efhmerida1

Έβρος: 100 απώλειες κυνηγόσκυλων, μετά από επιθέσεις λύκων, μέσα σε μία 15ετία

Ωστόσο, για τις περισσότερες μοιραίες επιθέσεις ευθύνονται τα αγριογούρουνα, όπως αποκάλυψε έρευνα επιστημόνων στο δάσος της Δαδιάς και την ευρύτερη περιοχή. Θανατηφόρες για τους σκύλους οι 8 στις 10 «συναντήσεις» με λύκους – Προτάσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου

Της Κικής Ηπειρώτου

Θανατηφόρες για τους σκύλους ήταν οι 8 στις 10 «συναντήσεις» με λύκους στο δάσος της Δαδιάς και την ευρύτερη περιοχή, όπως αποκαλύπτει έρευνα επιστημόνων που διεξήχθη το διάστημα 2019-2020. Συνολικά, τη 15ετία 2005-2020, σημειώθηκαν 110 επιθέσεις λύκων σε κυνηγόσκυλα, ωστόσο, ο βασικότερος υπαίτιος θανατηφόρων επιθέσεων σε σκύλους είναι ο αγριόχοιρος, καθώς ο μέσος συνολικός ετήσιος αριθμός τραυματισμών και απωλειών από αγριόχοιρο ανά κυνηγό ήταν 7πλάσιος του αντίστοιχου από τον λύκο, για την ομάδα των κυνηγών αγριόχοιρου.

Ο «κακός» (;) ο λύκος

O λύκος (Canis lupus) αποτελεί το είδος της άγριας πανίδας με τη μεγαλύτερη κατανομή στο βόρειο ημισφαίριο μετά τον άνθρωπο. Γι’ αυτό, εξάλλου, με την Σύμβαση της Βέρνης, αποφασίστηκε ο  περιορισμός της προστασίας του λύκου στην Ευρώπη, προκαλώντας την αντίδραση 20 περιβαλλοντικών οργανώσεων, που έκαναν λόγο για «σοβαρό ολίσθημα», καθώς «οι πληθυσμοί του λύκου έχουν μόλις και μετά βίας ανακάμψει μετά την εξαφάνισή τους στα περισσότερα μέρη της Ευρώπης» τονίζοντας ότι «η αποδυνάμωση της προστασίας τους θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο αυτή την εύθραυστη ανάκαμψη».

Ο οικολογικός ρόλος των λύκων είναι σημαντικός καθώς προσφέρει πολλαπλές υπηρεσίες στα φυσικά οικοσυστήματα. Θηρεύει μεγάλο φάσμα ζωικών ειδών, με κυριότερα τα μεγάλα άγρια οπληφόρα, συμβάλλοντας με αυτόν τον έμμεσο τρόπο στη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής των οικοσυστημάτων, ενώ πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι μπορεί να περιορίσει και την εξάπλωση μεταδοτικών ασθενειών της άγριας πανίδας, όπως η φυματίωση και η αφρικανική πανώλη του αγριόχοιρου.

Παρόλα αυτά, η επανάκαμψη του λύκου στην Ευρώπη ενέχει σύγκρουση με τον  άνθρωπο. Η σύγκρουση αυτή οφείλεται κυρίως στις επιθέσεις λύκων στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο και στα κυνηγετικά σκυλιά, καθώς και σε προβληματική συμπεριφορά που εμφανίζουν άτομα του είδους που είναι εξοικειωμένα με τον άνθρωπο. Η θήρευση κυνηγετικών σκύλων από λύκους αποτελεί τη σημαντικότερη αιτία στοχοποίησης του είδους το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα. Ως κύρια αιτία για την αύξηση της έντασης του φαινομένου αναφέρεται η επανάκαμψη των πληθυσμών του λύκου, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί ένα επαρκώς διερευνημένο ζήτημα.

Για αυτόν ακριβώς το λόγο, πραγματοποιήθηκε έρευνα στο Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς-Λευκίμμης-Σουφλίου και την ευρύτερη περιοχή κατά την περίοδο 2019-2020. Το Πάρκο αποτελεί περιοχή υψηλής αξίας διατήρησης της βιοποικιλότητας, καθώς μεταξύ άλλων σημαντικών ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας, φιλοξενεί τη σημαντικότερη αναπαραγωγική αποικία του απειλούμενου Μαυρόγυπα στα Βαλκάνια, και 3 από τα 5 εναπομείναντα ζευγάρια του κρισίμως κινδυνεύοντος Ασπροπάρη. Η κυριότερη απειλή για αυτά τα είδη γυπών είναι η παράνομη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων, η  οποία στοχεύει στην εξόντωση άλλων ειδών πανίδας, όπως ο λύκος.

