της Γιώτας Αγαπητού
Ο Ηλίας ανυπομονούσε να φτάσουν επιτέλους στο σπίτι τους. Συλλογιζόταν τον καφενέ του, που του είχε λείψει πολύ. Αν και είχε σχεδόν τυφλή εμπιστοσύνη στον παραγιό του, τον Διαμαντή, ήθελε να γυρίσει πίσω στη δουλειά του, που τον ευχαριστούσε και τον αποσπούσε απ’ τις έγνοιες της καθημερινότητας. Καθώς έκανε τούτες τις σκέψεις κοίταξε για λίγο την Χαρίκλεια που στεκόταν δίπλα του σκεφτική. Αναρωτιόταν άραγε τι να την βασάνιζε. Η κόρη τους, η Γεωργία, καθισμένη σε μια γωνιά της άμαξας προσπαθούσε να σιάξει το κορμί της, που λόγω της εγκυμοσύνης δεν μπορούσε να βολευτεί πουθενά. Για να ξεχαστούν οι δύο γυναίκες απ’ όσα τις απασχολούσαν, άρχισαν να μιλούν με νοσταλγία για τις μέρες που πέρασαν δίπλα στην Μυρσίνη και την Ευθαλία. Αν και δεν είχε περάσει πολύ ώρα από τη στιγμή του αποχωρισμού, εκείνες ένιωθαν ήδη την απουσία τους να τις βαραίνει.
Ξαφνικά απλώθηκε σιωπή κι όλοι χαμένοι στις σκέψεις τους μετρούσαν σπιθαμή προς σπιθαμή τη διαδρομή, ανυπομονώντας να φτάσουν γρήγορα στον προορισμό τους. Τα βλέμματά τους ταξίδευαν στο τοπίο που συνεχώς εναλλάσσονταν, κάνοντας τις ψυχές τους να αγωνιούν για το αύριο που έφτανε. Παρόλο που οι γονείς της Γεωργίας προσπαθούσαν να την καθησυχάσουν, αυτή αγχωνόταν και μόνο στη σκέψη ότι σύντομα το χωριό θα μάθαινε για την κατάστασή της. Δεν ήθελε να στιγματίσουν εκείνη και το παιδί της, το οποίο δυστυχώς ήταν αποτέλεσμα ενός βιασμού. Εντούτοις, αν και την έπνιγαν αυτές οι σκέψεις, ποτέ δεν τις εξέφρασε στη μάνα της. Στον μόνο άνθρωπο που είχε το θάρρος να τα εξομολογηθεί ήταν ο Ισίδωρος, για τον οποίο ένιωθε πως την καταλαβαίνει. Τον πατέρα της, αν και τον λάτρευε, τον ντρεπόταν και γι’ αυτό, εξαιτίας του σεβασμού που του είχε, θεωρούσε δύσκολο να του ανοίξει την καρδιά της. Γνώριζε όμως καλά ότι παρά τις αντιθέσεις τους θα έκανε τα πάντα για να προστατεύσει εκείνη και το μωρό της.
Στα μισά του δρόμου αποφάσισαν να κάνουν μία στάση για να φάνε και να ξαποστάσουν, καθώς το είχαν ανάγκη τόσο εκείνοι, όσο και τ’ άλογα τους. Ωστόσο, όπως τα υπολόγιζε ο Ηλίας, τελικά δε θα χρειαζόταν να διανυκτερεύσουν σε κάποιο πανδοχείο, γιατί αν όλα πήγαιναν καλά θα είχαν μπει ήδη στο χωριό με το πρώτο σκοτάδι. Όταν αντίκρισαν από μακριά τα πρώτα σπίτια, οι λάμπες με το λιγοστό φως έφεγγαν ακόμα στα παράθυρα τους, μιας και οι αφεντάδες τους δεν είχαν πέσει να κοιμηθούν. Σε λίγη ώρα οι κουρασμένοι ταξιδιώτες θα έφταναν στο σπίτι τους γεμάτοι ανάμικτα συναισθήματα. Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσαν παρά μόνο ελάχιστοι κτηνοτρόφοι που γύριζαν από τα μαντριά τους, αλλά και λιγοστοί μεθυσμένοι που τρίκλιζαν από το πολύ πιοτό. Ο Ηλίας μέσα στο μισοσκόταδο αναγνώρισε κάποιους απ’ τους θαμώνες του καφενέ του κι αυτό του προκάλεσε αυθόρμητα ένα γέλιο χαράς. Το σπίτι τους απείχε μερικές εκατοντάδες μέτρα από την είσοδο του χωριού. Ήταν ένα παλιό κτίσμα του 1770. Όταν το αγόρασαν πριν από πολλά χρόνια για λίγα γρόσια ήταν σχεδόν μισογκρεμισμένο. Αυτό όμως δεν τους απέτρεψε ώστε να το αποκτήσουν. Κυρίως εξαιτίας της τοποθεσίας του. Το παλιό κτίριο στεκόταν περήφανο πάνω σ’ ένα μικρό λόφο, που από κει μπορούσαν ν’ αγναντεύουν το χωριό και τον γύρω κάμπο. Το νιόπαντρο τότε ζευγάρι χρειάστηκε αρκετούς μήνες δουλειάς μέχρι να το μεταμορφώσει σ’ ένα όμορφο και ζεστό σπιτικό, όπου στη συνέχεια θα δημιουργούσαν τη δική τους οικογένεια. Με τον ερχομό της Γεωργίας ονειρεύονταν πως όταν θα έφτανε με το καλό η ώρα να την παντρέψουν θα της το έδιναν για προίκα, και κείνοι θα μετακόμιζαν στο μεγάλο κι ευρύχωρο δώμα πάνω απ’ τον καφενέ. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν όπως θα ήθελαν, αλλά αυτό δεν τους αποθάρρυνε να συνεχίσουν τη ζωή τους κάτω από τις νέες συνθήκες που είχαν πια διαμορφωθεί. Σε τούτο το σπίτι έζησαν και οι επόμενες γενιές που ακολούθησαν. Εκεί γεννήθηκα και γω πριν από εβδομήντα πέντε ολόκληρα χρόνια, αλλά έφυγα σαν κυνηγημένη για πάντα όταν είχα πια μπει στην εφηβεία.
