της Γιώτας Αγαπητού
Τα τελευταία φύλα αφήνουν τα δέντρα που τα φιλοξενούσαν πάνω τους τόσους μήνες. Σιγά σιγά γερασμένα όπως είναι σαν το θάνατο, πέφτουν βίαια πάνω στο χώμα. Οι βιαστικοί διαβάτες νιώθουν την παρουσία τους τη στιγμή που πατάνε επάνω τους, ακούγοντας το σπαρακτικό ήχο που κάνουν καθώς σπάνε.
Στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας για μία ακόμα μέρα η κίνηση είναι αυξημένη. Η ώρα κοντεύει οχτώ το πρωί. Η Ιωάννα με γοργό βήμα χάνεται στα στενά της Νεάπολης Εξαρχείων, κατευθυνόμενη προς Ακαδημίας και Ιπποκράτους γωνία. Εκεί μένει η κυρία Στέλλα. Η ηλικιωμένη γυναίκα που φροντίζει εδώ και λίγες μέρες. Η Ιωάννα είναι γύρω στα τριανταπέντε και διανύει τη δεύτερη νιότη της. Στην Αθήνα ζει τα τελευταία δέκα χρόνια. Μέχρι της τριανταμία Αυγούστου εργαζόταν ως μάχιμη νοσηλεύτρια σε μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο της πόλης. Όμως τους τελευταίους μήνες μ’ ένα βίαιο τρόπο όλα άλλαξαν στη ζωή της. Για το λόγο αυτό κάθε μέρα που περνάει τη βασανίζει ένα τεράστιο και δυσβάσταχτο γιατί.
Πρώτη Σεπτεμβρίου, η Ιωάννα, όπως και χιλιάδες άλλοι συνάδελφοί της τελούν υπό το βίαιο καθεστώς αναστολής εργασίας, αλλά και μίας άτυπης επαγγελματικής ομηρίας. Από εκείνη τη στιγμή μαζί με το σύντροφο και συνοδοιπόρο της ζωή της, το Στέφανο, έχουν πάρει από κοινού την απόφαση να μην υποκύψουν σε καμία πίεση. Ο Στέφανος είναι και κείνος νοσηλευτής σε μεγάλο ιδιωτικό θεραπευτήριο της Αθήνας. Το ζευγάρι είναι μαζί οχτώ χρόνια, τους ενώνουν οι κοινές καταβολές τους, καθώς και οι δύο προέρχονται από εργατικές οικογένειες, που μια ζωή προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε μία χώρα που στην πραγματικότητα πάντα στήριζε ανθρώπους που προέρχονταν από τα κόμματα εξουσίας.
Η Ιωάννα κι ο Στέφανος συναντήθηκαν τυχαία σε μία έκθεση ζωγραφικής στο Γκάζι. Ένα βλέμμα, λίγα λόγια μπροστά σ’ έναν πίνακα μεταμοντέρνου καλλιτέχνη και κάπως έτσι απλά ξεκίνησαν τη δική τους πορεία ζωής. Τα κοινά πράγματα που εξ αρχής αγαπούσαν είναι πολλά. Κάνανε όνειρα για μία λαμπρή καριέρα στο χώρο της υγείας. Για το λόγο αυτό συνέχισαν τις μεταπτυχιακές σπουδές τους και τις εξειδικεύσεις.
Οι συνθήκες εργασίας στο δημόσιο νοσοκομείο που δούλευε η Ιωάννα δεν ήταν και οι καλύτερες. Επειδή δεν είχε ενταχθεί σε κανένα περιβάλλον, είτε ανωτέρου της είτε συνδικαλιστικού οργάνου, πάντα έκανε τις δυσκολότερες βάρδιες στα πιο απαιτητικά τμήματα. Όσες φορές κι αν προσπάθησε να μιλήσει γι’ αυτά τα θέματα στη διοίκηση ποτέ δεν έβρισκε λύση. Αυτό την έκανε να νιώθει απογοητευμένη και πολλές φορές είχε σκεφτεί να τα παρατήσει. Όμως την ακολουθούσε πάντα η σκέψη ότι δεν είχε κανέναν από πίσω να την βοηθήσει κι έτσι αυτό την απέτρεπε από το μεγάλο βήμα της παραίτησης. Εξάλλου, τη θέση αυτή την είχε κερδίσει με την αξία της, χωρίς τη βοήθεια κάποιου πολιτικού. Η πρόσληψή της στο δημόσιο ήταν μία ανάσα ελπίδας για τους γονείς της που δούλευαν ως εργάτες και τα έβγαζαν δύσκολα πέρα.
