της Γιώτας Αγαπητού
Αν και το κρύο ήταν τσουχτερό και το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα, ο Ηλίας ένιωθε την ψυχή και το σώμα του να φλέγονται. Τα βήματά του βαριά, άφηναν το σημάδι τους πάνω στο απάτητο χιόνι. Για συντροφιά του είχε δύο αδέσποτα σκυλιά που τον είχαν πάρει στο κατόπι, με την ελπίδα μήπως ο άγνωστος γι’ αυτά διαβάτης τούς προσέφερε φαγητό και στέγη μία τέτοια παγερή νύχτα. Η διαδρομή μέχρι το σπίτι τού φάνηκε ατελείωτη. Η εικόνα της Χαρίκλειας ήταν καρφωμένη στο μυαλό του. Πίστευε ότι αυτή την ώρα θα ήταν καθισμένη στο παράθυρο και γεμάτη αγωνία θα κοιτούσε το δρόμο, περιμένοντάς τον να φανεί. Ευχόταν μόνο να μη μετέφερε το άγχος της στην κόρη τους, αλλά και στις δύο άλλες γυναίκες, στην Μυρσίνη και την Ευθαλία.
Για ν’ απασχολεί τη σκέψη του έφερε στο νου του τη συζήτηση που είχε κάνει με τους εργάτες σχετικά με τον Ισίδωρο. Απ’ αυτούς έμαθε ότι εκείνος δεν έμενε πια μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Εδώ και χρόνια είχε αποτραβηχτεί στο μικρό σπιτάκι του κήπου, έχοντας για παρέα τα βιβλία του και τις επιστολές που αντάλλασε όχι μόνο με τους μοναχούς από τα διάφορα μοναστήρια, αλλά και με προσωπικότητες του εξωτερικού. Οι επισκέψεις τις οποίες δεχόταν ήταν ελάχιστες και προέρχονταν κυρίως από ανθρώπους που γύριζαν από την Ευρώπη. Ο Ηλίας θυμόταν την πρώτη συνάντηση μαζί του και την αντιπάθεια που ένιωσαν ο ένας για τον άλλο. Αυτό ίσως ήταν και το μοναδικό πράγμα για το οποίο συμφωνούσαν. Αναρωτιόταν, ωστόσο, αν ο Ισίδωρος είχε ενημερωθεί για τον ερχομό του, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε όταν το έμαθε. Ίσως να ήθελε και κείνος ν’ αποφύγει μία τέτοια δυσάρεστη επαφή. Οι δύο άντρες γνώριζαν καλά ότι αυτή η κατάσταση δε χαροποιούσε τις γυναίκες της οικογένειας.
Φτάνοντας έξω από τη μεγάλη αυλή του σπιτιού ασυναίσθητα σήκωσε το βλέμμα του και είδε πίσω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας ν’ αχνοφαίνεται η μορφή της Χαρίκλειας. Έτσι όπως έπεφταν οι νιφάδες του χιονιού μπροστά από το τζάμι, έδιναν την εντύπωση ότι πίσω από τις λευκές κεντημένες κουρτίνες κρυβόταν ένας άγγελος. Μπαίνοντας μέσα στο αρχοντικό προσπάθησε όσο μπορούσε να περπατήσει στις μύτες των ποδιών του για να μην ξυπνήσει κανέναν. Εξάλλου ήταν περασμένα μεσάνυχτα και τέτοια ώρα όλοι κοιμόταν. Ανεβαίνοντας τις ξύλινες και βαριές σκάλες ήταν προετοιμασμένος ότι θ’ άκουγε τις κατσάδες της γυναίκας του. Φτάνοντας όμως στο υπνοδωμάτιο, την είδε να τον κοιτάζει με ανακούφιση, έχοντας τα μακριά γκρίζα μαλλιά της ξέμπλεκα, τα οποία φωτίζονταν από το ημίφως που έμπαινε από το παράθυρο. Τότε θυμήθηκε εκείνο το νεαρό κορίτσι που κάποτε είχε ερωτευτεί. Μόνο που τα μαλλιά της τώρα πια είχαν πάρει το ασημί χρώμα των αστεριών. Πριν αυτή καν προλάβει να τον ρωτήσει πού ήταν και γιατί άργησε, εκείνος άρχισε να της εξιστορεί με κάθε λεπτομέρεια πώς πέρασε τη μέρα του. Της μίλησε για τους ανθρώπους που