Φτάνοντας επιτέλους, ο Ηλίας αφού ξέζεψε τ’ άλογα απ’ την άμαξα, έτρεξε να τα βάλει στον στάβλο για να τα ταΐσει και να τα ποτίσει, ενώ η Χαρίκλεια, θέλοντας να τον βοηθήσει, άρχισε να ξεφορτώνει ένα ένα τα πράγματά τους. Ξαφνικά εκείνη τη στιγμή ένιωσε ασυναίσθητα να την τυλίγει μία μελαγχολία. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε την αυλή της γεμάτη ξερά φύλλα και χώματα, τα οποία είχε φέρει ο παγερός βοριάς του χειμώνα. Μόλις μπήκανε μέσα στο σπίτι αισθάνθηκαν και οι τρεις τους έντονα το κρύο που υπήρχε στον χώρο, ενώ η μυρωδιά της κλεισούρας μαζί με τη σκόνη, που είχε στρογγυλοκαθίσει πάνω στα έπιπλα σαν απρόσκλητος μουσαφίρης, έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Η Γεωργία στεκόταν σε μιαν άκρη σχεδόν χωρίς ν’ αναπνέει. Ένιωθε να πνίγεται. Μετάνιωνε που δεν παρακάλεσε τον κύρη της να μείνει μαζί με την Μυρσίνη, τον Ισίδωρο και την Ευθαλία. Εκεί όπου πέρα από τους συγγενείς της δεν την ήξερε κανείς άλλος. Στο χωριό της τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Φανταζόταν τι είχε ν’ αντιμετωπίσει τις επόμενες μέρες. Όμως δεν ήξερε αν είχε τη δύναμη ν’ ανταπεξέλθει. Αχτίδα ελπίδας στις σκέψεις της ήταν τώρα αποκλειστικά οι γονείς της. Οι μόνοι άνθρωποι στους οποίους πάντα μπορούσε να στηριχθεί. Παρόλα αυτά ο Ηλίας και η Χαρίκλεια από την ώρα που έφτασαν δεν είχαν τον χρόνο ν’ ασχοληθούν με το παιδί τους. Προς το παρόν γι’ αυτούς προείχαν πρακτικά ζητήματα που δεν έπαιρναν αναβολή. Το σπίτι, επειδή όλο τον χειμώνα έμεινε κλειστό, ήταν παγωμένο, γι’ αυτό και κείνος φρόντισε να φέρει ξύλα από την αποθήκη για το τζάκι και τις σόμπες. Ενώ η γυναίκα του άναψε τις λάμπες για να φωτίσει τον χώρο και να μπορέσει να ετοιμάσει κάτι πρόχειρο για φαγητό. Τα ντουλάπια ήταν άδεια. Ευτυχώς όμως εκείνη είχε προνοήσει να πάρει μαζί της προμήθειες. Αφού έφαγαν χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα, κατευθύνθηκαν προς τα δωμάτιά τους. Καθώς η Γεωργία έπεσε να ξαπλώσει ένιωσε το μωρό της να κλοτσάει δυνατά. Αυτό για λίγο την τρόμαξε «ίσως να κατάλαβε το πώς νιώθω» σκέφτηκε. Έτσι, αφού χάιδεψε την κοιλιά της τρυφερά, αποκοιμήθηκε.
Την άλλη μέρα, πριν καλά καλά τα κοκόρια αρχίσουν να κικιρίζουν, ο Ηλίας πατώντας στις μύτες των ποδιών του για να μην ξυπνήσει την Χαρίκλεια, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού κι έφυγε τρέχοντας για τον καφενέ. Λαχταρούσε τόσο πολύ να ξαναφορέσει τη μακριά λευκή ποδιά του και να σερβίρει τους πελάτες του. Ήθελε να μοιραστεί μαζί τους όλα όσα είχε ακούσει για τον ξεσηκωμό που ετοίμαζαν οι οπλαρχηγοί στη Ρούμελη και στον Μοριά και να μάθει από κείνους τα πολιτικοκοινωνικά νέα του χωριού, αλλά και των γύρω περιοχών…