του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Ο Χόρχε φώτιζε τις σελίδες της ζωής του, αναπλάθοντας ανά πάσα στιγμή όποια ιστορία επιθυμούσε. Του άρεσε να πηγαίνει πίσω στο παρελθόν, τότε που γνώρισε την Άντζι στο μαγαζί όπου δούλευε. Ήταν ένα γραφικό ουζερί, σ’ ένα δρόμο στενό και πλακόστρωτο πάνω από τα Εξάρχεια, που μάζευε κόσμο κυρίως τα βράδια. Αυτός συνήθιζε να πηγαίνει εκεί μόνο τα μεσημέρια μετά τη δουλειά. Ήταν μισός Ισπανός από τη μεριά της μητέρας του κι εργαζόταν περιστασιακά στο μεσιτικό γραφείο των δικών του. Η Άντζι, μία λεπτεπίλεπτη νεαρή κοπέλα γύρω στα είκοσι δύο, μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές της ως κοινωνική λειτουργός. Όποτε τη φέρνει στο μυαλό του το πρόσωπό του φωτίζεται. Είχε μία επιδερμίδα σχεδόν διάφανη σαν χαρτί και τα πράσινα μάτια της, όπως και τα ξανθά της μαλλιά, τόνιζαν ακόμη περισσότερο αυτή την κρυστάλλινη λεπτότητα του δέρματός της. Φαντάζεται τη ζωή του δίπλα της. Τα ταξίδια, την κοινή τους ζωή, ακόμη κι αυτή την απλή, για πολλούς βαρετή καθημερινότητα. Τη σκεφτόταν πολλές φορές να μπαίνει στο σπίτι μετά τη δουλειά και να μοιράζονται μαζί καθισμένοι στον καναπέ τα όσα περνούσαν τις ώρες που ήταν μακριά ο ένας από τον άλλο ή για τα σχέδια τους στο μέλλον.
Κάπως έτσι συνήθιζε να παίζει με το άλμπουμ που είχε στο πλάι του κρεβατιού του, το οποίο κατάφερνε να φέρνει μπροστά του με τη βοήθεια της αποκλειστικής νοσοκόμας. Είχε μείνει παράλυτος, όταν ένα μοιραίο βράδυ λίγο πριν ξεκλειδώσει την πόρτα για να μπει μέσα στο σπίτι δέχτηκε από πίσω μία απροσδόκητη επίθεση με μαχαίρι. Η αστυνομία δεν απέκλεισε ακόμη και το ενδεχόμενο της εκ προμελέτης απόπειρας για δολοφονία. Ωστόσο, δεν είχε δει κανείς το πρόσωπο του δολοφόνου, που χάθηκε τρέχοντας μέσα στη νύχτα, αφήνοντάς τον αιμόφυρτο δίπλα στην εξώπορτα και ως εκ τούτου η υπόθεση παρέμεινε ανοιχτή. Τώρα βέβαια μετά από τόσο καιρό αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν εκείνη. Το πώς νιώθει γι’ αυτόν, που εδώ κι ένα χρόνο εξαφανίστηκε τόσο αναπάντεχα από τη ζωή της. Όμως δεν ήθελε να τον λυπούνται. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να της πει ότι αυτό το κορμί που αναστατώνονταν κάποτε σε κάθε της άγγιγμα, τώρα δεν ήταν μόνο νεκρό, αλλά είχε γίνει η φυλακή του. Υποταγμένος σ’ αυτή τη στείρα άρνηση του κορμιού του να τον υπακούσει σε οτιδήποτε, συνειδητοποιούσε πόσο αστείες φαινόταν όλες εκείνες οι θρησκευτικές και πολιτικές ιδεολογίες περί ελευθερίας και ισότητας τις οποίες ευαγγελίζονταν οι φορείς τους. Εξάλλου οι έννοιες αυτές έχουν την αξία τους μόνο εκεί που βρίσκεται ο καθένας, κι αυτός, μετά από τόσες εγχειρίσεις, δεν βρισκόταν στη δίκαιη βασιλεία των ουρανών, ούτε σε κάποια ιδανική πολιτεία, αλλά καθηλωμένος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου.
Το διάστημα που γνώρισε την Άντζι έμενε στο διαμέρισμα της φίλης του, της Φλώρας, μίας γυναίκας αρκετά χρόνια μεγαλύτερής του, την οποία είχε γνωρίσει πριν μερικούς μήνες σ’ ένα μπαρ κι αποφάσισε να μείνει μαζί της για λίγο, λόγω οικονομικών αναγκών. Δύο μέρες πριν τη μοιραία επίθεση που δέχτηκε έξω από το σπίτι της, αυτή του είχε πει πως θα έλλειπε για τρεις εβδομάδες στο πατρικό της, στην Καλαμάτα, για κάτι δουλειές κι έτσι γι’ αυτόν το πεδίο ήταν ελεύθερο. Ο Χόρχε εδώ και δύο μήνες είχε ξεκινήσει να βγαίνει κρυφά με την Άντζι κι είχε αποφασίσει να της το πει όταν αυτή θα γυρνούσε. Εξάλλου, η σχέση τους, τουλάχιστον γι’ αυτόν, ξεκίνησε σαν παιχνίδι. Στην αρχή βρισκόταν μόνο για σεξ ή τα βράδια για κανένα ποτό. Ωστόσο, η Φλώρα του ζήτησε να μείνει αν θέλει για λίγο μαζί του κι αυτός δεν έχασε την ευκαιρία.
Σήμερα η μέρα ήταν κάπως ιδιαίτερη. Θα τον επισκεπτόταν μετά από καιρό και πάλι η Φλώρα κι έτσι ζήτησε από την αποκλειστική να ‘ρθει νωρίτερα το απόγευμα, ώστε να μην τον βρει ξαπλωμένο στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Όταν μπήκε μέσα στο θάλαμο τού είπε ότι περίμενε έξω η κόρη της, η Αγγελική και ότι αν ήθελε θα μπορούσε να την καλέσει να έρθει μέσα. Εκείνος δεν απάντησε. Στην κατάστασή του δεν ένιωθε τόσο άνετα. Όταν τον είδε κάπως διστακτικό έβγαλε το πορτοφόλι από την τσάντα και του έδειξε τη φωτογραφία της. Εκείνο το διάφανο και κρυστάλλινο βλέμμα διαπερνούσε ξανά όλο του το κορμί. Ήταν η Άντζι…
Η νοσοκόμα σκεπάζοντάς τον, άφησε για άλλη μία φορά το άλμπουμ απαλά στο πλάι του κομοδίνου και σβήνοντας τα φώτα βγήκε από το θάλαμο.