Η Ιωάννα από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στην Αθήνα γοητεύτηκε από την ενέργεια που εξέπεμπε, γι’ αυτό και προσαρμόστηκε γρήγορα στη ζωή της πόλης. Νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο κέντρο, στη Νεάπολη Εξαρχείων και για τις μετακινήσεις της προς τη δουλειά χρησιμοποιούσε το αστικό και το μετρό. Όταν δεν είχε βάρδια της άρεσε ν’ ανακαλύπτει γωνιές της πόλης. Από τη δουλειά έκανε παρέα με δύο γυναίκες συναδέρφους της. Ποτέ όμως δεν τις θεωρούσε φίλες της με την ιερή έννοια του όρου. Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν όταν γνώρισε τον Στέφανο, τον σύντροφο, αλλά και κολλητό της, όπως της άρεσε να τον αποκαλεί. Όταν τα ρεπό τους συνέπιπταν, οι δυο τους κάνανε μικρές εξορμήσεις σε περιοχές γύρω από την Αττική. Παρόλες της επαγγελματικές και οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε το ζευγάρι ονειρεύονταν ένα κοινό μέλλον. Για το λόγο αυτό είχαν αρχίσει να σκέφτονται το ενδεχόμενο αγοράς ενός σπιτιού, αλλά και την επισημοποίηση της σχέσης τους.
Αρχές του 2021 και ξεκινούν ν’ ακούγονται οι πρώτοι ψίθυροι, που στη συνέχεια έγιναν δυνατές συζητήσεις, πως οι υγειονομικοί που δε θα συμμορφώνονταν στα νέα μέτρα θα έβγαιναν σε αναστολή. Η απόφαση του υπουργείου ήταν ξεκάθαρη, αυτοί η άνθρωποι για όσο καιρό θα διαρκούσε η αναστολή τους θα έμεναν χωρίς μισθό και χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη εκείνοι και οι οικογένειες τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα είχε στη ζωή τους. Όλοι ήλπιζαν ότι την τελευταία στιγμή αυτό το ακραίο μέτρο θ’ αποτρέπονταν. Όσο πλησίαζε ο καιρός όμως τα πράγματα έγιναν πιο ξεκάθαρα και η πιθανότητα της αναστολής ήταν σχεδόν σίγουρη.
Ο Στέφανος με την Ιωάννα από την πρώτη στιγμή είχαν αποφασίσει ότι δε θα θυσίαζαν τις ατομικές τους ελευθερίες και τα εργασιακά τους δικαιώματα, που τώρα πια καταπατούνταν, για έναν μισθό. Ήξεραν καλά επίσης ότι δεν μπορούσαν να βασιστούν οικονομικά σε κανέναν και τα σχέδια που είχαν κάνει, για όσο κρατούσε αυτή η ιδιότυπη ομηρία, θα έπρεπε ν’ αναβληθούν. Είχαν αποφασίσει μέχρι την τελευταία στιγμή να μην κοινοποιήσουν σε κανέναν την απόφασή τους. Παρόλο που και οι δυο τους δέχτηκαν έντονες πιέσεις στο χώρο της δουλειάς τους ώστε να υποκύψουν για να μη βγουν σε αναστολή. Τόσο η Ιωάννα όσο και ο Στέφανος στο χώρο τους θεωρούνταν καλοί κι έμπειροι νοσηλευτές, με πολλές γνώσεις γύρω από το αντικείμενο της δουλειάς τους.
Κόντευε πρώτη Σεπτεμβρίου και η Ιωάννα έβλεπε τους συναδέρφους της χωρίς κανέναν ενδοιασμό και με μεγάλη απερισκεψία να υποκύπτουν, αδιαφορώντας για τη μη ανάληψη ευθύνης από οποιονδήποτε για τις μετέπειτα συνέπειες τόσο για τη ζωή τους όσο και για τη ζωή των δικών τους. Όσο και να προσπαθούσε να δικαιολογήσει τις πράξεις τους αυτό της ήταν αδύνατον. Άλλωστε εκείνη είχε μάθει να στηρίζει τη ζωή της σε άλλου είδους ηθικές αρχές και αξίες. Όμως βαθιά μέσα της ένιωθε έντονη πικρία για όσα συνέβαιναν. Εκείνο που της έδινε κουράγιο και δύναμη ήταν η στήριξη της οικογένειάς της, αλλά και του Στέφανου, που διακατέχονταν από τις ίδιες αξίες που είχαν για τη ζωή.
