του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
«Θα πάω και όπου βγει». Μία φράση που ακούγεται συχνά, κυρίως από ερωτευμένους, η οποία λειτουργεί εμψυχωτικά, δίνοντάς το απαραίτητο κουράγιο, αλλά και την τόλμη, σε όσους την επικαλούνται, να ξεπεράσουν τους φόβους τους, υπερασπιζόμενοι το πάντα άλογο συναίσθημά τους. Έτσι, κάποια στιγμή ίσως καταφέρνουν να ζήσουν μέσα στον φανταστικό κόσμο που φτιάξανε για να ευτυχίσουν για το υπόλοιπο της ζωής τους μαζί με το κρυφό αντικείμενο του πόθου τους, όπως θα έλεγε και ο πολύς, Γάλλος αναρχικός σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ. Αρκεί να θυμηθούμε εδώ σε μας το τραγούδι του Νίκου Παπάζογλου «Αύγουστος» που λίγο πολύ προτρέπει όλους τους θαρραλέους ερωτευμένους – παντρεμένους και μη – ν’ αφήσουν κατά μέρος τον πόνο τους και ν’ αγγίξουν την ευτυχία ακούγοντας την καρδιά τους, σύμφωνα με τη χαρακτηριστική φράση του τραγουδιού «Θα πάω και ας μου βγει και σε κακό».
Ωστόσο, όταν αυτό το σύνθημα δε χρησιμοποιείται από ερωτευμένους ή από ανθρώπους που έχουν δεχτεί μία ισχυρή δόση πατριωτισμού στο πεδίο της μάχης, ακόμη και υπό μορφή μαριχουάνας, όπως στον πόλεμο του Βιετνάμ, τότε μάλλον τη θέση του ναρκωτικού, όπως λέει ο Κάρολος Μαρξ – ο οποίος ξεκαθάρισε από την αρχή τη θέση του στην πάντα συγκαταβατική γυναίκα του για τη σχέση που διατηρούσε με τη υπηρέτρια του – θα πάρει το Άγιο Πνεύμα, μιας και ο υποψήφιος μακαρίτης θα πρέπει, κατόπιν διαταγής, ν’ αψηφήσει τα πυροβόλα που κροταλίζουν στο απέναντι ύψωμα με τις ευλογίες ενός άλλου Θεού.
Παρόλα αυτά υπάρχουν και αυτοί που επαφίενται στην τύχη, οδηγούμενοι κυρίως από το αίσθημα του καθήκοντος ή της παραίτησης και του φόβου της επιβίωσης, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές δυσμενείς συνθήκες της εργασίας τους, θυμίζοντας έτσι την ταινία του Γάλλου σκηνοθέτη Ανρί-Ζορζ Κλουζό, το 1953, με τίτλο «Το μεροκάματο του τρόμου» βασισμένη επάνω στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ζορζ Αρνό.
Η υπόθεση ξετυλίγεται σ’ ένα χωριό κάπου στην Λατινική Αμερική. Σε μία χώρα αφθονίας, αλλά και εξαθλίωσης για τους ντόπιους, τέσσερις οδηγοί καλούνται από μία πετρελαϊκή εταιρεία αμερικάνικων συμφερόντων να μεταφέρουν σε μία διαδρομή τριακοσίων μιλίων μπουκάλες νιτρογλυκερίνης επάνω σε δύο φορτηγά περνώντας από κακοτράχαλους δρόμους, έτσι ώστε όταν φτάσουν να σβήσουν την τεράστια πυρκαγιά που έχει ανάψει στις πετρελαιοπηγές, παίζοντας τις ζωές τους κορώνα γράμματα.
Κάπως έτσι, για να πάμε στα πρόσφατα σοβαρά και θλιβερά γεγονότα που έζησε η χώρα μας μία ημέρα πριν μπει η άνοιξη, ακούστηκε και η φράση του μηχανοδηγού της αμαξοστοιχίας intercity 62 από τη συσκευή του ασυρμάτου, η οποία έγινε γνωστή αμέσως μετά την τραγωδία στα Τέμπη, στις 28 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με μαρτυρία επιβάτη, που τον άκουσε να λέει «πάμε και όπου βγει».
