της Γιώτας Αγαπητού
Ο Ηλίας ικανοποιημένος μετά τη συνάντησή του με την Γεωργία, αποφάσισε να περάσει όλη την υπόλοιπη μέρα του στον καφενέ, παρέα με παλιούς φίλους και γνωστούς. Στο σπίτι, πέρα από τους εργάτες που βοηθούσαν στις εξωτερικές δουλειές, δεν υπήρχε κανένας άλλος άντρας για να μιλήσει. Με τις γυναίκες δεν είχε και πολλά να πει. Μα ούτε και ήθελε ν’ ανακατεύεται στα πόδια τους. Για τη Χαρίκλεια ήταν σίγουρος ότι θα είχε μάθει τα νέα από την κόρη τους. Αφού την ώρα που έφευγε την είδε με την άκρη του ματιού του να μπαίνει τρέχοντας μαζί με την Ευθαλία στην κουζίνα, όπου καθόταν μόνη της η Γεωργία. Ήταν λοιπόν βέβαιος ότι εκείνη θα περιέγραφε στις δύο γυναίκες με κάθε λεπτομέρεια τη συνάντησή τους. Φοβόταν όμως ότι η γυναίκα του όταν εκείνος θα γύριζε το βράδυ στο σπίτι θα του έβαζε τις φωνές, γιατί απέφευγε με τρόπο να δει τον Ισίδωρο. Αυτό ήταν κάτι που δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα, μιας και είχε ήδη αποφασίσει να του μιλήσει μόνο όταν θα ένιωθε έτοιμος.
Στη διαδρομή, κοιτώντας τα κτίρια, σκεφτόταν ότι ελάχιστα πράγματα είχαν αλλάξει στην πολιτεία μετά από τόσα χρόνια απουσίας, λες κι ο χρόνος είχε την τάση να παγώνει ότι άγγιζε. Φτάνοντας στην πόρτα του καφενέ η μνήμη του ταξίδεψε στο παρελθόν. Μπροστά του αντίκρισε ένα νεαρό αλητάκο, που μόλις είχε φτάσει στη μεγάλη και πλούσια πόλη. Τον είδε να μπαίνει με θάρρος και τόλμη στο μαγαζί και να ζητάει δουλειά από τον ιδιοκτήτη. Η φυσιογνωμία του έκανε του θαμώνες να τον συμπαθήσουν αμέσως. Αν και πέρασε δύσκολα χρόνια μέσα στο ορφανοτροφείο, αυτό δε στάθηκε εμπόδιο ώστε ν’ αναπτύξει μία ευγενική και δυναμική προσωπικότητα.
Ο Ηλίας κοιτάζει στο τζάμι του παραθύρου τα μαλλιά του, τα οποία τώρα έχουν γίνει γκρίζα. Στο πρόσωπό του είναι χαραγμένα τα χρόνια που έφυγαν μαζί με όλες τις όμορφες και δύσκολες στιγμές που βίωσε. Ξάφνου συνειδητοποιεί ότι έχει περάσει τα πενήντα. Δεν είναι πια εκείνος ο ανέμελος νέος που ζούσε για το σήμερα. Από τη στιγμή που παντρεύτηκε τη Χαρίκλεια, από αλητάκος και τυχοδιώκτης, μεταμορφώθηκε σ’ ένα καλό οικογενειάρχη και σοβαρό επιχειρηματία, βάζοντας στην άκρη τη σπίθα που έκαιγε στην ψυχή του. Μπαίνοντας στον καφενέ τα βλέμματα των θαμώνων έπεσαν πάνω του, προσπαθώντας να καταλάβουν ποιος είναι αυτός ο ξένος. Όμως κι ο ίδιος πίσω από τα ανέκφραστα και περίεργα πρόσωπά τους προσπαθούσε ν’ αναγνωρίσει παλιές και οικείες φυσιογνωμίες. Κάτι που δεν άργησε να συμβεί. Σε λίγα λεπτά ο Ηλίας θυμήθηκε πολλούς απ’ αυτούς τους ανθρώπους που στο παρελθόν ήταν φίλοι του. Συγκινημένος, όπως και κείνοι, αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν να μιλούν για τις ζωές τους μετά από τόσα χρόνια που είχαν να βρεθούν. Τον καφέ και το λουκούμι, με το πέρασμα της ώρας, διαδέχτηκαν τα κεράσματα με τσίπουρο και μεζέ. Χωρίς καν να το καταλάβουν η μέρα πέρασε γρήγορα, όπως ακριβώς και οι τρεις δεκαετίες που είχαν περάσει από πάνω τους. Όλοι τους ένιωθαν συγκινημένοι, αναπολώντας τις δύσκολες στιγμές του παρελθόντος, τότε που ήταν ενωμένοι σαν μια γροθιά. Αναφέρθηκαν όμως και στο παρόν, αλλά και στις προσπάθειες που γίνονταν κατά καιρούς για ν’ απελευθερωθεί ο τόπος από τους Τούρκους. Για τις φήμες που ακούγονταν, ότι οι οπλαρχηγοί στη Ρούμελη και στο Μοριά ετοίμαζαν το μεγάλο ξεσηκωμό με τις ευλογίες του Τσάρου της Ρωσίας. Ακούγοντας όλα αυτά ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά. Θα ήθελε αν ήταν νεότερος να έπαιρνε κι αυτός τα όπλα για να πολεμήσει.
Ο Ηλίας μισούσε τους Τούρκους. Δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι δύο φορές έκαναν μεγάλο κακό στην οικογένειά του. Όταν ήταν μικρός σκότωσαν τον πατέρα του, ο οποίος ήταν κληρικός και συνεργάτης του Μητροπολίτη που ξεσήκωνε τους Έλληνες εναντίων των κατακτητών. Όσους επαναστάτησαν τούς αποκεφάλισαν για παραδειγματισμό, ενώ τις γυναίκες της περιοχής τις ατίμασαν, κι αυτές από ντροπή αυτοκτόνησαν. Εκείνος τότε ήταν μικρό παιδί και μπόρεσε να ξεφύγει, περιπλανώμενος μαζί με άλλα παιδιά στα κακοτράχαλα βουνά της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Για καιρό βοηθούσαν τους Κλέφτες της περιοχής. Ώσπου ο ίδιος κατέληξε σ’ ένα ορφανοτροφείο. Τότε ήταν μόλις εννέα χρονών. Στο ίδρυμα έμεινε μέχρι τα δεκατρία του, ζώντας τέσσερα ολόκληρα χρόνια ξυλοδαρμού και κακοποίησης. Εκεί γνώρισε τον Βασίλη και τον Παναγή. Τα δύο αυτά αγόρια ήταν πιο μεγάλα από κείνον. Όμως τον λυπόταν και τον προστάτευαν. Επειδή ο καημένος, λόγω των άσχημων συνθηκών διαβίωσης, δεν έτρωγε. Τα βράδια αντί να κοιμάται, τρύπωνε κρυφά στο γραφείο του διευθυντή και διάβαζε τα βιβλία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του. Οι τρεις τους κάποια στιγμή κατάφεραν επιτέλους να ξεφύγουν, μένοντας μετά την απόδρασή μαζί περίπου για μια εβδομάδα. Ξαφνικά όμως χωρίσανε απότομα, κι ο καθένας πήρε το δρόμο του. Από τότε δεν τους ξανάδε ποτέ. Πολλές φορές τα βράδια, όταν έκλεινε τον καφενέ του, αναρωτιόταν πώς θα ήταν η ζωή του αν δεν είχε ξεφύγει από την κόλαση του ορφανοτροφείου. Ο Ηλίας ένιωθε οργή και θυμό, γιατί οι Τούρκοι και πάλι μετά από χρόνια καθόρισαν τη μοίρα τής οικογένειάς του. Αυτή τη φορά βιάζοντας τη μονάκριβη κόρη του κι αναγκάζοντάς την να φέρει στον κόσμο τον καρπό αυτής της αποτρόπαιης πράξης.
Αφήνοντας το ποτήρι, που δεν είχε σταματήσει να γεμίζει με τσίπουρο, πήρε μία βαθιά ανάσα. Παρόλες τις σκέψεις που έρχονταν στο μυαλό του αισθάνονταν χαλαρός. Η συνάντηση αυτή και τα ευχάριστα νέα για τον ξεσηκωμό τον έκαναν να νιώσει χαρούμενος. Είχε ξεχάσει όλα αυτά τα χρόνια πόσο είχε νοσταλγήσει τους ανθρώπους που κάποτε συντρόφευσαν τα νιότη του. Χωρίς να το καταλάβει η συζήτηση ήρθε στην Μυρσίνη και τον Ισίδωρο. Ο Ηλίας έμαθε γι’ αυτούς πράγματα που δεν γνώριζε καθόλου. Ωστόσο, τον βοήθησαν να καταλάβει καλύτερα τον πεθερό του.
Το σκοτάδι είχε καλύψει την πολιτεία. Το χιόνι είχε αρχίσει σιγά σιγά να σκεπάζει το δρόμο και τις σκεπές των σπιτιών, ενώ το αχνό φως που έφεγγε από τα παράθυρα έδινε μία αίσθηση θαλπωρής στους βιαστικούς διαβάτες. Ήταν η ώρα να κλείσει κι ο καφενές. Όμως οι θαμώνες του δε βιάζονταν καθόλου. Ο Ηλίας ζαλισμένος από το πιοτό και το πολύ φαγητό ένιωθε το σώμα του βαρύ. Ήξερε ότι η γυναίκα του θ’ ανησυχούσε που άργησε. Αφού χαιρέτησε φίλους και γνωστούς, τούς υποσχέθηκε ότι όσο καιρό θα ήταν στην πολιτεία θα τους συναντούσε συχνά.
Βγήκε έξω στο δρόμο, ο παγωμένος αέρας τον συνέφερε από τη ζάλη που ένιωθε από τη ζέστη και το ποτό. Μπροστά του είδε και πάλι το νεαρό αλήτη να του χαμογελάει γεμάτος ικανοποίηση και να χάνεται μέσα στο σκοτάδι. Ίσως γιατί πήγαινε να συναντήσει για μία ακόμα φορά το κορίτσι που θα γινόταν σύντροφος της ζωής του.