Τριανταμία Αυγούστου, ο Στέφανος θα κάνει την τελευταία του βάρδια το απόγευμα, ενώ η Ιωάννα το τελευταίο της νυχτέρι λίγο πριν βγουν και οι δύο σε αναστολή. Εντούτοις, μέχρι και την τελευταία στιγμή κανείς δεν γνώριζε τις προθέσεις της, αν και ακούγονταν διάφοροι ψίθυροι τριγύρω. Όταν η προϊσταμένη της προσπάθησε να μάθει την τελική της απόφαση, εκείνη της απάντησε ψυχρά ότι θα το κοινοποιούσε τη στιγμή που θα έπρεπε. Εκείνο το τελευταίο βράδυ παρόλη τη συναισθηματική φόρτιση που αισθάνονταν μέσα της δεν άφησε να γίνει αντιληπτό από κανέναν τι ένιωθε. Πίστευε ότι τέτοιες μεγάλες αποφάσεις ζωής δεν επιδέχονται το οίκτο των άλλων. Το πρωί καθώς επισκέφτηκε για τελευταία φορά τους ασθενείς της τους αποχαιρέτησε λες και επρόκειτο να τους ξαναδεί την επόμενη μέρα. Καθώς έληγε η νυχτερινή βάρδια, άρχισαν να προσέρχονται ένας ένας οι πρωινοί εργαζόμενοι. Θέμα συζήτησης στα αποδυτήρια οι αναστολές. Η Ιωάννα σαν να μη συμβαίνει τίποτα παρέδωσε τη λογοδοσία της νύχτας που πέρασε κι έφυγε χωρίς ν’ αφήσει σε κανέναν τη δυνατότητα να ρωτήσει για την απόφασή της. Στη ντουλάπα της άφησε κρεμασμένη τη στολή της, τα σαμπό, τα στυλό κι όλα τα προσωπικά της αντικείμενα. Την κλείδωσε όπως κάθε φορά και έφυγε.
Το ρολόι έδειχνε περασμένες εφτά και με κάθε μέσο κατέφθαναν οι εργαζόμενοι που θα έβγαιναν σε αναστολή. Όλοι μαζί έγιναν μία μεγάλη παρέα. Συζητούσαν δυνατά, εκφράζοντας ο καθένας τις ανησυχίες του. Ένιωθαν αφάνταστα απογοητευμένοι από τη στάση των μέχρι πρότινος συναδέρφων τους. Το ρολόι έδειχνε πια οχτώ. Στη μεγάλη κεντρική αίθουσα του νοσοκομείου εμφανιστήκαν όλοι οι διευθυντές αμίλητοι και φανερά αμήχανοι, νιώθοντας την προδοσία που είχαν διαπράξει απέναντι στους μέχρι πρότινος συναδέρφους τους, αδιαφορώντας για το μέλλον τους. Ενώ μετά από λίγο εμφανίστηκε η διοικήτρια του νοσοκομείου, η οποία το μόνο που έκανε ήταν να βγάζει άνευ ουσίας άναρθρες κραυγές. Η Ιωάννα, αν κι είχε να κοιμηθεί πάνω από δέκα ώρες δε νύσταζε, ένιωθε υπερένταση και σαστισμένη κοίταζε γύρω της. Τα πρόσωπα όλων των εργαζομένων στα μάτια της έγιναν ένα, θυμίζοντάς της την Ιφιγένεια, που αυτή τη φορά δυστυχώς θυσιάζονταν άδικα. Οι άνθρωποι αυτοί γνωρίζουν καλά ότι με τις πράξεις τους έγραφαν ιστορία, καθώς ήταν αποφασισμένοι να διεκδικήσουν με οποιοδήποτε τίμημα το αναφαίρετο δικαίωμά τους στην εργασία. Όταν η Ιωάννα γύρισε στο σπίτι το ρολόι έδειχνε πια μεσημέρι. Κουρασμένη, αλλά και αφάνταστα απογοητευμένη, πριν καλά καλά προλάβει να πάρει μίαν ανάσα, ο δικαστικός κλητήρας, φτάνοντας μέχρι την πόρτα του σπιτιού της τής παρέδωσε το επίσημο χαρτί της αναστολής.
Τους επόμενους μήνες όλοι αυτοί οι αγωνιστές των δικαιωμάτων της ζωής θα γίνουν μία τεράστια οικογένεια. Μέρος της κοινωνίας θα σταθεί απέναντί τους, πιστεύοντας τα λεγόμενα της επίσημης πολιτείας. Εκφράσεις μίσους και αντιπάθειες ορισμένης μερίδας πολιτών που δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν το ελληνικό όνειρο, να γίνουν και κείνοι δημόσιοι υπάλληλοι. Υπάρχουν όμως και πολίτες διαφόρων επαγγελματικών ομάδων που στέκονται δίπλα τους όλο αυτό τον καιρό με οποιονδήποτε τρόπο. Από την αρχή η θέση των ΜΜΕ στο θέμα αυτό είναι αρνητική και σε πολλές περιπτώσεις εχθρική. Τα πολιτικά κόμματα άλλα και η επίσημη Εκκλησία στέκονται αδιάφοροι, σχεδόν εχθρικοί απέναντι τους, χωρίς όμως να παίρνουν κάποια ξεκάθαρη και σοβαρή θέση σ’ ένα τόσο μεγάλο κοινωνικό ζήτημα.
