Σε μια εποχή που ο άνθρωπος αλλάζει, η αλλαγή αυτή μπορεί να γίνει προς το καλύτερο.
της Κωνσταντίνας Βασιλειάδου*
Κοινωνικά προβλήματα υπάρχουν στη γη από τους προϊστορικούς χρόνους. Πέρασαν μέσα στην ιστορία, κληρονομήθηκαν στους διάφορους πολιτισμούς, έφτασαν στις σύγχρονες εποχές και παραμένουν άλυτα έως σήμερα. Σε ένα κόσμο που κινείται, αναδημιουργείται, προχωρά, άλλοτε μοιάζει να κάνει κύκλους, καινούρια ή παλιά κοινωνικά προβλήματα σταθερά τον απασχολούν. Με εύλογο το ερώτημα, αν έχει προφτάσει η ανθρωπότητα να λύσει κάποια από τα προηγούμενα, μια πιθανή απάντηση βρίσκεται στη βαθύτερη γνώση της εξελικτικής μας πορείας, στη δυνατότητα να επιλύουμε προβλήματα σε αναγεννώμενες ή πρωτότυπες καταστάσεις. Ωστόσο, η απάντηση τα τελευταία χρόνια μοιάζει να μην αφορά τόσο στην ίδια την πρακτική ευχέρεια, όσο στους ψυχικούς και συναισθηματικούς μηχανισμούς, εκείνους, που αέναα πολεμάνε τους ‘’τραυματισμούς’’ που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.
Υπάρχουν επιστημονικές προσεγγίσεις, σε περιόδους ανθρωπιστικών κρίσεων, που εύστοχα έχουν κάνει άλματα με θεωρίες, μοντέλα αντιμετώπισης και τακτικές πολεμικής. Ωστόσο, το πεδίο έρευνας στην συμπεριφορά του ανθρώπου, με μια σύντομη κοινωνιολογική θεώρηση δια μέσου των αιώνων, δείχνει να κουβαλά το βάρος κοινωνικών προβλημάτων, άλλων ετών και όχι μόνο μιας παρούσας κατάστασης. Υποσυνείδητα, οι άνθρωποι κρατάμε κλειστά σε σκοτεινό συρτάρι του μυαλού, όσα πλήγωσαν, βασάνισαν και συνέθλιψαν την ψυχή. Ακόμη κι αν οι γνωστικές λειτουργίες κάθε ανθρώπου αδιάκοπα εργάζονται το δρόμο της προσαρμοστικότητας στα νέα δεδομένα, ωστόσο αυτό δεν αρκεί για να δημιουργηθεί πλέον ασφαλιστική δικλείδα στην ψυχική του υγεία. Σε μια κατάσταση πίεσης και άγχους κάποιες συμπεριφορές συχνά μοιάζουν απρόβλεπτες, αυτό-συγκρουόμενες , αναχρονιστικές κ.ά., παραμένουν όμως αληθινές όσο ποτέ. Πώς μπορούμε να λύσουμε νέα κοινωνικά προβλήματα όταν ψυχικά – συναισθηματικά δεν έχουμε απαλλαγεί από τα κληρονομημένα και πώς άραγε θα νιώσουμε, αν αντιληφθούμε πως συμμετέχουμε – άθελα μας – ακόμη και τώρα, στη συντήρηση μιας αλυσίδας που κληροδοτεί τα δικά της -συν τα παλιά- στις επόμενες γενιές;
Πολύ πριν μας χτυπήσει το θυροτηλέφωνο του σπιτιού η πανδημία, ήμασταν αντιμέτωποι με το χαμένο νόημα της ζωής που διαρρηγνύει, σπιλώνει και αλλοτριώνει όχι μόνο τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά και τις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις. Το λέγαμε συχνά εκεί ‘’έξω’’, ανάμεσα σε φιλοσοφικές συζητήσεις, μεταξύ οικείων. Περισσότερο έμοιαζε με παραμύθι που μας άρεσε να αφηγούμαστε ο ένας στον άλλο, ‘’βολεμένοι’’ -αν και ανήσυχοι- στη λογική, το ρεαλισμό, την πραγματικότητα. Γίναμε άνθρωποι γεμάτοι παρωπίδες, όχι γιατί δεν ακούγαμε , αλλά γιατί δεν βλέπαμε πως συχνά κάποιοι δεν αντέχουν τον ίδιο τον εαυτό τους, συντελώντας πάντοτε σε μια προσωπική κοινωνική αδικία. Συνήθως οι άνθρωποι, ζούμε με τρόπο που παραθεωρείται το πρόσωπο και λησμονείται η αγάπη. Ο άνθρωπος συμπιέζεται στην εγκοσμιότητα και αποξενώνεται από το υπερβατικό που αναζητεί η φύση του. Στο σημείο αυτό δίνω το παράδειγμα της ορθόδοξης θεολογίας , ως την καλύτερη πρόκληση για μια μετακοινωνιολογική θεώρηση των κοινωνικών επιστημών, καθώς συμβάλει αποφασιστικά σε μια νέα προσέγγιση της κοινωνικής ζωής. Στο κέντρο του ενδιαφέροντος εδώ βρίσκεται η αξία του προσώπου που έχει πρωταρχική θέση στην Ορθόδοξη Εκκλησία. 1
Έχουμε ανάγκη να αγαπήσουμε τον άνθρωπο, ξεκινώντας προφανώς από τον εαυτό μας. Να διανύσουμε ‘’μέσα μας’’ την χρονική απόσταση από την ιερή εκείνη στιγμή της γέννησης μας, όπου όλα φάνταζαν καθαρά, αγνά και αληθινά έως την εποχή που αφόρητα κάτι μας κούρασε , μας επιφόρτισε ρόλους και να ανακαλύψουμε όσα ψυχικά και συναισθηματικά αλλοτριώνουν. Ήρθε ο καιρός να κάνουμε επανεκκίνηση των απαιτήσεων που έχουμε από τον εαυτό μας, έπειτα από τους άλλους. Να άρουμε την πρώτη εκείνη κοινωνική αδικία που αυστηρά θεσπίσαμε με πρώτο το δικό μας λάθος. Να συμφιλιωθούμε με την ανθρώπινη μας φύση για να τα καταφέρουμε και με το φυσικό και μας περιβάλλον. Η έννοια «πρόσωπο», κλείνει τις απαντήσεις στα ερωτήματα μας. Κριτήριο και εχέγγυο για αυθεντική βίωση του καινούριου αυτού τρόπου ζωής είναι η ύπαρξη και η βίωση της αγάπης. Η αγάπη είναι η διαρκής και δυναμική εκείνη κίνηση ελευθερίας με την οποία ο άνθρωπος καταλύει τα στεγανά του ευδαιμονισμού, της ατομικής αυτάρκειας και ευζωίας, για να ανακαλύψει τη διάσταση της κοινωνικότητας, του διαλόγου δηλ. με το συνάνθρωπο, και τη διάσταση της πνευματικότητας, του διαλόγου δηλ. με το Θεό. 2
Είχαμε το προνόμιο να γεννηθούμε και να ζήσουμε σε έναν αιώνα που σφραγίστηκε από τις συγκλονιστικές ανακαλύψεις και βέβαια ένα πλήθος από πολύ σημαντικές τεχνολογικές κατακτήσεις. Ο άνθρωπος της εποχής μας έσπασε το φράγμα του ήχου, ξεπέρασε τα εμπόδια του χωροχρόνου, εκμηδένισε τις αποστάσεις του, ξέφυγε από τις γήινες δεσμεύσεις του και πορεύεται ανήσυχος στην κατάκτηση του σύμπαντος. Έπιασε στα χέρια του τις κοσμογονικές δυνάμεις της φύσεως και τις μεταμόρφωσε σε υπηρεσίες του. Γέμισε τη ζωή, με απίθανα καταναλωτικά αγαθά. Κίνησε σε πολλές μάχες ακόμη και το θάνατο. Έγινε ένας μικρός θεός, πραγματικά υπεράνθρωπος. Όμως αυτή η αποθέωση της δυνάμεώς του συνοδεύεται από την αίσθηση μιας προοδευτικής αποδυναμώσεως της πνευματικής του ποιότητας. Την αιτία αυτής της διαλεκτικής κρίσεως, η σύγχρονη σκέψη δεν δυσκολεύτηκε να εντοπίσει στον ίδιο τον άνθρωπο, αφού ως γνωστό στην ελευθερία των ανθρώπινων επιλογών, στην επιθυμία και τη βούλησή του συντελείται η διάσπαση ύλης και πνεύματος, πρακτικών και θεωρητικών αναζητήσεων. Έτσι ο άνθρωπος, ενώ νίκησε και υπέταξε το αντίπαλο περιβάλλον του, νικήθηκε από τον ίδιο του τον εαυτό. 3
Σε μια εποχή που ο άνθρωπος αλλάζει, η αλλαγή αυτή μπορεί να γίνει προς το καλύτερο.
- *Η Κωνσταντίνα Βασιλειάδου είναι Θεολόγος με Μεταπτυχιακό Κοινωνιολογίας, Ειδική Παιδαγωγός, Χοροδιδάσκαλος.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
- Μαντζαρίδης, Γ., Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, σ. 52, εκδόσεις Θεσσαλονίκη 1985
- Σταύρου Φωτίου, Αλλοτρίωση και Αυτογνωσία, σ. 26, εκδόσεις Σηματωρός, Αθήνα 1990
- Γιούλτσης, Β. Τ., Η ‘’άλλη’’ θέαση του Κοινωνικού, σ.26, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005