του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
«Όταν επινοήσαμε τον κυβισμό δεν είχαμε καμιά πρόθεση να τον επινοήσουμε, αλλά να εκφράσουμε όλα όσα ήταν μέσα μας» θα πει ο Πικάσο στο κείμενο του με τίτλο «Δεν υπάρχει αφηρημένη τέχνη». Παρόλα αυτά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θα σημάνει τη ρήξη των στενών δεσμών μεταξύ των ιδρυτών του.
Στα 1917 ο Ζαν Κοκτώ, φίλος του Πικάσο ήδη από το 1915, θα του ζητήσει να τον ακολουθήσει στην Ρώμη για να σχεδιάσει τα σκηνικά και τα συνθετικού κυβισμού κουστούμια του νέου του μπαλέτου «Παρέλαση». Ο Ζαν Κοκτώ είχε γράψει το Λιμπρέτο και ο Ερίκ Σατί είχε συνθέσει τη μουσική, στην οποία δεν είχε παραλείψει να συμπεριλάβει ακόμη και ήχους γραφομηχανών. Έτσι, αυτοί οι τρεις σπουδαίοι καινοτόμοι του μοντερνισμού θα συνεργαστούν. Όμως το κοινό εξαγριωμένο αδυνατούσε να ερμηνεύσει την παράσταση, καθώς δεν ήταν εξοικειωμένο στην απόρριψη της παράδοσης. Μία παράδοση που ακολουθούσε τα πομπώδη ανατολίζοντα στοιχεία των Ρωσικών Μπαλέτων. Παρόλα αυτά όταν ο Πικάσο έκανε τα πρώτα σκηνικά για τα ρώσικα μπαλέτα έβαλε σε εμφανές σημείο έναν τεράστιο κίονα. Η εντύπωση που άφηνε ήταν βέβαια αναλόγου μεγέθους: την εποχή της δικτατορίας του Νταντά η παρουσίαση μιας οποιασδήποτε κλασικής αναφοράς θεωρούνταν αδύνατη. Οι εμβρόντητοι θεατές, οι οποίοι δεν περίμεναν να δουν ένα σύμβολο τόσο επαναστατικά κλασικό να μετατρέπεται σε αναρχικό ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
Πρωταγωνίστρια των ρώσικων μπαλέτων ήταν η Όλγα Κοκλόβα, ανιψιά του τσάρου, με την οποία ο Πικάσο έκανε τον πρώτο επίσημο γάμο του στον οποίο παραβρέθηκαν ο Κοκτώ, ο Απολινέρ και ο Μαξ Γιακόμπ, οι τρεις κουμπάροι του, κάτι που δείχνει πως συσπείρωνε γύρω του την ελίτ του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου.
Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας πως δεν υπάρχει καλλιτεχνικό ρεύμα δια της επιφοίτησης του αγίου πνεύματος. Οι καλλιτεχνικές εκφράσεις είναι αποτέλεσμα σημαντικών οικονομικών και πολιτικών αλλαγών που έχουν προηγηθεί. Για παράδειγμα δεν θα μπορούσε να υπάρξει η ελληνική τραγωδία του 5ου αιώνα εάν δεν είχαν προηγηθεί οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις που επέφεραν οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Ως εκ τούτου ο μοντερνισμός στην τέχνη υπήρξε μία αντίδραση στις συντηρητικές αξίες του ρεαλισμού, κυρίως κατόπιν των αλλαγών που επέφερε με την αλλαγή του αιώνα η τεχνολογική εξέλιξη, αλλά και οι επιπτώσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η αναγέννηση επίσης ήταν μία διαδικασία οικονομικής και πολιτικής προόδου που έφερε και την πνευματική αναγέννηση, η οποία στηρίχτηκε στις αξίες της αρχαίας ελληνικής κλασικής περιόδου. Ο Μοντερνισμός στην αναζήτησή της αλήθειας, μέσα από την ελευθερία της σκέψης του κλασικισμού και κάτω υπό το βάρος της πτώσης των αξιών, ανατρέχει στο παρελθόν ως πηγή έμπνευσης. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως ο μοντερνισμός κατά μία έννοια αποτελεί συνέχεια του κλασικισμού.