Ο Στέφανος, για να μπορούν να επιβιώσουν, όποτε μπορεί κάνει δουλειές του ποδαριού. Άλλωστε δεν του επιτρέπεται ακόμη και αυτό το απλό δικαίωμα της αξιοπρέπειας απέναντι στη ζωή, δηλαδή να εργαστεί νόμιμα. Ένα μέτρο που το μόνο σκοπό εξ αρχής είχε την ψυχολογική και οικονομική εξόντωση των υγειονομικών. Ενώ η Ιωάννα φροντίζει ηλικιωμένα άτομα. Εντούτοις το ζευγάρι δεν χάνει το κουράγιο του. Οι δυο τους ενωμένοι παίρνουν μέρος σε κάθε πορεία και συγκέντρωση που γίνεται. Με τους πρώην συναδέρφους τους νιώθουν ότι τώρα πια δεν έχουν τίποτα να πουν. Εκείνοι, όπως και οι διευθυντές των κλινικών που εργάζονταν μέχρι πρότινος τους έχουν γυρίσει την πλάτη, αποδεικνύοντας ότι η εξουσία μεγάλη ή μικρή μετατρέπει τους ανθρώπους σε κτήνη, που θυσιάζουν ακόμα και τους συνεργάτες τους για να παραμείνουν στην εξουσία της θέσης τους.
Κοντεύει η άνοιξη μετά από έναν δύσκολο χειμώνα. Ο Στέφανος μαζί με δεκάδες άλλους υγειονομικούς βρίσκεται σχεδόν κάθε μέρα έξω από το υπουργείο, διεκδικώντας, τώρα που οι μάσκες έχουν πια πέσει, το δικαίωμά τους στην εργασία. Κοντεύει τριανταμία Μαρτίου, ημερομηνία ορόσημο για τους εργαζόμενους σε αναστολή και το αβέβαιο εργασιακό τους μέλλον. Ο Στέφανος εδώ και πολύ καιρό προσπαθεί να πείσει την Ιωάννα να φύγουν στο εξωτερικό, ίσως εκεί να έχουν ένα καλύτερο μέλλον. Εκείνη όμως είναι πολύ διστακτική, δε θέλει ν’ αφήσει την πατρίδα της που δυστυχώς την έχει πληγώσει αφάνταστα.
Ένα λαμπερό και ζεστό πρωινό του Μάρτη η Ιωάννα κατευθύνεται στο σπίτι της κυρίας Στέλλας, ενώ ο Στέφανος παρέμεινε έξω από το υπουργείο μαζί με άλλους συναδέλφους για ένα ακόμα βράδυ. Τα πόδια της, καθώς φτάνει στο σπίτι της ηλικιωμένης γυναίκας, τρέμουν. Σήμερα θα την ενημερώσει ότι για προσωπικούς λόγους θα σταματήσει να τη φροντίζει.
Καθώς κοντεύει η τριακοστή πρώτη Μαρτίου ο κόσμος αρχίζει να συνειδητοποιεί την αδικία που γίνεται σε βάρος των υγειονομικών, ενώ το υπουργείο παραμένει αμετακίνητο στις θέσεις του, αδιαφορώντας τόσο το ίδιο όσο και τα ΜΜΕ ακόμη και για τους πέντε υγειονομικούς που κάνουν απεργία πείνας ως ύστατη ένδειξη διαμαρτυρίας.
Είκοσι εννέα Μαρτίου. Η Ιωάννα ετοιμάζει τις βαλίτσες για το ταξίδι, νιώθοντας αφάνταστα αναστατωμένη και νευρική. Δυστυχώς οι καταστάσεις και τα δεδομένα τους οδηγούν στο να φύγουν στο εξωτερικό, όπως και χιλιάδες άλλοι απλοί εργαζόμενοι και επιστήμονες τα τελευταία χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα ο Στέφανος, παρόλες τις δυσκολίες, κατάφερε να βρει και στους δυο τους δουλειά σε χώρα της κεντρικής Ευρώπης.
Τριάντα Μαρτίου και το ξυπνητήρι χτυπάει στις εφτά το πρωί, είναι η ώρα που πρέπει να ετοιμαστούν για να φύγουν για το αεροδρόμιο. Το προηγούμενο βράδυ η Ιωάννα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί από την αγωνία της όσο κι αν ο Στέφανος της έδινε κουράγιο. Εξάλλου, τώρα πια ό,τι απόφαση και να πάρει το υπουργείο για τους υγειονομικούς τούς αφήνει παντελώς αδιάφορους, μιας και οι δυο τους σε λίγη ώρα θα πετάξουν μακριά από τη μητέρα πατρίδα που δε φρόντισε όπως άλλες χώρες να στηρίξει τα παιδιά της.