της Γιώτας Αγαπητού
Όταν έφτασε ο Ηλίας στον καφενέ ο παραγιός του, ο Διαμαντής, δεν είχε έρθει ακόμα, γιατί ήταν πολύ νωρίς ν’ ανοίξει το μαγαζί. Αφού ξεκλείδωσε την πόρτα περπάτησε μέσα στο χώρο και άγγιξε προσεκτικά με τ’ ακροδάχτυλά του κάθε σπιθαμή, λες και ήταν από γυαλί. Στη συνέχεια άναψε την τεράστια ξυλόσομπα που βρισκόταν στο κέντρο της σάλας και ξεκίνησε να κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες στην κουζίνα. Μετά από λίγη ώρα ήταν έτοιμος να υποδεχτεί και πάλι τους πελάτες. Ο πρώτος που έφτασε ήταν ο παραγιός του. Ο νεαρός άντρας στην αρχή απόρησε που βρήκε την πόρτα ξεκλείδωτη. Αντικρίζοντας όμως μέσα τ’ αφεντικό του έμεινε έκπληκτος, γιατί δεν περίμενε να τον βρει εκεί. Η χαρά και των δύο ήταν απερίγραπτη, μιας και είχαν να συναντηθούν τόσο καιρό. Ο Ηλίας αφού έδωσε τα συχαρίκια στο ψυχοπαίδι του για την άψογη κατάσταση στην οποία βρήκε το μαγαζί, έψησε καφέ και για τους δύο και κάθισαν να τα πουν. Είχαν τόσα πολλά να κουβεντιάσουν, μα ο χρόνος δεν ήταν αρκετός, καθώς σε λίγη ώρα θ’ άρχιζαν να καταφτάνουν οι πρώτοι πελάτες.
Όταν ξύπνησε η Χαρίκλεια είδε πως ο άντρας της έλειπε από το σπίτι. Αυτό δεν την εξέπληξε. Άλλωστε γνώριζε καλά ότι εκείνος είχε πάει στην άλλη μεγάλη του αγάπη που ήταν ο καφενές, για τον οποίο ήταν πολύ περήφανος. Αφού ετοίμασε έναν βαρύ γλυκό και κάθισε να τον απολαύσει, ξεκίνησε να ταχτοποιεί το σπίτι και την αυλή. Την Γεωργία όμως δεν την ξύπνησε, μιας και δεν υπήρχε λόγος. Εξάλλου οι δουλειές που είχε να κάνει ήταν πολλές και δεν ήθελε κανέναν στα πόδια της. Όταν βγήκε στην αυλή να σκουπίσει την αντιλήφτηκε η γειτόνισσα και φίλη της, η Κικίτσα, η οποία την καλωσόρισε εγκάρδια. Αν και οι δύο γυναίκες μετρούσαν χρόνια γνωριμίας, η φιλενάδα της φρόντισε να είναι πολύ διακριτική και προσεκτική στα λόγια της. Στο χωριό όλο αυτό το διάστημα κατά καιρούς ακουγόταν διάφορα, όμως εκείνη δεν ήθελε να πικράνει την Χαρίκλεια με τα κουτσομπολιά που διαδίδονταν όπως ο αέρας όταν φυσάει πάνω στα στάχια. Ωστόσο οι εποχές που ζούσαν ήταν περίεργες και σκληρές. Εξαιτίας βέβαια των κατακτητών, που συχνά καταπατούσαν τη γη τους και ατίμαζαν τις γυναίκες και τα κορίτσια τους. Τους μήνες που έλειπε η Χαρίκλεια με την οικογένειά της είχαν γίνει πολλά στην περιοχή. Έτσι τώρα πια το θέμα της κόρης της είχε σχεδόν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Μονάχα καμιά φορά οι γυναίκες που πήγαιναν στη βρύση να γεμίσουν τις στάμνες τους με νερό γύριζαν την κουβέντα στην Γεωργία, αλλά και στην ξαφνική φυγή της. Φυσικά όλοι πια το υποψιάζονταν ότι η νεαρή γυναίκα τον περασμένο Αύγουστο είχε σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια τον Τούρκο, που όπως ακούγονταν για τον ίδιο πήρε αυτό που τού άξιζε. Δυστυχώς οι κοινωνίες από τότε ακόμα που είχαν σκλαβωθεί από τους Οθωμανούς είχαν ζήσει παρόμοιες ιστορίες κοριτσιών που είχαν βιαστεί από αλλόθρησκους και παρόλα αυτά κάποιες απ’ αυτές είχαν το θάρρος να γεννήσουν το παιδί που κουβαλούσαν στα σπλάχνα τους, ίσως γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή.
