσαν. Όλα θύμιζαν μια μεγάλη γιορτή, που όμως κανένας δεν ήξερε ποιο θα είναι το φινάλε της. Μέσα σ’ αυτή την τόσο ιδιαίτερη ατμόσφαιρα τής εξομολογήθηκε πως δεν έπαψε στιγμή να συλλογιέται το σπιτικό του. Αν και ήθελε το μεσημέρι να περάσει από εκεί, δεν τα κατάφερε, καθώς το μαγαζί ούτε για ένα λεπτό δεν ξέμεινε από κόσμο. Δυστυχώς τώρα πια δεν είχε κανέναν ν’ αφήσει στο πόδι του. Η Χαρίκλεια ακούγοντας όλα αυτά κατέβασε το κεφάλι από ντροπή, αντιλαμβανόμενη ότι κι ο άντρας της είχε ν’ αντιμετωπίσει τις δικές του δυσκολίες. Χωρίς να τον κοιτάζει στα μάτια, με λίγες λέξεις του περιέγραψε για το πως πέρασε τη μέρα της, αποφεύγοντας εντέχνως να σχολιάσει για την κούραση που αισθανόταν, αλλά και τις πρώτες αντιδράσεις της Γεωργίας απέναντι στο μωρό της, μιας κι όλα αυτά γνώριζε καλά πως θα τον στεναχωρούσαν.
Όταν πια αποφάσισαν να πάνε για ύπνο ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Είχαν συνηθίσει άλλωστε εδώ και πολύ καιρό να ξενυχτάνε τα βράδια. Λες και τη νύχτα τη θεωρούσαν σύντροφο και παρηγορήτρα τους. Δεν μπόρεσαν όμως να κλείσουν μάτι, γιατί το νέο μέλος της οικογένειας αποφάσισε να τους κρατήσει ξάγρυπνους με το κλάμα του. Το ζευγάρι έχοντας ξυπνήσει για πολλοστή φορά, βγήκε έξω στη βεράντα απολαμβάνοντας το δροσερό αεράκι. Τώρα πια κόντευε να ξημερώσει. Τα πρώτα κοκόρια άρχισαν να κικιρίζουν ρυθμικά. Αγκαλιασμένοι θυμήθηκαν με νοσταλγία τ’ ατελείωτα ξενύχτια πάνω από τα προσκεφάλια των παιδιών τους όταν ήταν ακόμα νέοι. Τα όνειρα που έκαναν, αλλά και τις αγωνίες που έζησαν μέχρι να τα δουν να ξεπετάγονται. Πού να φανταστούν πόσο άδικη θα στεκόταν η μοίρα στη μονάκριβη κόρη τους. Ένα κορίτσι όμορφο σαν τα κρύα τα νερά, που το θαύμαζαν όλοι. Γι’ αυτό κι έστελναν συχνά τα καλύτερα προξενιά από το χωριό και τη γύρω περιοχή για εκείνη. Η Γεωργία όμως, σε πείσμα όλων, τ’ απέρριπτε χωρίς δεύτερη κουβέντα, προκαλώντας θλίψη στους γονείς της, οι οποίοι έβλεπαν το κορίτσι τους ν’ αρνείται να φτιάξει τη δική της οικογένεια. Εντούτοις η ζωή είχε αποφασίσει με τον δικό της βίαιο τρόπο να την κάνει μάνα…