Η συγκεκριμένη επιβατική αμαξοστοιχία, η οποία ακολουθούσε το δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη κινούνταν με 352 επιβαίνοντες για είκοσι πέντε χιλιόμετρα και περίπου δώδεκα λεπτά στην ίδια γραμμή με την εμπορευματική αμαξοστοιχία, η οποία με δύο άτομα προσωπικό εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Λάρισα, καθώς ο σταθμάρχης όπως λέγεται, δεν επανέφερε από δικό του λάθος τη γραμμή σε τροχιά ανόδου. Αργά το βράδυ, στις έντεκα και είκοσι ένα, τα δύο τρένα συγκρούστηκαν. Ωστόσο, στη διαδρομή Αθήνα – Θεσσαλονίκη δεν λειτουργεί το σύστημα τηλεδιοίκησης, παρότι είχε αγοραστεί από το 2000 με σκοπό να λειτουργήσει στους Ολυμπιακούς του 2004. Είκοσι και πλέον χρόνια μετά δεν έχει ακόμα εγκατασταθεί, σ’ ένα κυκεώνα, όπως λέγεται, ανολοκλήρωτων εργολαβιών και καταγγελιών για κακοδιαχείριση. Έτσι, στην ψηφιοποιημένη πια Ελλάδα του 2023 και της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, απ’ ότι φαίνεται κάποιοι συνεχίζουν να κερδοσκοπούν, παίζοντας στα ζάρια τις ζωές μας, ενώ οι μηχανοδηγοί για να μετακινηθούν στους διάφορους σταθμούς παίρνουν εντολές από τον εκάστοτε σταθμάρχη μέσω ασυρμάτου. Πολλοί βέβαια έσπευσαν να πουν ότι οφείλονταν σε ανθρώπινο λάθος, αφήνοντας το χρόνο ή τη σιωπή να κάνει τη δουλειά της. Παρόλα αυτά στη διαδρομή Αθήνα – Θεσσαλονίκη δε λειτουργούν φωτοσήματα, το σύστημα τηλεδιοίκησης και ελέγχου κυκλοφορίας, καθώς και το σύστημα επικοινωνίας. Έστω κάτι από αυτά αν δούλευε οι μηχανοδηγοί θα είχαν σταματήσει ήδη τα τρένα σε ένα κόκκινο φανάρι ή ακόμα θα είχε ενεργοποιηθεί το σύστημα της αυτόματης πέδησης που ακινητοποιεί την αμαξοστοιχία σε ασφαλή απόσταση, δηλαδή πριν το μοιραίο δυστύχημα. Όμως όλες αυτές οι δικλείδες ασφαλείς δεν υπάρχουν για να προλάβουν το ανθρώπινο λάθος, ώστε ακόμα κι όταν αυτό θα συνέβαινε – που δυστυχώς συνέβη – σύμφωνα πάντα με το νόμο των πιθανοτήτων, να μη θρηνήσουμε θύματα και μάλιστα νέους ανθρώπους. Ο μόνος δρόμος που απέμεινε, λοιπόν, σε έναν κόσμο που δεν τολμά να τον αλλάξει και να πάρει την τύχη στα χέρια του, ήταν αυτή η πορεία θανάτου.
Κάπως έτσι φτάνουμε εν έτη 2023 να εξαρτόμαστε από τον ανθρώπινο παράγοντα και ν’ ακούμε από κάποιους «δημοσιογράφους» να λένε για τον τάδε ή δείνα πολιτικό πως του έτυχε η στραβή ή ότι αυτό μπορεί να γίνει η αιτία για ν’ αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Θα συνεχίσουμε έτσι άραγε να προχωράμε και στο μέλλον, με τις ανίκανες και διεφθαρμένες κυβερνήσεις, που χωρίς να προνοούν, στοχοποιούν μονίμως τον λαό για όλα, όπως για παράδειγμα πριν λίγα χρόνια και στην περίπτωση των μνημονίων; Με όλη αυτή την διαχρονική κρατική ανοργανωσιά, όπως με την πυρκαγιά στο Μάτι, τις πλημύρες στη Μάντρα, τις φωτιές στην Εύβοια, την κατάρρευση του ΕΣΥ, τους περισσότερους θανάτους στην πανδημία από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη, τις αναστολές εργασίας, τα μακροχρόνια lockdown, τις υποχρεωτικότητες και τόσα άλλα; Με τα πολιτικά ρουσφέτια άπειρων διοριζόμενων σταθμαρχών σε θέσεις κλειδιά για την ασφάλεια των μεταφορών, τους διορισμούς ημετέρων σε γραφεία υπουργών και τη συνεχή αναπαραγωγή των πελατειακών σχέσεων;
Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς τέτοιοι που είμαστε αυτοί μας αξίζουν. Εντούτοις, αν αποφάσιζε η ίδια η κοινωνία σίγουρα δε θα αποφάσιζε σε βάρος της ασφάλειάς της. Κακά τα ψέματα, όσο κι αν θέλουν οι κρατούντες να μας κάνουν συνένοχους της ανικανότητάς ή των συμφερόντων τους ή να μας φοβίσουν, το ψάρι βρομάει πάντα από το κεφάλι. Αυτό που λείπει πραγματικά σε αυτό τον τόπο είναι η δημοκρατία και η ελάχιστη προϋπόθεση για την ύπαρξή της, που είναι η διαφάνεια και ο έλεγχος της εξουσίας. Τέρμα πια η κοροϊδία περί ευθύνης των υπουργών. Όλοι οι πολίτες είμαστε ίσοι απέναντι στον νόμο.