Παράλληλα, η Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης, τη χρονιά που μας πέρασε,   πήρε την πρωτοβουλία να παρουσιάσει την έρευνα στα μέλη των κυνηγετικών συλλόγων Έβρου και Ροδόπης και με έναυσμα αυτές τις παρουσιάσεις, να συζητήσει μαζί τους θέματα όπως η βιολογία και η συμπεριφορά του λύκου, ο υβριδισμός του είδους με σκύλους, τα μέτρα πρόληψης και την εμπειρία διαχείρισης των επιθέσεων σε κυνηγετικά σκυλιά από άλλα κράτη.  Βασικοί άξονες της μελέτης αποτελούσαν  η εκτίμηση και κατανομή του πληθυσμού των λύκων στην περιοχή έρευνας, η τροφική ανάλυση της δίαιτας των λύκων και η διερεύνηση των επιθέσεων σε κυνηγετικά σκυλιά μέσω δια ζώσης συνεντεύξεων με κυνηγούς. 

Μεθοδολογία έρευνας

Η έρευνα πεδίου περιλάμβανε:

Εφαρμογή πολλαπλών μεθόδων για την καταγραφή της παρουσίας λύκων, συλλογή περιττωμάτων λύκου και δια ζώσης συνεντεύξεις με κυνηγούς που είχαν βιώσει επιθέσεις στους κυνηγετικούς σκύλους τους από λύκους ή άλλα είδη. Στη  συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις που περιλαμβάνουν:

1) στατιστικά μοντέλα εκτίμησης του αριθμού των αγελών λύκου στην περιοχή έρευνας,

2) τροφική ανάλυση περιττωμάτων για εκτίμηση της συχνότητας κατανάλωσης κτηνοτροφικών ζώων, άγριων οπληφόρων και σκύλων από λύκους,

3) χωροχρονική διερεύνηση των επιθέσεων  σε κτηνοτροφικά ζώα (δεδομένα ΕΛΓΑ) και κυνηγετικά σκυλιά την τελευταία δεκαετία (δεδομένα από ερωτηματολόγια),

4) ταυτοποίηση των παραμέτρων που επιδρούν στη γεωγραφική κατανομή των  επιθέσεων για τη δημιουργία χαρτών επικινδυνότητας επίθεσης,

5) αντιπαραβολή της γεωγραφικής κατανομής της χρήσης των  δηλητηριασμένων δολωμάτων σε σχέση με τους παραγόμενους  χάρτες ρίσκου επίθεσης,

6) δημιουργία στατιστικών μοντέλων για τη διερεύνηση του αριθμού των περιστατικών ανά κυνηγό, ανά αγέλη και ανά δημοτικό διαμέρισμα, καθώς και τη σοβαρότητα και την έκβαση μιας επίθεσης,

7) διερεύνηση των παραμέτρων φυλής και ηλικίας των κυνηγετικών σκύλων ως προς τη θνησιμότητά τους σε περιστατικά επίθεσης,

8) σύγκριση των απωλειών κυνηγετικών σκύλων από επιθέσεις αγριόχοιρων με τις απώλειες από επιθέσεις λύκων, και

9) διερεύνηση απόψεων των κυνηγών για τη χρήση προληπτικών μέτρων για τη μείωση των επιθέσεων λύκων σε κυνηγετικούς σκύλους.

 

Κύρια αποτελέσματα της έρευνας

Στην περιοχή της έρευνας διαπιστώθηκε ότι κινούνταν 59-67 λύκοι που σχημάτιζαν 9 διακριτές ομάδες λύκων εκ των οποίων οι 7 ήταν αναπαραγωγικές.

Στην έρευνα συμμετείχαν 56 κυνηγοί και καταγράφηκαν συνολικά 110 περιστατικά αλληλεπίδρασης λύκων-κυνηγετικών σκύλων κατά την περίοδο 2005-2020. Τα περιστατικά ταξινομήθηκαν σε 3 κατηγορίες αξιοπιστίας βάσει των στοιχείων που συλλέχτηκαν στο εκάστοτε περιστατικό.

