Η Γυναίκα με τα Περιστέρια

της Γιώτας Αγαπητού 

Κάθε πόλη, αλλά και χωριό είχε πάντα ανθρώπινες φιγούρες που γινόταν με τον τρόπο τους σημείο αναφοράς για τους κατοίκους. Άνθρωποι που λόγω της συμπεριφοράς τους σημάδεψαν εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς του χαρακτήρα τους τον τόπο όπου έζησαν. Με αποτέλεσμα, καθώς περνούσαν τα χρόνια, να μετατρέπεται η ιστορία τους σε λαϊκό μύθο που περνούσε από στόμα σε στόμα, ενδεδυμένη πάντα με απέραντα στοιχεία υπερβολής.

Η ιστορία μίας τέτοιας φιγούρας ξετυλίγεται σε μία πόλη κάπου στην Κεντρική Μακεδονία. Είναι η ιστορία της Χαρίκλειας, μίας γυναίκας μεγαλόσωμης, γύρω στα εξήντα πέντε, που εκείνο τον καιρό μετρούσε αντίστροφα το χρόνο για να  βγει στη σύνταξη.

Η Χαρίκλεια ζούσε στο μικρό πατρικό της σπίτι, το οποίο με τα χρόνια είχε αρχίσει και κείνο να γερνάει μαζί της. Κόρη βιοπαλαιστών, ο πατέρας της άνθρωπος με βαθιά αγνές αριστερές πεποιθήσεις, κυνηγήθηκε από τις δεξιές κυβερνήσεις, ήταν όμως περήφανος όπως έλεγε που του έκαναν την τιμή να τον στείλουν στην εξορία, όπως και τόσους άλλους συντρόφους του. Δυστυχώς, λόγω των έντονων κακουχιών που πέρασε δεν μπόρεσε με τη γυναίκα του να αποκτήσει άλλο παιδί. Μία ζωή κυνηγούσε το μεροκάματο, ενώ η γυναίκα του έπλενε σκάλες και δούλευε ως υπηρέτρια σε ξένα σπίτια. Η Χαρίκλεια βλέποντας την αδικία που βίωναν οι δικοί της, μέσα στο παιδικό μυαλό της άρχισε να κατασταλάζει το μίσος προς κάθε μορφή εξουσίας. Το δημοτικό το τελείωσε με το ζόρι λόγω της ατίθασης συμπεριφοράς της και των προβλημάτων που δημιουργούσε. Λάτρευε όμως τους γονείς της, ενώ δεν άντεχε να τους βλέπει να ζούνε μέσα στην ανέχεια και τη φτώχεια που τους επέβαλε το σύστημα.

Όταν τελείωσε το σχολείο αποφάσισε να συμβάλει στα έξοδα της οικογένειας, πιάνοντας δουλειά. Στην αρχή πουλώντας κουλούρια στους δρόμους της πόλης και αργότερα πλένοντας σκάλες. Έτσι, λοιπόν, ένας μακρύς κατάλογος από δουλειές του ποδαριού άρχισε να γράφεται μέχρι και την τελευταία στιγμή που θα έβγαινε στη σύνταξη. Με τ’ αγόρια δεν είχε πολλά πάρε δώσε, αλλά ούτε κι έκανε φιλίες με άλλα κορίτσια. Η Χαρίκλεια ήταν ένας πολύ μοναχικός και ιδιαίτερος άνθρωπος. Όταν δε δούλευε της άρεσε να κάνει σκίτσα επάνω σε πρόχειρα χαρτιά με εικόνες από στιγμές που τις έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση από τη ζωή της πόλης. Όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών γνώρισε τον Τάσο, τον άνθρωπο με τον οποίο έζησε μία θυελλώδη ζωή γεμάτη χωρισμούς, καυγάδες και αμέτρητες επανασυνδέσεις. Τους δύο αυτούς ανθρώπους όμως, τους ένωνε πάνω απ’ όλα μία βαθιά κι αιώνια αγάπη. Εκείνος της έκανε δώρο ό,τι πολυτιμότερο μπορούσε να της δώσει, την κόρη τους, την Έλενα. Ένα πλάσμα αέρινο, που θύμιζε νεράιδα.

