του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Ο κάθε πολιτισμός κουβαλάει ως κληρονομιά και ως χρέος τα μεγάλα πλαίσια αναφοράς του. Ο ελληνικός πολιτισμός είναι ο πολιτισμός του λόγου και της αρετής. Ο αρχαίος ελληνικός γραπτός και προφορικός λόγος είχε ως σημείο αναφοράς του τον άνθρωπο, τον κόσμο και το σύμπαν. Ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο αρχαιότερος προσωκρατικός φιλόσοφος, θεώρησε το ύδωρ ως την πρωταρχική αρχή της κίνησης και της ρευστότητας του κόσμου. Ο Αναξίμανδρος, νεότερος μαθητής και διάδοχός του Θαλή στη σχολή της Μιλήτου, υποστήριζε ως αρχή των όντων το άπειρο από το οποίο απορρέουν και επιστρέφουν τα πάντα, ενώ ο Ηράκλειτος τη φωτιά κλπ.
Σ’ ένα από τα σωζόμενα αποσπάσματα του Ηρακλείτου διαβάζουμε:
«Κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν αλλ’ ήν αεί και εστίν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα.»
Αυτόν τον κόσμο που είναι ο ίδιος για όλα τα όντα, ούτε κάποιος θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε, αλλά ήταν πάντα και είναι και θα είναι πυρ αείζωο. που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.
Ενώ σε άλλο απόσπασμα ο Ηράκλειτος αναφέρεται στον «κοινό λόγο»:
«διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν.»
Γι᾽ αυτό είναι αναγκαίο να ακολουθούμε το κοινό· αλλά, παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν δική τους αντίληψη.
Όλες αυτές οι θεωρίες όμως στην εξέλιξη της ελληνικής κοσμοαντίληψης συνυφαίνονται πάνω στο σχήμα: χάος – κόσμος.
Στη Θεογονία του Ησιόδου συνυπάρχουν τρία στοιχεία το Χάος, η Γαία και ο Έρωτας:
«ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ’· αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ’ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου, Τάρταρά τ’ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης, ἠδ’ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι, λυσιμελής, πάντων τε θεῶν πάντων τ’ ἀνθρώπων δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν.» (Ησιόδου Θεογονία 116-122)
Στην αρχή γεννήθηκε το Χάος, κι έπειτα η πλατύστηθη Γαία παντοτινός και ασφαλής τόπος των αθανάτων που εξουσιάζουν τις χιονισμένες κορφές του Ολύμπου και τα σκοτεινά Τάρταρα στα βάθη της γης με τους πλατείς δρόμους. Μετά ο Έρως που είναι ο ωραιότερος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, που λύνει τα μέλη όλων των θεών και των ανθρώπων και δαμάζει στα στήθια την καρδιά και τον νου.
«ἐκ Χάεος δ’ Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο· Νυκτὸς δ’ αὖτ’ Αἰθήρ τε καὶ Ἡμέρη ἐξεγένοντο, οὓς τέκε κυσαμένη Ἐρέβει φιλότητι μιγεῖσα.»(Ησιόδου Θεογονία 123-126)
Από το Χάος ακόμη δημιουργήθηκαν το Έρεβος κι η μαύρη νύχτα. Κι απ’ τη Νύχτα «γεννήθηκε» ο Αιθέρας κι η Ημέρα, που τα γέννησε σμίγοντας με «φιλότητα» με το Έρεβος.
Το χάος για την ελληνική κοσμοαντίληψη δηλώνει την αμορφία, ενώ ο κόσμος θα πει στολίδι, κόσμημα. Έτσι, πολύ ορθά ο Έλληνας διανοητής Στέλιος Ράμφος στο έργο του «Η νίκη σαν παρηγοριά» σημειώνει:
« Αυτή η τρομερή πόλωση υπήρξε γενέθλια του ελληνικού πολιτισμού. Η συναίρεση των δύο αυτών αντίπαλων στοιχείων έδωσε έναν πολιτισμό μορφής. Οι Παρθενώνες, οι Κούροι, οι Νίκες της Σαμοθράκης, οι Αφροδίτες της Μήλου, όλα αυτά τα μεγαλειώδη δημιουργήματα προέκυψαν συναιρετικά όχι επειδή ο λαός αφηνόταν στο διονυσιακό στοιχείο της αμορφίας, το οποίο θα μπορούσε να συνδεθεί με το πάθος και την έκσταση, αλλά επειδή το γαλήνευε με το απολλώνειο στοιχείο της μορφής. Η άφεση δεν μας πάει ψηλά, ψηλά μας πάει η ανάληψη των αντιφάσεών μας. Εκεί γεννιέται η μορφή και όχι στη λογική, όπως νόμιζε ο Νίτσε. Η ανάληψη των αντιφάσεών μας είναι η μορφή που η Ελλάδα κληροδότησε στην ανθρωπότητα. Αγάλματα έχουν και στην Αφρική, αλλά εκεί λειτουργούν τοτεμικά, διεγείρουν το φόβο, ενώ η ελληνική μορφή ελευθερώνει το κάλλος. Τα αγάλματα εδώ ζωντάνευαν πλαστικά στην ομορφιά την εσωτερική ειρήνη. Γιατί στο βάθος ένας προχωρημένος πολιτισμός μειώνει δυνητικά τους συντελεστές της βίας. Όμως ένας λαός μπορεί να οδηγηθεί στο χάος, αν δεν είναι σε θέση να αναλάβει τα αντιφατικά στοιχεία της δικής του υπάρξεως και αφεθεί έτσι στο πάθος του».
Από την άλλη το αξιακό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων στηρίζονταν στην ανάπτυξη των αρετών, κατά το μέτρο των ανθρώπινων δυνατοτήτων που έδιδαν στους θεούς.
Ο Τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος (668-584 π.Χ.) ο οποίος κατατάχθηκε μεταξύ των επτά σοφών του αρχαίου κόσμου, έγραψε ένα μακρύ ποίημα με τίτλο «Υποθήκες στον ανθρώπινο βίο» από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν όπου μεταξύ άλλων θα μας πει:
«Αι μεν ηδοναί θνηταί αι δε αρεταί αθάνατοι.»
Ο δε Πλάτων στον Γ΄ τόμο στους Νόμους του θα γράψει για τις αρετές:
«Ουδέ γε οπόταν χρήματα τις έρφ κτάσθαι μή καλώς, ή μή δυσχερώς φέρη 728a κτώμενος, δώροις άρα τιμά τότε τήν αύτοϋ ψυχήν -παντός μέν ούν λείπει- τό γάρ αυτής τίμιον άμα καί καλόν άποδίδο-ται σμικρού χρυσίου- πάς γάρ ό τ’ επί γης καί ύπό γης χρυσός αρετής ούκ αντάξιος.»
Ούτε και όταν βέβαια αγαπά κάποιος ν’ αποκτά χρήματα με τρόπο ανέντιμο ή συμβαίνει να μην το φέρει βαρέως όταν (728a) τα αποκτά, δεν καταφέρνει ούτε και τότε να τιμά την ψυχή του με δώρα -αντιθέτως υπολείπεται κατά πολύ-, διότι το αξιότιμο σ’ αυτήν μαζί και ωραίο ανταλλάσσεται μ’ ένα μικρό ποσό χρυσού- Όταν μάλιστα όλος ό χρυσός πάνω στη γη και κάτω από τη γη δεν είναι αντάξιος της αρετής.
Αυτοί οι ασφαλείς οδοδείκτες για την ανθρώπινη τελείωση είναι το μεγάλο όπλο της ελληνικής κοσμοαντίληψης και αναγνώρισης του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά και το πλαίσιο μέσα στο οποίο έλληνας άνθρωπος έχτιζε το αξιακό του σύστημα κατά Λόγον και κατ’ Αρετήν.