Σε ποσοστό 79,8% οι αλληλεπιδράσεις λύκων-κυνηγετικών σκύλων ήταν θανατηφόρες, εκ των οποίων το 42% αφορά σε ολική κατανάλωση των σκύλων και το 50% σε μερική. Η μέση ετήσια απώλεια σκύλων ανά επηρεαζόμενο κυνηγό ανέρχεται περίπου στον ένα σκύλο ανά δεκαετία για την περίοδο αναφοράς (2005-2020).

Το 78% των περιστατικών συνέβησαν κατά τη διάρκεια του κυνηγιού και το 22% κατά την εκγύμναση των σκύλων. Η πλειονότητα των περιστατικών συνδέεται με το κυνήγι του λαγού (68%) και σε μικρότερο βαθμό με το κυνήγι του αγριόχοιρου (28%). Κατά τη διάρκεια της έρευνας καταγράφηκαν συνολικά 17 φυλές σκύλων, ενώ φάνηκε ότι οι πιο έμπειροι και μεγαλύτεροι σε ηλικία (>3 έτη) ή μέγεθος σκύλοι (π.χ. Griffon) θηρεύονται στατιστικά σημαντικά λιγότερο. Στο κυνήγι του λαγού βρέθηκε 25,4% μεγαλύτερη πιθανότητα απώλειας ή τραυματισμού του κυνηγετικού σκύλου ανά έτος. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν επίσης ότι οι απώλειες μειώνονται κατά 10% με κάθε δεκαετία εμπειρίας του κυνηγού, κατά 10% με την αύξηση των ημερών εκπαίδευσης των σκύλων κατά 2 εβδομάδες και κατά 15,8% με την άσκηση της θήρας μαζί με άλλους κυνηγούς.

Η έκβαση των επιθέσεων επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, όπως οι συνθήκες άσκησης του κυνηγιού κατά τη διάρκεια των περιστατικών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η πιθανότητα θανάτωσης σκύλων σε περίπτωση προσέγγισης λύκων αυξάνεται με την απόσταση του σκύλου ή των σκύλων από τον κυνηγό και με τον αριθμό των λύκων που εμπλέκονται στο περιστατικό. Αντίθετα, η πιθανότητα αυτή μειώνεται σημαντικά αν ο κυνηγός αντιδράσει έντονα και έγκαιρα (π.χ. με πυροβολισμούς, καλώντας τα σκυλιά κ.α) ή χρησιμοποιεί GPS κολάρο για τον εντοπισμό του σκύλου του. Όσο αφορά στην περιοχή έρευνας, η πλειονότητα των ερωτηθέντων ανέφεραν αυξημένη κυνηγετική επιτυχία λόγω της χρήσης GPS κολάρων στους κυνηγετικούς σκύλους καθώς και αύξηση στον αριθμό κυνηγετικών σκύλων ανά κυνηγό.

Όσο αφορά τις τάσεις, οι αλληλεπιδράσεις λύκων – κυνηγετικών σκύλων ακολουθούσαν στατιστικά σημαντική θετική τάση τη δεκαετία 2010-2020, όμως ο αριθμός των περιστατικών αυξανόταν και επηρεαζόταν σημαντικά από την χρήση των GPS κολάρων για σκύλους, αφού η χρήση τους επιτρέπει τον εντοπισμό των νεκρών σκύλων κάτι που δεν γινόταν στο παρελθόν. Έτσι η αυξητική αυτή τάση ήταν λιγότερο εμφανής και στατιστικά μη σημαντική όταν ελήφθη στην ανάλυση υπόψη και η αυξανόμενη χρήση κολάρων GPS για σκύλους. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι την ίδια περίοδο και στις ίδιες ακριβώς περιοχές, ο αριθμός των αποζημιωθέντων επιθέσεων λύκων στα κτηνοτροφικά ζώα ακολουθούσε μια έντονη και στατιστικά σημαντική αρνητική τάση – όσο δηλαδή μειώνονταν οι επιθέσεις στα κτηνοτροφικά ζώα τόσο αυξάνονταν οι επιθέσεις στα κυνηγετικά σκυλιά.

