της Γιώτας Αγαπητού
Εν Αθήναις 10 Σεπτεμβρίου 1975
Κοντεύουν μεσάνυχτα κι ακόμα δε μπορώ να κοιμηθώ. Όλο αυτό τον καιρό προσπαθούσα να βάλω σε μία τάξη τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μου δημιουργήθηκαν από το σκληρό παρελθόν της οικογένειάς μου. Οι μέρες που πέρασαν από την τελευταία φορά που έγραψα ήταν μοναχικές. Οι ατέλειωτες βόλτες που έκανα κατέληγαν συνήθως είτε στη θάλασσα είτε στον Πειραιά. Εκεί όπου πέρασα τα εντονότερα χρόνια της ζωής μου. Πολλοί περαστικοί με κοιτούσαν παράξενα που μ’ έβλεπαν να περπατάω μονάχη. Τους έκανε εντύπωση που μία γυναίκα της ηλικίας μου κυκλοφορούσε χωρίς παρέα, μιας και τώρα είμαι μία μεγαλοκοπέλα εβδομήντα πέντε χρονών. Εχθές για πρώτη φορά μετά από χρόνια ο δρόμος μ’ έβγαλε μπροστά σ’ ένα μπαρ. Έτσι αποφάσισα να μπω και να πιω πολύ. Μέσα στη ζάλη του ποτού και της κάπνας από τα τσιγάρα είδα μπροστά μου να περνούν όλες αυτές οι γυναίκες για τις οποίες σας μιλάω. Αέναες μορφές που θύμιζαν νεράιδες. Κάθε μια τους με κοίταζε γεμάτη ικανοποίηση και χαρά που με την πένα μου εξιστορούσα τη ζωή της. Όλο αυτό μου έδωσε θάρρος για να συνεχίσω το γράψιμο. Γιατί, δε σας κρύβω ότι πολλές φορές ένιωσα την ανάγκη να τα παρατήσω. Βγαίνοντας τα ξημερώματα από το μαγαζί είχα την αίσθηση της θολούρας που σου αφήνουν τέτοια μέρη, καθώς το φθηνό και κακής ποιότητας αλκοόλ ρέει άφθονο. Για μία ολόκληρη μέρα δε μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Μέχρι και η παλιόγρια, η γάτα μου, τρόμαξε που με είδε σ’ αυτή την κατάσταση. Επιτέλους κάποια στιγμή κατάφερα να ξυπνήσω, όταν είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Ένιωθα ότι ήμουν γεμάτη όρεξη κι ενέργεια για δημιουργία. Ωστόσο, απομεινάρι της προηγούμενης νύχτας είχε μείνει ο φοβερός πονοκέφαλος που δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Αυτό όμως δε με απέτρεψε από το να καθίσω να γράψω. Πήρα, λοιπόν, μία ασπιρίνη, έφτιαξα ένα δυνατό καφέ και ξεκίνησα πάλι το γράψιμο από κει που είχα σταματήσει την αφήγηση.
…Ο Δεκέμβριος μαζί με τις γιορτές των Χριστουγέννων έφερε και μία πρωτοφανή κακοκαιρία. Το χιόνι για μέρες έπεφτε ασταμάτητα, ενώ το κρύο ήταν τσουχτερό. Ακόμα και οι πιο τακτικοί πελάτες του καφενέ πήγαιναν τώρα πια σπάνια. Η Χαρίκλεια αγχωνόταν που δε μπορούσαν να επισκεφτούν προς το παρόν μαζί με τον Ηλία την κόρη τους. Στο μυαλό της συνεχώς είχε την έννοια της. Ήλπιζε πως κάποια στιγμή θα καλυτέρευαν τα πράγματα για να μπορέσουν να ταξιδέψουν. Πέρα απ’ αυτό όμως, ο άντρας της ανησυχούσε για όσα ακούγονταν. Στη Ρούμελη και το Μοριά ετοίμαζαν τον ξεσηκωμό του γένους. Αν όλα αυτά ήταν αλήθεια θα έπρεπε να φέρουν πίσω στο σπίτι τους την Γεωργία, μιας και τα γεγονότα μπορεί να έπαιρναν ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Η Γεωργία τον καιρό που έμενε στο σπιτικό της Ευθαλίας προσπαθούσε να είναι ήρεμη κι αισιόδοξη. Οι σχέσεις της με την Μυρσίνη από την πλευρά της συνέχιζαν να είναι τυπικές, σχεδόν αδιάφορες. Όσο κι αν εκείνη προσπαθούσε να την πλησιάσει, η νεαρή γυναίκα έκανε τα πάντα για να την αποφύγει. Ντρεπόταν που αυτή, όπως και η γιαγιά της, είχε μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη που τη στιγμάτιζε.
