Η ιστορία μιας ανήλικης πόρνης – Μέρος 13ο

της Γιώτας Αγαπητού

Το σούρουπο βρήκε τους δύο ταξιδιώτες να φτάνουν στο ίδιο πανδοχείο που πριν από πολλά χρόνια είχαν και πάλι ξημερώσει, με προορισμό τη Μακεδονία, μόνο που τότε ήταν νέοι, ερωτευμένοι και γεμάτοι όνειρα για την κοινή ζωή τους που μόλις ξεκινούσε. Ο Ηλίας και η Χαρίκλεια ήθελαν έστω και για λίγες ώρες να ξαναθυμηθούν τις στιγμές που πέρασαν ως νιόπαντροι σε κείνο το χάνι. Παρόλα αυτά όμως δε μπορούσαν να βγάλουν από τη σκέψη τους το λόγο για τον οποίο έκαναν αυτό το ταξίδι. Την άλλη μέρα ξύπνησαν νωρίς το πρωί. Ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις λιγοστές ώρες της ημέρας ώστε να φτάσουν με ασφάλεια στο σπίτι της Μυρσίνης και της εξαδέρφης Ευθαλίας.

Το βράδυ που πέρασε ήταν μία μικρή ανάπαυλα για όσα θα ερχόταν τις επόμενες εβδομάδες. Τόσο εκείνοι, όσο και τ’ άλογά τους, ήταν ξεκούραστα κι έτοιμα να συνεχίσουν την πορεία τους. Η Χαρίκλεια άφησε τον άντρα της να πηγαίνει μπροστά για να την καθοδηγεί. Ένιωθε ασφάλεια με τον Ηλία και γι’ αυτό άφησε τις χειμωνιάτικες εικόνες που τις προσέφερε απλόχερα η φύση να την παρασύρουν. Όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Της ήταν δύσκολο να μη σκέφτεται τα όσα θα συνέβαιναν. Αν και δεν το είχε συζητήσει ποτέ με το σύντροφό της, αγχωνόταν για το πώς θα εξελισσόταν η συνάντησή του με τον Ισίδωρο. Ήταν κοινό μυστικό ανάμεσα στις γυναίκες της οικογένειας ότι οι δύο αυτοί άντρες σχεδόν μισούσαν ο ένας τον άλλον. Μάλιστα αρκετές φορές στο παρελθόν είχαν λογομαχήσει έντονα μπροστά σε τρίτους. Δεν ήθελε όμως να τον ρωτήσει πώς αισθανόταν που θα τον αντιμετώπιζε ξανά, γιατί θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Την προβλημάτιζε όμως και κάτι ακόμη πιο σοβαρό. Ποια θα ήταν η αντίδραση της εγκυμονούσας Γεωργίας όταν θα έβλεπε ξαφνικά τον πατέρα της. Ευχόταν μέσα της όλες αυτές οι σκέψεις να μην είναι τελικά παρά μόνο δικές της φοβίες. Αφού πήρε μία βαθιά ανάσα, αφήνοντας τον παγωμένο αέρα να γεμίσει τα πνευμόνια της, άρπαξε με δύναμη τα χαλινάρια του αλόγου κι άρχισε να τρέχει προσπερνώντας τον Ηλία. Εκείνος την κοίταζε με θαυμασμό και τρυφερότητα. Οι δυο τους για αρκετή ώρα συναγωνίζονταν στο τρέξιμο σαν μικρά παιδιά. Εξάλλου, στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε σχεδόν κανείς για να τους δει.

Κόντευε να νυχτώσει. Ήδη τα πρώτα αστέρια είχαν αρχίσει δειλά δειλά να φωτίζουν τον ουρανό, όταν επιτέλους το ταξίδι τους έφτανε στο τέλος του.  Όταν η Ευθαλία άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα παραξενεύτηκε, όπως και η μάνα της η Μυρσίνη, που αντίκρισαν το ζευγάρι. Άλλωστε γνώριζαν καλά ότι κάθε φορά που η εξαδέρφη της τους επισκεπτόταν τους ενημέρωνε ήδη από πριν. Όμως η χαρά των δύο γυναικών ήταν μεγάλη που έβλεπαν ξανά τον Ηλία μετά από τόσα χρόνια. Η Χαρίκλεια θέλοντας να δικαιολογηθεί, τούς εξήγησε ότι ο λόγος που δεν τους ενημέρωσε για τον ερχομό τους ήταν η κακοκαιρία των προηγούμενων ημερών, η οποία δυσκόλευε την επικοινωνία. Μπαίνοντας μέσα οι δύο γονείς ρώτησαν αμέσως πού βρίσκεται το παιδί τους, για να λάβουν την απάντηση ότι ήταν στο μικρό σπιτάκι του κήπου και φρόντιζε τον Ισίδωρο. Όταν το άκουσε αυτό ο Ηλίας προσπάθησε από ευγένεια να κρύψει τον εκνευρισμό του ώστε να μη στενοχωρήσει τις οικοδέσποινες του σπιτιού. Εξάλλου ένιωθε αρκετά καταβεβλημένος από το ταξίδι για ν’ ασχοληθεί με ένα τόσο σοβαρό θέμα. Άλλωστε είχε αρκετές μέρες μπροστά του ώστε να μιλήσει με την κόρη του. Είχε σκεφτεί μάλιστα και τα λόγια που θα της έλεγε. Αφού το ζευγάρι δείπνησε με τις δύο οικοδέσποινες, έπειτα, για πολύ ώρα, πίνοντας  ζεστό τσάι κάθισαν στο χαγιάτι αναπολώντας το παρελθόν. Η Μυρσίνη συγκινημένη δεν άφηνε το βλέμμα της ν’ απομακρυνθεί από τον Ηλία. Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, στο πρόσωπό του έβλεπε τον γιο που δεν της χάρισε η ζωή. Ποτέ δεν ξεπέρασε το γεγονός ότι οι δύο νέοι όταν παντρεύτηκαν αποφάσισαν να φύγουν μακριά της. Αυτό ήταν ένα ακόμα αγκάθι που μάτωνε συνεχώς την ψυχή της ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία από γινάτι δεν τους επισκέφτηκε ποτέ στο μέρος όπου είχαν αποφασίσει να ζήσουν, αν και δεν είχε συναντήσει τους γιους της οικογένειας. Στις μεγάλες χαρές και λύπες της Χαρίκλειας, εκείνη προφασιζόμενη διάφορες δικαιολογίες ήταν πάντα απούσα. Παρόλο που η θετή της κόρη τη θεωρούσε πραγματική μάνα. Όμως τα χρόνια πέρασαν και κείνη είχε πια γεράσει, μετατρέποντας στο μυαλό της τις πικρίες του παρελθόντος σ’ ένα ξεθωριασμένο καμβά αναμνήσεων. Σημασία τώρα είχε να σταθεί στο πλάι της αυτή τη δύσκολη στιγμή. Στο πρόσωπο της Γεωργίας εκείνη αντίκριζε ασυναίσθητα την καρδιακή της φίλη, την Βασιλεία. Γιαγιά κι εγγονή, αν και η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να μη συναντηθούν, έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, τόσο εξωτερικά όσο και στο χαρακτήρα, καθώς και οι δύο ήταν ονειροπόλες κι ευαίσθητες.

Ο Ηλίας όλο το βράδυ δε μπόρεσε να κοιμηθεί, περιμένοντας να ξημερώσει. Το πρωί αναζήτησε την κόρη του μέσα στο σπίτι. Είχαν περάσει σχεδόν τέσσερις μήνες που είχε να τη δει. Η κοιλιά της θα είχε μεγαλώσει αρκετά. Το κορίτσι που έφυγε από το σπίτι του είχε γίνει πια γυναίκα. Αισθανόταν ότι όσο κι αν το προσπαθούσε θα ένιωθε άβολα να την αντικρίσει σε αυτή την κατάσταση. Οι άντρες πάντα ένιωθαν περίεργα να μιλάνε για τέτοια θέματα, μιας και τα θεωρούσαν γυναικείες υποθέσεις. Κατευθύνθηκε βιαστικά προς την κουζίνα. Εκεί βρήκε την Ευθαλία μαζί με τη γυναίκα και την κόρη του να κάθονται. Η Χαρίκλεια είχε φροντίσει από το προηγούμενο βράδυ, κρυφά από κείνον, να ενημερώσει το παιδί τους ότι είχαν έρθει μαζί,  για να μη σοκαριστεί όταν θα συναντούσε τον κύρη της. Οι πρώτες κουβέντες ανάμεσα σε πατέρα και κόρη ήταν τυπικές. Όσο κι αν η μάνα πάλευε να την πείσει ότι δεν έφταιγε για το βιασμό της από τον Τούρκο, η Γεωργία αντικρίζοντάς τον ένιωσε ντροπή για την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της. Στεναχωριόταν που εκείνος θα στιγματιζόταν εξαιτίας της στο μικρό χωριό όπου ζούσαν. Η νεαρή γυναίκα μετά από μερικές στιγμές αμηχανίας δεν άντεξε και πήγε να κρυφτεί στην αγκαλιά του μπαμπά της. Αυτός κρατώντας τη σφιχτά με τα δυο του χέρια άφησε τα δάκρυα να κυλίσουν από το πρόσωπό του. Η Χαρίκλεια κοιτώντας τους ένιωσε να φεύγει από το στήθος της ένα βάρος. Ήταν πια η ώρα να μείνουν μόνοι οι δυο τους για να μιλήσουν.

Οι εικόνες αυτές φέρνουν στο νου μου χωρίς να το θέλω το δικό μου πατέρα. Έναν άνθρωπο σκληρό και απόλυτο απέναντι στη γυναίκα και τα παιδιά του. Ακόμα και τώρα που είμαι εβδομήντα πέντε χρονών κι έχω γεράσει αναρωτιέμαι αν ποτέ μας αγάπησε. Για τον κόσμο ήταν ένας καλός, πράος κι ευγενικός άνθρωπος. Βλέπετε, ήξερε καλά να κρύβει τον πραγματικό του εαυτό πίσω από το ράσο του. Από τότε που ήμουν ακόμα παιδί πίστευα ότι πολλές φορές τα ράσα κρύβουν πολλά και σκοτεινά πράγματα, αλλά και άλλες φορές απέραντη καλοσύνη. Κάποια στιγμή, όπως έχω ξαναπεί, θα μιλήσω χωρίς να ντραπώ για τη ζωή μου και τους ανθρώπους που τη σημάδεψαν.

Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο βλέπω τα πρώτα λεωφορεία να μεταφέρουν νυσταγμένους επιβάτες που κυνηγούν το μεροκάματο. Το ρολόι στον τοίχο δείχνει έξι το πρωί. Είναι η ώρα να σταματήσω το γράψιμο και να πάω για ύπνο, ελπίζοντας ότι ίσως έρθει και πάλι στα όνειρά μου η προγιαγιά μου η Γεωργία για να μου δώσει κουράγιο κι έμπνευση να συνεχίσω να καταγράφω την ιστορία των προγόνων μου…

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο