της Γιώτας Αγαπητού
Το γράμμα εκείνο έκλεινε με τυπικούς χαιρετισμούς των δύο αντρών προς την αδερφή τους, την Γεωργία. Όταν το τελείωσε, η Χαρίκλεια έστρεψε στεναχωρημένη και γεμάτη ντροπή το βλέμμα της στον Ηλία, περιμένοντας να δει την αντίδρασή του. Αυτός όμως στεκόταν σιωπηλός κι ατάραχος στη θέση του, χωρίς καμία έκφραση αποδοκιμασίας στο πρόσωπό του. Λες και δε συνέβη τίποτα, πήρε το ποτηράκι με το λικέρ που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και το κατέβασε μονορούφι. Στη συνέχεια, αφού την κοίταξε τρυφερά, ανέβηκε με βαριά βήματα τη σκάλα, αφήνοντάς την μόνη να τον παρατηρεί σαστισμένη και γεμάτη απορία. Ο καημένος είχε την ατυχία μέσα σε λίγους μήνες να πάρει για δεύτερη φορά άσχημα μαντάτα από τα παιδιά του. Η Χαρίκλεια αισθάνθηκε λύπηση για τον γενναίο και δυναμικό άντρα που είχε διαλέξει για ταίρι της, κάτι το οποίο όμως δεν του άξιζε. Όσο για την ίδια, είχε ήδη αποφασίσει την απάντηση που θα έδινε στους γιους της, χωρίς να ζητήσει την έγκριση του Ηλία. Αν κι αυτό κατά βάθος την έθλιβε, σκόπευε να κόψει κάθε σχέση με τα παιδιά της μέχρι να ξαναγυρίσουν πίσω στην πατρίδα και να σταματήσουν τις εμπορικές τους συναλλαγές με τους Τούρκους. Κάτι που βέβαια θα είχε ως αποτέλεσμα και την οικονομική τους κατάρρευση. Μετά απ’ όλες αυτές τις σκέψεις βγήκε έξω στον κήπο κι άρχισε να κλαίει βουβά, φοβούμενη μην τυχόν και ξυπνήσει την οικογένειά της. Στο μυαλό της ήρθε και πάλι η μάνα της, η Βασιλεία, αλλά κι ο άνθρωπος που τις κατέστρεψε, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον βιολογικό της πατέρα. Τον χείμαρρο των σκέψεων της διέκοπτε πού και πού το μελωδικό τραγούδι κάποιων ξενύχτηδων πουλιών που της κρατούσαν συντροφιά, θυμίζοντάς της με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο ότι τούτη την ώρα προέχει ο ερχομός του αγέννητου εγγονιού της. Όταν πήρε τελικά την απόφαση να πάει για ύπνο ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα.
Το πρωί ο Ηλίας, παρά τα χθεσινοβραδινά δυσάρεστα γεγονότα, ξύπνησε ευδιάθετος, έχοντας όρεξη και κέφι για δουλειά. Άλλωστε είχε υποσχεθεί στον παραγιό του ότι επιτέλους θα συζητούσανε για κείνο το θέμα που τον απασχολούσε. Έξω από το μαγαζί, όπως κάθε μέρα, τον περίμενε γεμάτος αγωνία ο Διαμαντής. Αφού συγύρισε βιαστικά τον χώρο, έφτιαξε καφέ και για τους δύο και παίρνοντας μία βαθιά ανάσα ξεκίνησε να του λέει όλα όσα είχε μέσα του. Αρχικά του ανέφερε για τον ξεσηκωμό στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας από τον Εμμανουήλ Παπά. Γεγονότα που ωστόσο ήταν ήδη γνωστά. Έτσι, εκείνος, υποπτεύθηκε πως ο παραγιός του είχε κάτι άλλο στο νου του. Πράγματι δεν έπεσε έξω. Ο Διαμαντής τού ανακοίνωσε ότι σε λίγες μέρες θα πήγαινε να συναντήσει μαζί με άλλους τον Σερραίο επαναστάτη, για να ενσωματωθούν κι αυτοί στην ομάδα του. Το μόνο που ήθελε όμως από τ’ αφεντικό του ήταν να του δώσει την ευχή του. Ο Ηλίας ακούγοντάς τον δάκρυσε. Το παλικάρι αυτό, το οποίο κάποτε περιμάζεψε από τον δρόμο, έγινε ο γιος που με τούτη την απόφαση θα τον έκανε περήφανο. Κάτι που δυστυχώς δεν κατάφεραν να κάνουν τα παιδιά του.
Τα νέα αυτά έστω και για λίγο απάλυναν την ψυχή του, φέρνοντας ξανά το χαμόγελο στα χείλη του. Εκτός όμως από την ευχή του στον Διαμαντή, θα έδινε και χρήματα, ώστε να μπορέσει να προμηθευτεί όλα όσα χρειαζόταν για μια τόσο ιερή αποστολή. Ο νεαρός άντρας απόλυτα ικανοποιημένος από την εξέλιξη της κουβέντας τους, ήταν έτοιμος τώρα ν’ ανέβει στα βουνά. Εκείνη η μέρα, μετά από μία τόσο σπουδαία είδηση, κύλισε γρήγορα για τον Ηλία, καθώς τις περισσότερες ώρες ήταν ευδιάθετος. Παρόλα αυτά, υπήρχαν και στιγμές που ερχόταν στο νου του το αναθεματισμένο γράμμα. Χωρίς να το θέλει αντηχούσαν στα αυτιά του όλες εκείνες οι δυσάρεστες λέξεις που τον πλήγωσαν, λες και η ριμάδα η μνήμη τις είχε αποθηκεύσει επίτηδες σε μια άκρη του μυαλού του με σκοπό να τον βασανίζουν. Ωστόσο δε λυπόταν τον εαυτό του, αλλά τη δόλια τη Χαρίκλεια. Αναρωτιόταν μάλιστα αν έκλεισε μάτι μετά απ’ όλα αυτά. Πολύ θα ήθελε να πεταχτεί για λίγο μέχρι το σπίτι για να δει τι κάνουν η γυναίκα και η κόρη του, αλλά αμέσως το μετάνιωσε φοβούμενος μη τυχόν και τις ανησυχήσει. Εξάλλου το βράδυ δεν απείχε παρά μόνο λίγες ώρες.
Η Χαρίκλεια παραφύλαγε κάτω από τα στρώματα για ν’ ακούσει την πόρτα ν’ ανοίγει. Μόλις έφυγε ο άντρας της πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι. Δεν ήταν ακόμα έτοιμη να του μιλήσει για όλα όσα διαδραματίστηκαν την προηγούμενη νύχτα. Ήθελε με την ησυχία της να καταλάβει τα όσα έγραφαν σε κείνο το γράμμα οι δύο γιοι της. Πατώντας στις μύτες των ποδιών για να μην ξυπνήσει τη Γεωργία, κατέβηκε σιγά σιγά στην κουζίνα κι έφτιαξε ένα καφέ. Έπειτα, παίρνοντας το φάκελο στα χέρια της κάθισε στην καρέκλα. Το χαρτί έκαιγε τα δάχτυλά της. Άρχισε να συλλαβίζει μία μία τις λέξεις. Συνειδητοποίησε πως τα παιδιά της είχαν πάρει την απόφασή τους, βάζοντας το προσωπικό τους συμφέρον πάνω από την πατρίδα. Θα ήταν μάταιο λοιπόν να προσπαθήσει να τους αλλάξει γνώμη. Εξάλλου οι δύο γιοι της οικογένειας ίσως και να γνώριζαν ήδη την απάντηση των γονιών τους για την επιλογή τους αυτή. Μιας κι από τότε που ασχολήθηκαν με το εμπόριο κοίταξαν αποκλειστικά και μόνο το συμφέρον τους. Για κείνη όμως δεν έπαυαν να είναι τα ξενιτεμένα της αγόρια, για τα οποία ένοιωθε περήφανη, έως την ώρα που έλαβε αυτό το γράμμα. Καθώς έπινε γουλιά γουλιά τον καφέ της σκεφτόταν τι λάθος μπορεί να έκανε στην ανατροφή τους κι όλα πήγαν τόσο στραβά. Εντούτοις, το μόνο που την ένοιαζε τώρα ήταν να βραδιάσει γρήγορα και να ‘ρθει ο Ηλίας στο σπίτι. Για λίγο άφησε ελεύθερο το μυαλό της να ταξιδέψει πίσω στον χρόνο. Θυμήθηκε τις γέννες των δύο γιων της. Τη χαρά που ένιωσαν εκείνη και ο άντρας της όταν τους κράτησαν για πρώτη φορά στην αγκαλιά τους. Όχι γιατί ήταν αγόρια, αλλά κυρίως γιατί είχαν αποφασίσει να κάνουν μία μεγάλη οικογένεια. Άλλωστε λάτρευαν εξίσου και την κόρη τους. Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά, κατέβηκε τις σκάλες αγουροξυπνημένη η Γεωργία. Βρήκε τη μάνα της καθισμένη στο τραπέζι, χαμένη στον κόσμο της. Τη ρώτησε να μάθει τι έχει. Ωστόσο εκείνη στην αρχή δίστασε να της πει τι τη βασανίζει. Παρόλα αυτά η νεαρή γυναίκα επέμενε. Τότε η Χαρίκλεια τής έδειξε τον φάκελο που βρισκόταν μπροστά της. Εκείνη έβγαλε το γράμμα μηχανικά από μέσα κι άρχισε να το διαβάζει βιαστικά. Όταν έφτασε στο τέλος του, πέταξε τις σελίδες στο πάτωμα σαν να ήταν κάτι μιαρό κι αγκάλιασε τη μάνα της. Γεμάτη απαξίωση για τ’ αδέρφια της και χωρίς ν’ αναφέρει καν τα ονόματά τους, τόνισε με έμφαση πως ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του και θα πρέπει να είναι έτοιμος να πληρώσει ανά πάσα στιγμή το ανάλογο τίμημα. Αυτή προσωπικά δεν τους κρατούσε καμία κακία, παρά τα όσα τράβηξε από τους Τούρκους. Εντούτοις, ζήτησε από τη μάνα της να θάψει τον καημό της και να στηρίξουν μαζί τον πατέρα της, ώστε να μην αρρωστήσει από τη στεναχώρια του. Εξάλλου ήταν πολύ περήφανος άνθρωπος και δε θ’ άντεχε μία τόσο μεγάλη ντροπή…