συνάντησε και πάλι μετά από χρόνια στον ίδιο καφενέ. Καθισμένοι οι δυο τους στην άκρη του κρεβατιού θυμήθηκαν ανθρώπους και γεγονότα του παρελθόντος, νιώθοντας την ψυχή τους να πλημμυρίζει μ’ ένα αίσθημα χαρμολύπης. Το πρωί τους βρήκε αγκαλιασμένους να κοιμούνται στο στρωμένο ακόμα κρεβάτι. Το χιόνι έξω είχε καλύψει για τα καλά τα πάντα, κάνοντας τους εργάτες του υποστατικού να βλαστημούν τη μοίρα τους, γιατί θα έπρεπε να καθαρίσουν τις αυλές και τους στάβλους.
Ο Ηλίας με την Χαρίκλεια κατέβηκαν βιαστικά στην κουζίνα. Εκεί όπου βρισκόταν η Μυρσίνη με την Ευθαλία κι έπιναν τον καφέ τους, ενώ η Γεωργία δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Αφού αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τις δύο γυναίκες, με πολύ διακριτικό τρόπο ρώτησε να μάθει για τον Ισίδωρο. Εκείνες του είπαν πως μετά τις γιορτές είχε φύγει ταξίδι για να επισκεφτεί ένα μοναστήρι, καθώς ήταν καλεσμένος από τον ηγούμενο της μονής. Τότε αυτός ένιωσε ανακούφιση από τα νέα που έμαθε κι ένα τεράστιο βάρος ελάφρυνε το στήθος του. Ήταν ήρεμος γιατί δε θα τον συναντούσε ακόμα. Οι τρεις γυναίκες βλέποντάς τον κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και γέλασαν συνωμοτικά, ενώ κείνος από ντροπή πετάχτηκε από το δωμάτιο κι έτρεξε τάχα να βοηθήσει τους εργάτες που πάλευαν με το χιόνι.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήσυχα. Ο Ηλίας όσο κι αν ένιωθε εθνική υπερηφάνεια, συνεχώς σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να πάρει την οικογένειά του και να φύγουν από τη Θεσσαλία, μιας και από στιγμή σε στιγμή οι οπλαρχηγοί θα κήρυτταν επιτέλους την επανάσταση. Ήταν βέβαιος πως αν άρχιζε ο ξεσηκωμός θα ήταν πολύ δύσκολο να γυρίσουν με ασφάλεια πίσω στο χωριό τους. Η Γεωργία το τελευταίο διάστημα αισθανόταν δυνατή. Σκεφτόταν, λοιπόν, ότι ίσως και ν’ άντεχε να ταξιδέψει μέχρι το σπίτι τους, στη Μακεδονία. Εξάλλου με την Χαρίκλεια τις προηγούμενες μέρες τα είχαν συζητήσει όλα αυτά. Κάτω απ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες θεωρούσε πως ήταν επικίνδυνο ν’ αφήσει την κόρη του να γεννήσει στο σπίτι της Μυρσίνης, παρόλο που γνώριζε πως εκείνη θα τη φρόντιζε σαν δικό της παιδί. Ήθελε να βρίσκεται στην ασφάλεια του σπιτιού τους, δίπλα στους γονείς της, μία τέτοια ώρα. Έπρεπε λοιπόν να βιαστούν όσο γίνεται. Άλλωστε έλειπε καιρό και ήταν απαραίτητο να γυρίσει επιτέλους πίσω στον καφενέ του, μιας και στο πόδι του είχε αφήσει τον παραγιό του. Στην αρχή η γυναίκα του αντέδρασε. Βλέποντας όμως στη συνέχεια ότι τα επιχειρήματά της δεν τον έπειθαν, αποφάσισε να το δεχτεί. Πριν φύγουν ο Ηλίας ήθελε να συναντήσει, έστω για μία και μοναδική φορά, για τυπικούς λόγους, τον Ισίδωρο. Δε θα αισθανόταν καλά αν έφευγε σαν τον κλέφτη από το σπίτι του ανθρώπου που φιλοξένησε τόσο αυτόν με τη γυναίκα του, όσο και την κόρη τους, σε μία τόσο σημαντική στιγμή. Γι’ αυτό και ήταν διατεθειμένος να τον περιμένει ώσπου να γυρίσει από το ταξίδι του.
Νιώθω το χέρι μου να τρέμει από την ένταση και την κούραση. Δίπλα μου το μπουκάλι με το ουίσκι έχει σχεδόν αδειάσει χωρίς να το καταλάβω, ενώ το τασάκι ξεχειλίζει από αποτσίγαρα. Κοιτάζω το ρολόι, σε λίγες ώρες ξημερώνει. Τώρα τα μάτια μου με το ζόρι τα κρατάω ανοιχτά. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί για πρώτη φορά την ώρα που γράφω αισθάνθηκα τόση ανάγκη για ποτό και τσιγάρο. Ανοίγω το παράθυρο να μπει καθαρός αέρας, μιας και στο δωμάτιο ένα σύννεφο καπνού έχει καλύψει σχεδόν τα πάντα. Είναι ακόμα καλοκαίρι. Θυμάμαι τη μάνα μου που ονόμαζε το Σεπτέμβριο τέταρτο μήνα του καλοκαιριού. Έχουν περάσει χρόνια από τη μέρα που πέθανε. Πολλές φορές κοιτάζω παλιές φωτογραφίες προσπαθώντας να διασώσω τη μορφή της στο μυαλό μου. Θυμάμαι μία γυναίκα σκληρή, αλλά και τρυφερή, όπως άλλωστε όλες οι γυναίκες της εποχής της. Έμαθε να υπομένει τα καλά και τα κακά που συνέβαιναν μέσα στην οικογένεια με μία στωικότητα. Εξάλλου αυτή ήταν στην πραγματικότητα ο στυλοβάτης της. Ποτέ δεν έμαθα αν με συγχώρεσε για τη ζωή που έκανα. Εγώ όμως δεν της κράτησα κακία. Άλλωστε δεν έφταιγε εκείνη, αλλά η συντηρητική κοινωνία που ζούσε. Όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη – τώρα είναι κάτι που το κάνω πολύ σπάνια – νομίζω ότι τη βλέπω μπροστά μου να μου χαμογελά. Αν η μάνα μου γνώριζε ότι γράφω την ιστορία των προγόνων μας μπορεί και να ένιωθε περήφανη για μένα. Ποιος ξέρει; Ίσως με αυτόν τον τρόπο ζητώ από την ψυχή της να με συγχωρέσει. Εξάλλου πάντα πίστευα στην ύπαρξη της ψυχής. Αυτό ήταν κάτι που μου έδινε δύναμη όσα χρόνια δούλευα και ζούσα στα σκοτεινά καταγώγια.
Θέλω να πιω ένα τελευταίο ποτηράκι πριν πέσω για ύπνο, παίρνοντας αγκαλιά το μοναδικό πλάσμα που με ανέχεται πια, τη γάτα μου. Έχω τόσα ακόμα να σας διηγηθώ που θα πρέπει να είμαι δυνατή και γερή για να τα καταφέρω. Κλείνω το φως. Σε λίγο ξημερώνει 16 Σεπτεμβρίου 1975…