Ο Τάσος όταν γνώρισε τη Χαρίκλεια ήταν εικοσιπέντε χρονών. Μεγαλωμένος μέσα στα ορφανοτροφεία, μιας και ήταν ένα από τα χιλιάδες ανεπιθύμητα μωρά που τα παράτησαν οι μανάδες τους έξω από την πόρτα κάποιου ιδρύματος. Οι γυναίκες αυτές, συνήθως έφηβες, τα είχαν φέρει κρυφά στον κόσμο και τις περισσότερες φορές ήταν καρπός ενός παράνομου έρωτα, που η παρουσία τους θα στιγμάτιζε τόσο εκείνα όσο και τις ίδιες, καθώς η μεταπολεμική κοινωνία ήταν πουριτανική και αβάσταχτα συντηρητική. Ο Τάσος άλλαξε δύο ορφανοτροφεία, το πρώτο ήταν στην Αθήνα και στη συνέχεια, άγνωστο πως, βρέθηκε στο ίδρυμα της πόλης όπου ζούσε η Χαρίκλεια, στην Κεντρική Μακεδονία. Ωστόσο, τα ιδρύματα αυτά ήταν τόσο απάνθρωπα και τα παιδιά εκεί μέσα βίωναν τόσο τη σωματική βία όσο και την ψυχολογική καταπίεση, μιας και οι αναχρονιστικοί αυτοί μέθοδοι χρησιμοποιούνταν ως ορθό μέσο διαπαιδαγώγησης.

Ο Τάσος, όπως τόσα άλλα παιδιά, κυρίως αγόρια, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών αποφάσισε μία μέρα να το σκάσει από τ’ ορφανοτροφείο και να μην ξαναγυρίσει ποτέ πίσω. Πάντα όμως τον στοίχειωνε, ακόμα και τότε που κόντευε τα εβδομήντα, το ίδιο όνειρο. Πολλά βράδια έβλεπε στον ύπνο του τη μάνα του ντυμένη μ’ ένα λευκό μακρύ φόρεμα, με τα μαλλιά της πιασμένα κότσο, πολύ όμορφη κι αέρινη, να τον γυρεύει, φωνάζοντας γλυκά τ’ όνομά του. Αν και ήθελε πολύ να τη συναντήσει και να τη σφίξει στην αγκαλιά του, χωρίς να τη ρωτήσει γιατί τον παράτησε, δεν προσπάθησε ποτέ του να τη βρει. Γνώριζε ότι ήταν ένα λάθος των γονιών του και πως αν γινόταν γνωστή η ύπαρξή του ίσως και να τους στιγμάτιζε κοινωνικά, ακόμα και τώρα που πέρασαν τα χρόνια. Κάτι τέτοιο όμως θα τον πλήγωνε αφάνταστα. Έτσι, λοιπόν, ακολούθησε ένα δρόμο μοναχικό, αλητεύοντας απ’ εδώ και απ’ εκεί. Τα πρωινά δούλευε ως χτίστης στις οικοδομές. Λόγω μάλιστα της εργατικότητάς του δεν έμενε ποτέ χωρίς μεροκάματο, ενώ την υπόλοιπη μέρα σκορπούσε το χρόνο του στον άνεμο.

Ένα απόγευμα του Απρίλη γνώρισε τυχαία τη Χαρίκλεια έξω από ένα βιβλιοπωλείο, όταν αυτή είχε πάει ν’ αγοράσει μολύβια κι ένα μπλοκ ζωγραφικής, ενώ εκείνος ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, από αυτά που τον ταξίδευαν νοερά μακριά από τον πραγματικό κόσμο. Έπιασαν αμέσως κουβέντα, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε ραντεβού. Εμφανισιακά ήταν ένα σχεδόν αλλόκοτο ζευγάρι, αυτό όμως δεν φαινόταν να τους ενοχλεί. Με τον καιρό η γνωριμία τους μετατράπηκε σ’ έρωτα. Σύντομα εκείνη μετακόμισε στο σπίτι του, με αποτέλεσμα η σχέση τους να γίνει εκρηκτική. Οι καυγάδες τους ήταν έντονοι. Παρόλα αυτά όμως κανένας από τους δύο δεν άσκησε πάνω στον άλλον σωματική βία. Μετά από έξι μήνες κοινής ζωής η Χαρίκλεια έμεινε έγκυος στο παιδί τους, την Έλενα. Παρόλο που και οι δύο δεν πίστευαν στους επιβεβλημένους θεσμούς παντρεύτηκαν λίγο πριν τη γέννηση της κόρης τους. Ο ερχομός αυτού του παιδιού τους γέμιζε με απέραντη χαρά, με αποτέλεσμα να γίνει το επίκεντρο του κόσμου τους. Παρόλη τη φτώχεια τους προσπαθούσαν να του προσφέρουν όσα εκείνοι στερήθηκαν στη ζωή τους. Η σχέση τους όμως συνέχιζε να είναι έντονη. Έτσι μετά από τρία χρόνια αποφάσισαν να χωρίσουν. Η Χαρίκλεια μαζί με το παιδί γύρισε στο πατρικό της, κοντά στους γονείς της, που όμως με τα χρόνια παρουσίαζαν προβλήματα υγείας. Ο πατέρας της λόγω των κακουχιών που πέρασε στην εξορία μπαινοέβγαινε συνέχεια στα νοσοκομεία. Εντούτοις, η Χαρίκλεια παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, όσο κι αν παρέμενε πιστή στα πιστεύω της, ήθελε για την κόρη της ένα μέλλον βγαλμένο από τα πιο όμορφα παραμύθια.