Σύμφωνα επίσης με τα αποτελέσματα της έρευνας, εκτός από τους λύκους, απώλειες σε κυνηγετικά σκυλιά προκαλούν και άλλα είδη πανίδας. Ο μέσος συνολικός ετήσιος αριθμός τραυματισμών και απωλειών από αγριόχοιρους ανά κυνηγό ήταν 7πλάσιος του αντίστοιχου από τους λύκους για την ομάδα των κυνηγών αγριόχοιρου, ενώ το 45% των κυνηγών είχαν, επίσης, τουλάχιστον μια θανατηφόρα επίθεση στα σκυλιά τους από ποιμενικούς σκύλους.

Η πολύ-παραγοντική ανάλυση της γεωγραφικής κατανομής των περιστατικών υψηλότερης αξιοπιστίας, έδειξε ότι οι περισσότερες επιθέσεις σε σκύλους συνέβησαν σε περιοχές με χαμηλή πυκνότητα κτηνοτροφικού κεφαλαίου και κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων, σε κατάλληλο βιότοπο για το ζαρκάδι, τον αγριόχοιρο και τον λαγό, καθώς και σε περιοχές με χαμηλότερη κατάτμηση του δάσους. Υψηλός κίνδυνος επίθεσης υπάρχει στο 38% της έκτασης της περιοχής έρευνας, όπου εντοπίστηκε και το 71% των περιστατικών χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων κατά την περίοδο 2012-2020.

 

Σύνοψη και προτάσεις

Η έρευνα έδειξε αύξηση των επιθέσεων λύκων σε κυνηγετικούς σκύλους, η οποία συνοδεύεται από μείωση των επιθέσεων σε κτηνοτροφικά ζώα, πιθανώς λόγω και της κατάρρευσης της παραδοσιακής κτηνοτροφίας στην περιοχή τα τελευταία 15 έτη. Δεν μπορεί να αποκλειστεί μια γενικευμένη ή εποχιακή έλλειψη τροφής ως μια από τις αιτίες των αυξημένων επιθέσεων, αν και μια από τις κύριες τροφικές πηγές του λύκου, τα άγρια οπληφόρα, εμφανίζουν αύξηση του πληθυσμού στην περιοχή, αλλά το θέμα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

Ο κίνδυνος θήρευσης σκύλων από λύκους φαίνεται να αυξάνει όταν αλληλεπικαλύπτονται περιοχές θήρας και ευνοϊκό ενδιαίτημα τροφοληψίας για τους λύκους, καθώς αυξάνεται η πιθανότητα συνάντησής τους.

Η δίαιτα των λύκων στο Εθνικό πάρκο και την ευρύτερη περιοχή αποτελείται κυρίως από ζαρκάδι και αγριόχοιρο με ποσοστό εμφάνισης στα περιττώματα 72,8% συνολικά. Η προτίμηση των λύκων αλλάζει από κυρίως σε ζαρκάδι το καλοκαίρι, σε κυρίως αγριογούρουνο το χειμώνα. Τα σκυλιά αντιπροσωπεύουν μικρό ποσοστό της δίαιτας (συνολικά 1,9% και 5,1% τον χειμώνα)

Μπορεί να οφείλονται σε αλλαγές της συμπεριφοράς των λύκων λόγω αυξημένου ανταγωνισμού με τα κυνηγετικά σκυλιά για τα ίδια θηράματα (αγριόχοιρος και ζαρκάδι) αλλά και σε αλλαγές στον τρόπο που ασκείται το κυνήγι τα τελευταία χρόνια (π.χ. εντατικοποίηση κυνηγιού αγριόχοιρου, αύξηση αριθμού κυνηγετικών σκύλων).

Αλλοι παράγοντες που σχετίζονται με τη θήρευση των σκύλων από λύκους είναι το μέγεθος της ομάδας κυνηγών και η εμπειρία του κυνηγού που συνδέονται με μικρότερες απώλειες, καθώς και η απόσταση των σκύλων από τους ιδιοκτήτες τους και το μέγεθος ή η ηλικία των σκύλων.

Το πρώτο βήμα προς την αντιμετώπιση του φαινομένου είναι η ενδελεχής διερεύνηση του εκάστοτε περιστατικού και ο αποκλεισμός των περιπτώσεων επιθέσεων από αγριόχοιρους και ποιμενικούς σκύλους, οι οποίες ήταν επίσης πολύ συχνές στην περιοχή μελέτης. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι οι αγριόχοιροι όχι μόνο σκοτώνουν αλλά και καταναλώνουν κυνηγετικούς σκύλους σε αντίθεση με ό,τι κοινώς πιστεύεται. Επομένως, όλες οι περιπτώσεις θα πρέπει να εξετάζονται στο πεδίο από εξειδικευμένους κτηνιάτρους στο πλαίσιο λειτουργίας συστημάτων ασφάλισης και αποζημίωσης, εφαρμόζοντας καθορισμένα πρωτόκολλα επαλήθευσης του ζημιογόνου είδους ακόμα και με τη βοήθεια της γενετικής.

