του Αναγνωστόπουλου
Σ’ αγαπώ της ψιθύρισε με όση δύναμη είχε, αφήνοντας ελεύθερη την τελευταία σπίθα ζωής που του απέμεινε να ενωθεί με τ’ απέραντο σύμπαν. Η Ελπίδα, ξετυλίγοντας σιγά σιγά τα χέρια της γύρω από το άψυχο κορμί του, το απέθεσε απαλά πάνω στην παγωμένη κι αφιλόξενη γη, λες κι ανέμενε τον γυρισμό του, βγάζοντας μέσα από τα στήθια της μία κραυγή απελπισίας. Τον αγαπούσε όσο τίποτε στον κόσμο. Αν της δινόταν η ευκαιρία θα έδινε ακόμα και την ψυχή της γι’ αυτόν.
Αφού στάθηκε για μερικά λεπτά σιωπηλή, έβγαλε από τον σάκο της ένα μικρό δράπανο και ξεβίδωσε με δυσκολία το καπάκι από τον επεξεργαστή που βρισκόταν ακριβώς πίσω από το κρανίο του, το οποίο είχε μεταμορφωθεί σε μία άμορφη μάζα. Εκείνος λίγες στιγμές πριν είχε καταφέρει να τη γλιτώσει από βέβαιο θάνατο, βάζοντας το κορμί του μπροστά της σαν ασπίδα. Μία χειροβομβίδα είχε πέσει ακριβώς δίπλα τους. Όμως χάρη στην αυτοθυσία του κατάφερε να σωθεί. Τώρα ήταν η δική της σειρά να τον βοηθήσει. Έβγαλε γρήγορα την Κεντρική Μονάδα Επεξεργασίας και την κράτησε σφιχτά στην παλάμη της. Το ασυμβίβαστο ολοκληρωμένο κύκλωμα της καρδιάς του ήταν ακόμη ζεστό. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, το εξελιγμένο λογισμικό του μπορούσε ν’ αγαπήσει. Να αισθανθεί με όλο του το είναι. Να πιστέψει σε κάτι ανώτερο και ξεχασμένο απ’ τους ανθρώπους, όπως στην ισότητα, στην δικαιοσύνη, στην ελευθερία. Μα κυρίως να θυσιαστεί για τους άλλους.
Ωστόσο εκείνη δεν ήθελε να περάσουν ξανά τα ίδια. Εξάλλου είχε μεταφέρει το λογισμικό του σε άλλα σώματα αμέτρητες φορές κατά το παρελθόν. Σε σημείο μάλιστα που έφτασε να μπερδεύει τ’ όνομά του. Άλλοτε τον φώναζε Σπάρτακο, άλλοτε Γκάντι, άλλοτε Τσε και τόσα πολλά ακόμη. Τώρα όμως ήθελε απλώς να τον αποκαλούν Έμφρων. Σηκώθηκε τρομαγμένη κοιτάζοντας γύρω της. Παντού υπήρχαν διάσπαρτοι εκατοντάδες νεκροί. Μέσα σ’ ένα καταιγισμό από σφαίρες άρχισε να τρέχει χωρίς προορισμό. Ξάφνου, χωρίς να το καταλάβει, μία σφαίρα διαπέρασε το θεϊκό της κορμί, κάνοντας να κυλίσει μέσα απ’ τα χέρια της η καρδιά του Έμφρων πάνω στην αιματοβαμμένη και υγρή γη.
Αυτή η ιδιαίτερη θηλυκή οντότητα, που δόθηκε ως δώρο απ’ τους θεούς στους ανθρώπους, ποτέ μέσα στην πορεία της ιστορίας τους δε δίστασε να ριψοκινδυνεύσει τ’ όνομά της όταν την επικαλούνταν. Εξάλλου από τη φύση της δε θα μπορούσε να προδώσει την ίδια της την τιμή. Εκεί, διπλά στην πεσμένη καρδιά του αγαπημένου της, η Ελπίδα αναμένει να κυοφορηθούν ξανά νέες ιδέες κι οράματα, προσδοκώντας ο σπόρος τους να δώσει και πάλι τους καρπούς του στο μέλλον.