Όταν φέρνω στο νου μου τις θαρραλέες αυτές γυναίκες από τις οποίες κατάγομαι τις θαυμάζω αφάνταστα για το κουράγιο και το ψυχικό σθένος τους. Δυστυχώς έχω την αίσθηση ότι δεν τις μοιάζω καθόλου. Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι θα έκανα εγώ αν βρισκόμουν στη θέση της Βασιλείας, της Χαρίκλειας ή της συνονόματης μου της Γεωργίας και δε βρίσκω απάντηση, αν και οδεύω προς τη δύση της ζωής μου. Κοιτάζοντας το χαρτί, το γεμάτο με γεγονότα που έχουν μεταστοιχειωθεί σε λέξεις, αισθάνομαι κουρασμένη και μπερδεμένη. Εντούτοις, παρόλο που η βροχή δε λέει να σταματήσει ακόμα, νιώθω έντονα την ανάγκη να βγω έξω και να περπατήσω, έχοντας για συντροφιά μόνο τις σκέψεις μου. Θα ήθελα να τις βάλω σε μία σειρά για να σας τις αφηγηθώ όπως πρέπει την άλλη φορά.
30 Σεπτεμβρίου 1975
Ο καιρός μετά από μία μικρή φθινοπωριάτικη παρένθεση θυμίζει πάλι καλοκαίρι. Γι’ αυτό και χθες αποφάσισα να περπατήσω στο κέντρο της πόλης. Τα βήματά μου αυτή τη φορά με οδήγησαν τυχαία στην εκδήλωση ενός νεοσύστατου πολιτικού κόμματος που γιόρταζε τα πρώτα του γενέθλια. Εκεί υπήρχε πολύς κόσμος μαζεμένος, ο οποίος ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε τον αρχηγό του. Έναν μεσήλικα άντρα με ζιβάγκο και ξεκούμπωτο μονόχρωμο σακάκι, που κάπνιζε μανιωδώς την πίπα του. Τον πλαισίωναν τα βασικά στελέχη του κόμματος. Άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, οι οποίοι πίστευαν στο δικό του όραμα για ένα καλύτερο και ισότιμο μέλλον για όλους. Αποφάσισα να μείνω για λίγη ώρα στη μεγάλη και κατάφωτη αίθουσα, παρατηρώντας το πλήθος που φώναζε ρυθμικά τ’ όνομα του ηγέτη του. Το βλέμμα μου ακολούθησε για λίγο αυτό τον άντρα. Δεν είχε κανένα από τα τυπικά χαρακτηριστικά του ωραίου. Ήταν σχεδόν φαλακρός, με την κοιλίτσα να διαγράφεται μέσα από το καφέ ζιβάγκο του. Παρόλα αυτά ήταν γοητευτικός. Εντύπωση μου προκάλεσαν τα έξυπνα και σπινθηροβόλα μάτια του που έλεγαν τόσα πολλά σχεδόν όσο και τα λόγια του. Σίγουρα ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να λάτρευε τις γυναίκες, όπως ίσως να τον λάτρευαν κι αυτές. Στην ζωή μου από πολύ νωρίς έτυχε να γνωρίσω λόγω δουλειάς αρκετούς πολιτικούς που όλοι τους πίστευαν ότι ήταν εθνοσωτήρες. Κανένας τους όμως δεν είχε τη λάμψη την οποία εξέπεμπε αυτός ο άνθρωπος, που όπως λέγανε ήρθε από τα ξένα. Αν και ήθελα πολύ να τον γνωρίσω δεν το τόλμησα. Τώρα πια δεν είμαι νέα. Μα ούτε και τόσο ετοιμόλογη όπως ήμουν κάποτε για να του τραβήξω την προσοχή. Αποφάσισα λοιπόν να βγω από την αίθουσα και να χαθώ στη φωτισμένη πόλη, μιας και ο καιρός μού το επέτρεπε.
Στο σπίτι με περίμενε ο Νώντας κουρνιασμένος στην αγαπημένη του γωνιά. Αφού του γέμισα το πιατάκι με γάλα, για να του κάνω παρέα έβαλα και σε μένα ένα ποτήρι κρασί κι αποκοιμήθηκα στον καναπέ. Πριν απ’ αυτό όμως προσευχήθηκα στους δικούς μου Θεούς να με βοηθήσουν για να μπορέσω να σας διηγηθώ όλα όσα συνέβησαν στους προγόνους μου και τώρα εγώ κουβαλάω σαν παρακαταθήκη μες την ψυχή μου. Αυτή τη στιγμή ξεκινώ και πάλι την αφήγηση από εκεί που σταμάτησα, μιας και πριν έβαλα μία παρένθεση, καθώς ήθελα πολύ να σας μεταφέρω τα όσα βίωσα κατά τη χθεσινή νύχτα. Πράγματα που ίσως αύριο στιγματίσουν τούτο τον δύσμοιρο και ταλαίπωρο τόπο…