Αν και η επανάκαμψη του αγριόχοιρου και του ζαρκαδιού βρίσκεται σε εξέλιξη, η σταθερότητα και αφθονία των τροφικών διαθέσιμων για τους λύκους επιτυγχάνεται με την αύξηση της πυκνότητας, αλλά και της ποικιλότητας των άγριων οπληφόρων.

Επομένως, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο επανεισαγωγής επιπλέον ειδών οπληφόρων που είχαν παλαιότερα εξαφανισθεί τηρώντας τα αυστηρά κριτήρια που διέπουν τέτοιες διαχειριστικές δράσεις. Κρίνεται επίσης σκόπιμο να αναφερθεί ότι οι λύκοι μπορούν να επιτεθούν και να σκοτώσουν σκύλους εφόσον υπάρχει σημαντική επικάλυψη με τις περιοχές κυνηγιού, ακόμα και με επάρκεια τροφής για το είδος. Σημεία απόθεσης νεκρών ζώων ή άλλες εστίες προσέλκυσης λύκων και σκύλων θα πρέπει να αποφεύγονται ώστε να μειώνεται η πιθανότητα συνάντησης των κυνηγετικών σκύλων με λύκους.

Παθητικά και ενεργητικά προστατευτικά μέτρα και πρακτικές, όπως το συνεργατικό κυνήγι σε μεγαλύτερες ομάδες, η εντατικοποίηση του ελέγχου των κινήσεων των σκύλων με τη χρήση GPS κολάρων, η χρήση χαρτών επικινδυνότητας για προειδοποίηση των κυνηγών και η εκτεταμένη χρήση ειδικών προστατευτικών γιλέκων μπορούν να μειώσουν τους τραυματισμούς και τη θνησιμότητα των κυνηγετικών σκύλων τόσο από λύκους όσο και από αγριογούρουνα. Μπορεί, επίσης, να εξεταστεί η χρήση μεγαλύτερων φυλών σκύλων στο κυνήγι που εμφανίζονται λιγότερο ευάλωτες στη θήρευση από λύκους, καθώς και εκπαίδευση των νεότερων σκύλων με πιο έμπειρους σε ασφαλείς περιοχές για να αποκτήσουν επαρκή εμπειρία. Οι σκύλοι μπορούν επίσης να εκπαιδεύονται κατά προτίμηση από μικρή ηλικία στη χρήση προστατευτικού γιλέκου για να επιτευχθεί ανοχή σε αυτό υπό διάφορες περιβαλλοντικές συνθήκες, καθώς οι κυνηγοί ανέφεραν δυσκολίες στην εφαρμογή του μέτρου λόγω δυσανεξίας των σκύλων κατά  τις θερμές περιόδους.

Η χρήση συσκευών θορύβου πριν το κυνήγι μπορεί, επίσης, να αποδειχθεί αποτελεσματική σε επικίνδυνες περιοχές. Οι μέθοδοι αυτές μπορούν να εφαρμοστούν συνδυαστικά και να μειώσουν τις απώλειες σκύλων από λύκους και αγριογούρουνα.

Τέλος, η εκπαίδευση των κυνηγών σχετικά με τη βιολογία του λύκου και την αναγνώριση των βιοδηλωτικών ενδείξεων παρουσίας του στο πεδίο μπορεί να είναι χρήσιμη για την αποφυγή των επικίνδυνων περιοχών. Οι διαδικασίες και οι μέθοδοι που προτείνονται ενδέχεται να μειώσουν τη σύγκρουση των κυνηγών με τους λύκους αλλά και τις περιπτώσεις παράνομης χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων που είναι επιζήμιες τόσο για την απειλούμενη ορνιθοπανίδα όσο και για τους ίδιους τους κυνηγούς και άλλους κατόχους σκύλων, όπως οι κτηνοτρόφοι.

 

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπρόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Γιώργος Πανταζίδης
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Αρ. Μ.Η.Τ.: 232167

LOGO MHT RGB

              Μέλος του

media
Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr