της Γιώτα Αγαπητού
Εν Αθήναις 15 Σεπτεμβρίου 1975.
Κοντεύει μεσημέρι. Αν δεν ήταν τ’ αδέσποτα της γειτονιάς να με ξυπνήσουν με τις φωνές τους ίσως και να κοιμόμουνα ακόμα. Δύο μέρες είχα μουσαφιραίους στο σπίτι κι όλο αυτό με εξουθένωσε ψυχικά και σωματικά. Είχαν έρθει από το χωριό ο αδερφός μου ο Ισίδωρος μαζί με τη γυναίκα του την Κατίνα για κάτι δουλειές στην πόλη. Εκείνος είναι σχεδόν δέκα χρόνια μικρότερος από μένα. Όταν φτάσει η ώρα θα σας μιλήσω και γι’ αυτούς. Εξάλλου τώρα πια στην ηλικία μου δεν έχω να κρύψω τίποτα, γιατί δε ντρέπομαι για τίποτα. Απλά σέβομαι όλα εκείνα που θεωρώ αξιόλογα και σπουδαία. Γι’ αυτό και ξετυλίγω τις ζωές ανθρώπων που για μένα είναι σημαντικοί και τυγχάνει κάποιοι απ’ αυτούς να είναι πρόγονοί μου. Συνεχίζω λοιπόν την αφήγηση από εκεί που τη σταμάτησα.
Πατέρας και κόρη έμειναν για λίγη ώρα αγκαλιασμένοι, αδιαφορώντας για τ’ αδιάκριτα βλέμματα που είχαν καρφωθεί πάνω τους γεμάτα αγάπη και τρυφερότητα. Η Χαρίκλεια καθισμένη στην άκρη του τραπεζιού δάκρυζε, ενώ με την άκρη του μανικιού σκούπιζε κάθε τόσο τα μάτια της για να μην τη δουν. Η Μυρσίνη έκανε νόημα στην Ευθαλία ότι θα έπρεπε διακριτικά ν’ απομακρυνθούν από την κουζίνα και ν’ αφήσουν για λίγο μόνους τη Γεωργία με τον Ηλία να μιλήσουν. Ξαφνικά το δωμάτιο άδειασε, ενώ ο ήλιος που έμπαινε από τα μεγάλα παράθυρα φώτιζε το χώρο, κάνοντάς τον να μοιάζει ακόμα μεγαλύτερος, θυμίζοντας έτσι σκηνικό σεξπηρικής τραγωδίας που καθρέφτιζε τις ζωές τους.
Όταν έμειναν μόνοι, η Γεωργία απομακρύνθηκε απότομα από την αγκαλιά του πατέρα της, καθώς εκείνος της έδινε την εντύπωση ότι ήταν σκεπτικός. Το πρόσωπό του όμως δε φαινόταν θυμωμένο. Ένιωθε ανακούφιση που επιτέλους βρισκόταν δίπλα στο παιδί του για να το βοηθήσει. Όσα είχε σκεφτεί να της πει όταν θα τη συναντούσε τώρα του φαινόταν ανούσια. Εξάλλου το μελαγχολικό κι αποφασιστικό βλέμμα της κόρης του τα έλεγε όλα. Ντρεπόταν που όλο αυτό το διάστημα τη θεωρούσε πολύ αδύναμη και δειλή για μία τέτοια πράξη. Ίσως γιατί ήταν η μοσχοαναθρεμένη του, που πάντα πίστευε πως θα την προστάτευε από κάθε κακό. Όμως σε μία τόσο δύσκολη στιγμή που καθόρισε τη ζωή της, εκείνος άθελά του ήταν απών. Για λίγο το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Θύμωσε με τον εαυτό του. Ήθελε να μπορούσε να σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια τον Τούρκο που τόλμησε να βιάσει την κόρη του, αφήνοντάς την έγκυο κι εξαναγκάζοντάς την να ωριμάσει τόσο απότομα. Τώρα πια δεν ένιωθε ντροπή γι’ αυτό που συνέβη στην οικογένειά του. Ήταν περήφανος για το παιδί του. Κοιτάζοντάς το, θαύμασε το θάρρος και το δυναμισμό που έδειξε σκοτώνοντας τον βιαστή της. Όταν την πήρε πρώτη φορά στην αγκαλιά του δε φανταζόταν το σκληρό μέλλον που θα της επιφύλασσε η μοίρα. Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά οι λέξεις δεν μπορούσαν πια να βγουν απ’ τα χείλη του.
