του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Ποιον συνέτισες βρε Κώστα.
Όση σου απόμεινε αγάπη έγινε φωτιά.
Όταν οι άλλοι συναινούσαν στη γλυκιά εξαπάτηση της ελευθερίας,
επευφημώντας τον αυτοκράτορα με το γυρισμένο αντίχειρα.
Ένα σπίτι τότε σε καλούσε ελεύθερο, όλο στάχτη.
Σας πετάω στα μούτρα την ύπαρξή μου, τούς είπες
και έφυγες σαν τσαλακωμένη κούκλα.
Πού να ‘ξερες τα μετά βρε Κώστα.
Και όσο αφανιζόσουν τόσο άστραφτες σαν ήλιος που έδινε ζωή!
Στο κάτω κατω ας επιζούσες,
είπαν κάποιοι μετά,
που έβλεπαν την αυτοθυσία σου σαν γονάτισμα διαφυγής.
Αρκεί στο μέλλον να μην έχτιζες ξανά τη ζωή σου επάνω σε αμμόλοφους και ως εκεί.
Γέροι άνθρωποι κάποιοι από δαύτους, κάτι θα ξέρανε από συμβουλές.
Εξάλλου, η ζωή τους δίδαξε πως η επαλήθευση έρχεται με πολλούς τρόπους.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις,
φωνάζαν ακόμα και οι σύντροφοι γύρω σου.
Ώσπου ήρθε ο καιρός που σε βαλσάμωσαν.
Τώρα παίρνουν μέρος κι αυτοί στο μεγάλο φαγοπότι,
δίχως μια ρυτίδα σκέψης στο μυαλό από τα περασμένα.
Μα εσύ ολόλαμπρος τότε σαν έθνος δεν άκουγες κανέναν.
Επέλεξες μονάχος το τέλος του θεατρικού
και άνοιξες την πόρτα της εξόδου,
σκορπίζοντας το φόντο της ζωής που σου ‘χανε στημένο.
Κοιμήσου εν ειρήνη ελεύθερε Έλληνα.
Οι φλόγες δεν αγγίζουν πια τη σάρκα σου.
Ωστόσο, όλα εδώ είναι όπως τ’ άφησες.
Μόνο που το σκηνικό άλλαξε πια μορφή και ενδυματολόγους.