Ο Τάσος από την αρχή της γνωριμίας τους ένιωθε για κείνη ότι θα ήταν ο παντοτινός συνοδοιπόρος της ζωής του. Στην πόλη όπου ζούσαν η ζωή τους ήταν θέμα σχολιασμών. Όμως όλοι θαύμαζαν το πόσο σωστά μεγάλωναν αυτοί οι δύο άνθρωποι το παιδί τους. Όταν η Έλενα έγινε δεκαοχτώ χρονών και τελείωσε το λύκειο έφυγε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Ο Τάσος πάντα αισθανόταν περήφανος για τις δύο γυναίκες της ζωής του που λάτρευε. Πολλές φορές είχε πιέσει τη Χαρίκλεια να κάνει μαθήματα ζωγραφικής, γιατί τη θεωρούσε σπουδαία σκιτσογράφο, εκείνη όμως αρνιόταν πεισματικά.

Όταν η Έλενα έφυγε για σπουδές στην Αθήνα, η Χαρίκλεια ένιωθε και πάλι μόνη. Για να καλύψει αυτό το κενό τα μεσημέρια που τελείωνε τη δουλειά για να ηρεμήσει από την ένταση της ημέρας σταματούσε στο μικρό πάρκο κοντά στο σπίτι της. Καθισμένη σ’ ένα παγκάκι, κρατώντας ένα σακουλάκι με μερικά ψίχουλα τάιζε τα λιγοστά περιστέρια που της κρατούσαν συντροφιά. Με τον καιρό όλο και περισσότερα πήγαιναν κοντά της για να τα ταΐσει. Εκείνη σιγά σιγά άρχισε ν’ αγοράζει τροφή για τα πουλιά, ενώ όταν γύριζε χαρούμενη στο σπίτι έφτιαχνε σκίτσα με το μολύβι της από τις στιγμές αγάπης που της προσέφεραν απλόχερα. Κάθε μέρα η Χαρίκλεια και τα πουλιά σαν παλιοί γνώριμοι συναντιόνταν την ίδια ώρα στο ίδιο ακριβώς σημείο. Το μικρό και παλιό κόκκινο αυτοκίνητό της ήταν πάντα γεμάτο με κάθε λογής τροφή για τους αγαπημένους της φίλους.

Ο κόσμος που περνούσε από κει άρχισε να παρατηρεί τη γυναίκα που τώρα πια τάιζε πάνω από διακόσια όμορφα λευκά και γκρι περιστέρια. Εντύπωση τους προκαλούσε ο ήχος των φτερών τους την ώρα που πετούσαν, αλλά και η εικόνα της γυναίκας που στεκόταν γαλήνια ανάμεσά τους και τα προσέφερε φαγητό μέσα απ’ τα χέρια της. Με τον καιρό στην πόλη άρχισαν να την αποκαλούν «Η Γυναίκα με τα περιστέρια». Αρκετές φορές στο πάρκο τη συνόδευε και ο Τάσος, που αν και περνούσαν τα χρόνια συνέχιζε να την αγαπά και να τη νοιάζεται όπως παλιά. Η Χαρίκλεια γινόταν ακόμα και θέμα συζήτησης στα καφενεία που αυτός σύχναζε. Εκείνος όμως με περηφάνια όταν άκουγε να σχολιάζουν τη Χαρίκλεια έλεγε καμαρώνοντας ότι η γυναίκα με τα περιστέρια είναι πάνω απ’ όλα για κείνον η σπουδαία σύντροφος και αγωνίστρια της δικής του ζωής.

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπρόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Γιώργος Πανταζίδης
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Αρ. Μ.Η.Τ.: 232167

LOGO MHT RGB

              Μέλος του

media
Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr