Σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρέθηκε η Ελλάδα το 2024, με το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, να διαμορφώνεται στο 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου — δηλαδή 30% κάτω σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Αντίστοιχα, η Λετονία βρέθηκε στο 71% και η Βουλγαρία κατέγραψε την χαμηλότερη επίδοση με μόλις 66% του μέσου όρου.
Συνολικά, δέκα χώρες –που αντιστοιχούν περίπου στο 34% του πληθυσμού της ΕΕ– ξεπέρασαν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πρωταθλήτριες αναδείχθηκαν το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία, με επίπεδα 241% και 211% αντίστοιχα του μέσου όρου, δηλαδή 141% και 111% υψηλότερα. Ακολούθησαν οι Κάτω Χώρες (135%), η Δανία (128%) και το Βέλγιο (117%).
Παρά τις επανειλημμένες εξαγγελίες για «ισχυρή ανάπτυξη» και «θωράκιση της οικονομίας», τα επίσημα στοιχεία της Eurostat εκθέτουν τη σκληρή πραγματικότητα: η Ελλάδα παραμένει ουραγός στην Ευρώπη, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ 30% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων πολιτών παραμένει καθηλωμένη, ενώ το κύμα ακρίβειας συνεχίζει αμείωτο να ροκανίζει τα εισοδήματα. Οι κυβερνητικές πολιτικές, παρά τα επικοινωνιακά τεχνάσματα, αποτυγχάνουν να δώσουν ουσιαστικές λύσεις σε ένα πρόβλημα που πλέον δεν επιδέχεται ωραιοποιήσεις. Οι δείκτες δεν ψεύδονται: η απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο μεγαλώνει αντί να μειώνεται.