Αντίθετα με τον Ισίδωρο, η Γεωργία ένιωθε πολύ οικία. Τον θεωρούσε δεύτερο πατέρα της. Γι’ αυτό και τον φρόντιζε πολύ. Περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας της στο μικρό σπιτάκι του κήπου όπου διέμενε εκεί ο ηλικιωμένος άντρας εδώ και χρόνια. Τις ώρες εκείνες αυτός τις διάβαζε βίους αγίων και της μιλούσε για τις σχέσεις του με ανθρώπους της εκκλησίας, όπως επίσης και τις σχέσεις που είχε αναπτύξει με σημαίνοντα πρόσωπα από τον πολιτικό και πνευματικό κόσμο της Ευρώπης. Τις έλεγε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν βαθιά φιλέλληνες, ονειρεύονταν να δουν κάποια στιγμή τούτο τον τόπο ν’ απελευθερώνεται από τους Τούρκους. Στο άγουρο κι ακαλλιέργητο ακόμα μυαλό της Γεωργίας τα λόγια του Ισίδωρου της φαίνονταν δυσνόητα, αλλά ταυτόχρονα και σπουδαία. Εξαιτίας της έντονης επιρροής του, εκείνη για πρώτη φορά στη ζωή της άρχισε ν’ αναπτύσσει μία ροπή προς το χριστιανισμό, μιας οι γονείς της, οι οποίοι δεν είχαν καλή σχέση με την εκκλησία και τους εκπροσώπους της, δε φρόντισαν ποτέ να εμφυσήσουν στα παιδιά τους τη χριστιανική πίστη. Ο πατέρας της βαθιά σκεπτόμενος και ορθολογιστής, θεωρούσε ότι οι θρησκείες εμποδίζουν τον άνθρωπο να σκέπτεται και να πράττει ελεύθερα, μετατρέποντάς τον σε δούλο. Όλες αυτές οι διαφορετικές αντιλήψεις έκαναν την άωρη ψυχή της Γεωργίας να αισθάνεται μπερδεμένη. Λάτρευε τον πατέρα της που όλα όσα ήξερε οφείλονταν στις εμπειρίες της ζωής του, αλλά το ίδιο θαύμαζε και τον Ισίδωρο, που οι γνώσεις του ήταν αποτέλεσμα των σπουδών που είχε κάνει σε μεγάλο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Τις σκέψεις αυτές δε μπορούσε να τις μοιραστεί με κανέναν από τους ενοίκους του σπιτιού που τη φιλοξενούσε. Από τη μάνα της γνώριζε ότι τόσο η Ευθαλία όσο και η Μυρσίνη αντιδρούσαν στην έντονη προσήλωση του Ισίδωρου στο χριστιανισμό. Εντύπωση της έκανε που οι δύο αυτές γυναίκες ετοιμαζόταν να γιορτάσουν στις 25 Δεκεμβρίου τα Ήλιούγεννα. Μία γιορτή αφιερωμένη στη γέννηση του πανάρχαιου ζωοδότη Θεού Ήλιου, οι ρίζες της οποίας χάνονται βαθιά μέσα στις πατρογονικές παραδόσεις. Η ημέρα αυτή για την Γεωργία ήταν οικία, αφού και στο δικό της σπιτικό την τιμούσαν με ιδιαίτερη λαμπρότητα κάθε χρόνο.
Η περίοδος των εορτών κύλισε γρήγορα κι ευχάριστα, κάνοντάς την να ξεφύγει για λίγο από τις σκέψεις που τη βασάνιζαν. Όλοι ήταν υπερπροστατευτικοί μαζί της και φρόντιζαν ώστε να νιώθει μέλος του σπιτιού. Παρόλα αυτά, όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει, η απουσία της μάνας της τής προκαλούσε θλίψη κι ανασφάλεια. Όμως σκεφτόταν και τον πατέρα της, αλλά και τις πιθανές αντιδράσεις του όταν θα μάθαινε για το βιασμό της από τον Τούρκο, τη δολοφονία του από κείνη, καθώς και την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της. Περίμενε με αγωνία να τον συναντήσει και να του μιλήσει η ίδια για τα όσα ακριβώς έζησε εκείνο το μοιραίο απόγευμα. Δυστυχώς όμως ο βαρύς χειμώνας που διήρκησε δύο ολόκληρους μήνες επέτεινε την αγωνία της. Αυτό την έκανε σχεδόν χωρίς να το καταλάβει να βρει απάγκιο και παρηγοριά στον Ισίδωρο, αποδεχόμενη σιγά σιγά τις χριστιανικές πεποιθήσεις του, οι οποίες τις έδιναν απατηλές ελπίδες. Αυτός μετά από καιρό ένιωθε και πάλι πραγματικά ευτυχισμένος. Είχε καταφέρει να μεταλαμπαδεύσει στο νεαρό κορίτσι, που το ένιωθε πια σαν κόρη του, τα δικά του πιστεύω, τα οποία ήταν αντίθετα από κείνα της Μυρσίνης, μιας και οι δυο τους εδώ και χρόνια συμπεριφέρονταν ως αντίπαλοι…