Ο ίδιος ο Πικάσο θα πει πως: «Για μένα δεν υπάρχει παρελθόν ή μέλλον στην Τέχνη. Εάν ένα έργο τέχνης δεν μπορεί να ζει πάντα στο παρόν, δεν πρέπει να το θεωρούμε καθόλου ως τέτοιο. Η τέχνη των Ελλήνων, των Αιγυπτίων, των μεγάλων ζωγράφων που έζησαν σε άλλες εποχές, δεν είναι τέχνη του παρελθόντος· ίσως είναι πιο ζωντανή σήμερα από ποτέ».
Έτσι βλέπουμε χαρακτικά έργα του Πικάσο στα οποία εμπνέεται από την αρχαία ελληνική κλασική παράδοση όπως: οι Φαύνοι και κατσίκα, οι Βακχικές γιορτές με ταύρο, η Βακχική σκηνή με Μινώταυρο, Φαύνος ξεγυμνώνοντας μια Γυναίκα, ο τυφλός Μινώταυρος μπροστά στη θάλασσα που τον οδηγεί ένα κορίτσι κλπ. Ενώ αντίστοιχα ο Κοκτώ ο οποίος θεωρούσε τον Κυβισμό ως μία μορφή κλασικισμού, επιδόθηκε στην ανάπλαση και υπερρεαλιστική ερμηνεία των ελληνικών μύθων (Αντιγόνη, Οιδίποδας κ.α.). Τα οποία ως σύμβολα εκφράζουν την εναντίωσή τους σε κάθε είδους βία και επιβολή. Ενώ αντίστοιχα το θεατρικό του έργο «Ορφέας» αποτελεί ένα ύμνο στον έρωτα και τη ζωή ενάντια στο θάνατο.
Άλλωστε ο ίδιος ο Πικάσο εκφράζοντας τον θαυμασμό του και αντλώντας τις εμπνεύσεις του από την ελληνική μυθολογία θα πει: «Αν κάποιος σημείωνε πάνω σε ένα χαρτί όλες τις διαδρομές που διήνυσα και τις ένωνε μεταξύ τους με μία γραμμή, θα σχεδίαζε ενδεχομένως έναν Μινώταυρο».
Δυστυχώς όμως, ενώ όλοι οι σημαντικοί καλλιτέχνες έχουν εμπνευστεί από την αρχαία ελληνική κλασική παράδοση και τα εκπληκτικά έργα που αυτή μας κληροδότησε, στον ίδιο τόπο που γεννήθηκαν έχει απαξιωθεί η μνήμη τους όσο πουθενά. Γεγονός που έκανε τον μεγάλο Έλληνα αρχιτέκτονα-πολεοδόμο και συγγραφέα Δημήτρη Πικιώνη (1887 -1968) στον οποίο οφείλουμε τα εκπληκτικά λιθόχτιστα μονοπάτια στην Ακρόπολη και στον λόφο του Φιλοπάππου, κοιτώντας ολόγυρά του τη λατομεία να κατάτρωει τους λόφους του Λυκαβηττού, της Πνύκας, του Φιλοπάππου , των Τουρκοβουνίων, του Πεντελικού Όρους και του Υμηττού, το μπάζωμα των ποταμών, την έξαρση της δόμησης με τα αισχρά οικοδομήματα, να γράψει το απόσπασμα που ακολουθεί, από το ΓΑΙΑΣ ΑΤΙΜΩΣΙΣ1, για την Αττική Γη: «…..τι εκάνατε τον Ιλισό και τον Κηφισό, τα δυο αγιάσματά μου; Εβάλατε μέσα τους υπονόμους σας, ερίξατε τα νερά των εργοστασίων σας…. Δεν βλέπω πια βωμούς των θεών επάνω εις τα όρη μου και τους λόφους, πάρεξ τα γραφεία των Εταιρειών σας. Εκείνοι ήταν σημάδι λατρείας, σε εσάς δεν απόμεινε παρ’ η κατώτερη μορφή της σχέσης με τη Φύση, η εκμετάλλευση.» Το όραμά του δεν συγκίνησε την πολιτική ηγεσία του τόπου, πέραν της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου της Ακροπόλεως και του λόφου Φιλοπάππου, πράγμα αρκετό για να περάσει στην ιστορία. Οι «συνάδελφοί» του δυστυχώς δεν τον ακολούθησαν. «Πηγή: https://takispanagiotopoulos.wordpress.com/page/3/»
Για να ξαναεπιστρέψουμε όμως στον Πικάσο, σε αυτόν το σπουδαίο καλλιτέχνη που σημάδεψε όλο τον προηγούμενο αιώνα, είναι σημαντικό να πούμε πως για τον ίδιο η τέχνη δεν είναι μία ρεαλιστική απεικόνιση της αλήθειας. Μάλιστα έλεγε πως: «η τέχνη δεν είναι αλήθεια. Η τέχνη είναι ένα ψέμα που μας κάνει να συνειδητοποιούμε την αλήθεια». Κάτω από αυτή την οπτική μας άφησε ένα εκπληκτικό πίνακα, την «Γκουέρνικα» ο οποίος αποτελεί σήμερα το πιο γνωστό έργο του Σουρεαλισμού.
Το έργο αυτό το είχε παραγγείλει στον Πικάσο η Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ισπανίας για το ισπανικό περίπτερο της παγκόσμιας έκθεσης του Παρισιού. Ο Πικάσο εμπνεύστηκε το έργο από το βομβαρδισμό των χιτλερικών στην μικρή πόλη Γκουέρνικα της χώρας των βάσκων, στις 28 Απριλίου του 1937, όπου ισοπεδώθηκε το 70% της πόλης, 32 τόνοι εκρηκτικά έπεσαν και σκοτώθηκαν περίπου 1650 άνθρωποι σύμφωνα με τους υπολογισμούς. Στον πίνακα κυριαρχούν τα γκρίζα χρώματα, τα οποία αναδεικνύουν τον φόβο που επικρατεί παντού. Ενώ στα παραμορφωτικά σχέδια με τα σώματα να φαίνονται σαν διαμελισμένα διαδραματίζονται τα γεγονότα που συμβαίνουν κατά τη στιγμή της έκρηξης.
Η τέχνη λοιπόν, όσο αφηρημένη κι αν είναι, καθώς περνάει μέσα από το ταλέντο ενός πολύ μεγάλου καλλιτέχνη όπως είναι ο Πικάσο, μπορεί να είναι τόσο δεμένη με τις κοινωνικές εξελίξεις ώστε ν’ αναδειχθεί σ’ ένα έργο παγκόσμιας σημασίας όπως είναι η «Γκουέρνικα».
Τα ρεύματα τα οποία υπηρέτησε ο Πικάσο: ο κυβισμός, ο σουρεαλισμός και ο μοντερνισμός ήταν ρεύματα που έφερναν απελευθέρωση από κοινωνικές καταπιεστικές δυνάμεις, αλλά και απελευθέρωση από προσωπικές εμπειρίες, όπως ιδεοληψίες συντηρητικού ή θρησκευτικού τύπου.
Εξάλλου ο ανθρωπισμός, ο οποίος εκφράστηκε σε όλη του την ευρύτητα κατά την Κλασική Περίοδο, είναι ένα συνεχές σήριαλ στην ιστορία της ανθρωπότητας χωρίς αρχή και χωρίς τέλος.
Ωστόσο ο ίδιος ενώ ήταν ευγενικός κι ευαίσθητος, από την άλλη υπήρξε απίστευτα εγωιστής, τυραννικός και κυριαρχικός απέναντι στις πολλές συντρόφους της ζωής του. Χαρακτηριστική είναι η φράση του όταν θα τον εγκατέλειπε η Φρανσουάζ Ζιλό, η μοναδική γυναίκα που τόλμησε να τον παρατήσει λόγω των συνεχών απιστιών του: «Κανείς δεν εγκαταλείπει τον Πικάσο!».
Δυστυχώς οι κοινωνίες που ζούμε δεν είναι σοφές. Στο σύμπαν δεν υπάρχουν μορφές, σχήματα, χρώματα, ήχοι, οσμές και γεύσεις. Το σύμπαν είναι ο πιο σουρεαλιστικός πίνακας που μας περιβάλει κι όμως είναι ο μόνος αληθινός. Ενώ η «Γκουέρνικα» δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποτέλεσμα των δικών μας διαχωριστικών πράξεων, των δικών μας ψευδαισθήσεων, που μας κάνει, όπως έλεγε ο ίδιος ο Πικάσο, να συνειδητοποιούμε την αλήθεια.