Η Γεωργία όλη αυτή την ώρα στεκόταν απέναντί του και τον κοιτούσε φορτισμένη συναισθηματικά. Τα μάτια της ήταν μελαγχολικά και φαινόταν για μία ακόμα φορά έτοιμα να δακρύσουν. Από μικρή για τον κύρη της ένιωθε πάντα σεβασμό και όχι φόβο. Άλλωστε εκείνος με τη συμπεριφορά του ποτέ δεν προκάλεσε τέτοια συναισθήματα στα παιδιά του. Τώρα όμως και πάλι ντρεπόταν να τον κοιτάξει στα μάτια. Προσπάθησε με δυσκολία να ψελλίσει κάποιες λέξεις. Ωστόσο οι λυγμοί που έβγαιναν από το στήθος της την έπνιγαν. Ήθελε να του πει όλα όσα βίωσε εκείνο το μοιραίο αυγουστιάτικο απόγευμα. Βλέποντάς την σ’ αυτή την κατάσταση ο πατέρας της την πήρε και πάλι στην αγκαλιά του, δείχνοντάς της με αυτόν τον τρόπο ότι δε χρειάζεται να πουν τίποτα. Μετά από όλα αυτά ο Ηλίας αισθάνθηκε ότι ήταν έτοιμος και δυνατός ν’ αντικρούσει τα κακόβουλα σχόλια των συγχωριανών του. Άγγιξε απαλά για πρώτη φορά τη φουσκωμένη κοιλιά της κόρης του, συνειδητοποιώντας ότι σε λίγους μήνες θα έρθει στον κόσμο ένα παιδί, το εγγόνι του, δημιούργημα μιας αποτρόπαιας πράξης. Τα θέματα που θα είχε να αντιμετωπίσει η οικογένειά του από δω και πέρα θα ήταν πολλά και γι’ αυτό έπρεπε να είναι ενωμένη. Από τους γιους του, που ήταν μακριά, δεν περίμενε καμία βοήθεια. Εξάλλου αυτοί εδώ και μερικά χρόνια είχαν απομακρυνθεί από κοντά τους, ακολουθώντας το δικό τους δρόμο. Πατέρας και κόρη σ’ αυτή τη συνάντηση, χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα, τα είχανε πει όλα.
Ο Ηλίας δίνοντας στην κόρη του ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο βγήκε βιαστικά από την κουζίνα. Απορροφημένος από τις σκέψεις του προσπέρασε γρήγορα τη Χαρίκλεια με την Ευθαλία, χωρίς καν να τις προσέξει, καθώς οι δύο γυναίκες είχαν σταθεί εδώ και ώρα πίσω από την πόρτα για να κρυφακούσουν. Στην πόλη είχε γνωστούς που είχε να τους δει αρκετά χρόνια. Τώρα που η συνάντησή του με τη Γεωργία εξελίχθηκε καλύτερα απ’ όσο θα περίμενε, ένιωθε την ανάγκη να πάει στο καφενείο για να μιλήσει με παλιούς φίλους. Εξάλλου ήταν ευκαιρία να μάθει αν ίσχυαν όλα όσα ακούγονταν εδώ και καιρό στο χωριό του, αλλά και στις γύρω περιοχές, ότι ο Μοριάς με τη Ρούμελη ετοίμαζαν επανάσταση εναντίων των Τούρκων. Ένας άλλος λόγος όμως που ήθελε να φύγει από το σπίτι ήταν γιατί δεν ήθελε ακόμα να συναντήσει τον Ισίδωρο. Αυτή τη στιγμή μια τέτοια συνάντηση δε θα του ήταν ευχάριστη.
Η Χαρίκλεια με την εξαδέρφη Ευθαλία βλέποντας τον Ηλία να φεύγει μπήκαν στο δωμάτιο. Εκεί, καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας στεκόταν ήρεμη και γαλήνια η Γεωργία. Βυθισμένη στις σκέψεις της χάιδευε τρυφερά τη φουσκωμένη κοιλιά της. Ίσως και να ήταν η πρώτη φορά που το έκανε με τόση στοργή. Όλους αυτούς τους μήνες προσπαθούσε να μην την αγγίζει εξαιτίας των διφορούμενων συναισθημάτων που ένιωθε για το αγέννητο μωρό της. Η ίδια ποτέ της δε θέλησε ν’ αποκτήσει παιδί, μα αν το έκανε κάποτε για χάρη των γονιών της θα φρόντιζε πρώτα να παντρευτεί, ακολουθώντας τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής της. Δυστυχώς όμως για κείνη η ζωή είχε άλλα σχέδια, αποφασίζοντας να της χαρίσει το παιδί του βιαστή της. Ένα πλάσμα που σίγουρα δεν έφταιγε σε τίποτα. Γι’ αυτό και η Γεωργία θα έπρεπε να πάψει να βλέπει στα μάτια του τον άνθρωπο που καθόρισε με το χειρότερο τρόπο το μέλλον της, με την ευχή και την ελπίδα ότι εκείνη και το μωρό της δε θα βίωναν ποτέ ξανά άλλες τραγικές στιγμές που θα τους σημάδευαν…