του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Συνάνθρωπε! ίσως τώρα που έχεις ανάγκη βρεις στο δικό μου λαό ένα πατέρα που θα ‘ρθει εθελοντής να τραβήξει κάτω απ’ τα χαλάσματα το δικό σου παιδί.
Και ίσως ύστερα σκουπίσεις τα δακρυσμένα του μάγουλα με τις φρεσκοπλυμένες πετσέτες που έστειλε κάποια μάνα της δικής μου πατρίδας.
Κι αργότερα, όταν επουλωθούν οι πληγές σας, ίσως παίξεις μαζί του με τα παιχνίδια που έστειλε ένα παιδί του δικού μου θεού.
Συνάνθρωπε! αυτοί που βρίσκονται ψηλά πάντα θα κλέβουν το ψωμί μας και θα δηλητηριάζουν το δικό σου μυαλό, όπως και το δικό μου.
Και ίσως κάποτε τα ξεχάσουμε όλα αυτά κι αφήσουμε τους χορτάτους, όπως άλλοτε, να παίξουν ξανά με τις ζωές μας και τις ζωές των παιδιών μας.
Όμως τώρα δεν παζαρεύω τον ανθρώπινο πόνο, όπως ποτέ δεν παζάρεψα και τον έρωτα.
Συνάνθρωπε! κάθε πρωί ξαναανακαλύπτω τον άνθρωπο, βλέποντας τον ήλιο να δίνεται χωρίς δισταγμό σε όλους το ίδιο.
Εκεί κάτω όμως δεν έφτασε ακόμα το φως.
Εκεί κάτω απ’ τα ερείπια επικρατεί το σκοτάδι.