του Γιώργου Αναγνωστόπουλου
Δε θυμόταν πόση ώρα ήταν λιπόθυμος ή πως βρέθηκε εκεί στην ερημιά σε μιαν άκρη του δρόμου.
Σηκώθηκε αργά και τίναξε τα ρούχα του που ήταν γεμάτα με αίμα και σκόνη, σαν να είχε κάτι συμβεί ίσως πριν από λίγες στιγμές.
Έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στο μισοσκότεινο ουρανό.
Είχε αρχίσει να χαράζει και δεν ακουγόταν παρά μόνο η σιωπηλή ανάσα των λιγοστών δέντρων.
Σκέφτηκε πως όποιος κι αν κρυβόταν πίσω απ’ τα σύννεφα δεν του καιγόταν καρφάκι για το τι του είχε συμβεί ή έστω κι αν ακόμα υπήρχε δεν του έδινε καμιά σημασία, όπως έκανε πάντα.
Έστριψε ένα τσιγάρο, βγάζοντας από την τσέπη του παντελονιού του το συλλεκτικό Zippo που του είχε χαρίσει την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου η ερωμένη του.
Διάβασε τη χαραγμένη χειρόγραφη αφιέρωση που είχε στο πλάι.
«Εύχομαι να μ’ ανάβεις όπως ο Zippo.»
Χαμογέλασε ικανοποιημένος.
Ήταν γι’ αυτόν κάτι σαν μικρή προσευχή.
Κλείνοντας για λίγο τα μάτια έφερε στην μνήμη του το λαμπερό της χαμόγελο.
Για αυτόν, τόσο η πιθανότητα να υπάρχει την ίδια στιγμή σε διάφορα σημεία, όσο και το να του συμβαίνουν πολλά γεγονότα ταυτόχρονα, ήτανε άπειρες.
Κι αυτό κατά βάθος συντηρούσε τη δική του εφήμερη ευτυχία μες την αιωνιότητα.
Εξάλλου, γνώριζε πολύ καλά πως σε όποιο σημείο και να βρισκόταν, αν μπορούσε ν’ αντιστρέψει το χρόνο προς τα πίσω, όλο το σύμπαν θα συγκεντρωνόταν επάνω του.
Εντούτοις, αυτή η αίσθηση της ενότητας συχνά εξαφανιζόταν μέσα στην καθημερινή μέριμνα του βίου και της ατομικής του υποκειμενικότητας.
Κάτι που τον έκανε να αισθάνεται σαν μία χοροχρονική κουκίδα, η οποία προέκυψε από μία τυχαία κβαντική διακύμανση.
Ένα στίγμα που βρέθηκε κάποια στιγμή σε τούτο τον έρημο δρόμο, χωρίς να ξέρει το πώς και το γιατί, μετά από 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια.
Ωστόσο, το αποτύπωμα αυτής της καρικατούρας ήταν ήδη εγγεγραμμένο στην αρχή της δημιουργίας.
Θα μπορούσε αν έβρισκε τον τρόπο, να πάει εκεί και να σβήσει με μιας το ίχνος της ή να το αλλάξει αν ήθελε.
Προς το παρόν όμως αυτό δεν τον απασχολούσε.
Εξάλλου γνώριζε πολύ καλά πως αποτελούσε κι ο ίδιος ένα ελάχιστο μέρος από το 4% του ήδη γνωστού σύμπαντος.
Το μόνο, λοιπόν, που τον ένοιαζε εκείνη τη στιγμή ήταν να μάθει πώς βρέθηκε εκεί;
Κοίταξε και πάλι γύρω του, αναζητώντας μία απάντηση.
Μία εξώκοσμη κίτρινη ομίχλη είχε απλωθεί σε όλο το χώρο.
Αισθανόταν σαν να έζησε το ίδιο γεγονός άπειρες φορές.
Ίσως σ’ έναν άλλο κόσμο οι φυσικοί νόμοι ν’ άλλαζαν, σκέφτηκε.
Εάν όμως πίσω του πράγματι ερχόταν ένας άλλος κόσμος, ενδεχομένως πανομοιότυπος με το δικό του, θα έπρεπε να προσέχει τις επιλογές του.
Δεν ήθελε να γίνει ο Σίσυφος μίας εφιαλτικής πραγματικότητάς που θα την βίωνε ξανά και ξανά.
Άλλωστε ακόμα και η εύγεστη αίσθηση του καλού κρασιού όταν ξεπερνάει κανείς τα όρια γίνεται σχεδόν απεχθής.
Θυμήθηκε μία ρήση του Αλμπέρ Καμύ – του κύριο εκφραστή του παραλόγου – που την είχε διαβάσει όταν ήταν ακόμα παιδί:
«Φαντάζομαι πως ο Σίσυφος ήταν ευτυχισμένος.»
Από τότε, θέλοντας ν’ αλλάξει τη μοίρα του, προσπάθησε να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του υιοθετώντας διάφορες υψηλές ανθρωπιστικές έννοιες για την κατάκτηση της ευτυχίας.
Κάτι που δε μπορούσε ακόμη να κάνει ο σκύλος του.
Ίσως γιατί συνειδησιακά ήταν νεκρός και δεν το ‘ξερε, μιας και κανείς δεν του καταλόγιζε ευθύνες για τις πράξεις του.
Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με τον ίδιο, αυτός ήταν ευτυχής με όσα έβλεπε κι άκουγε, κουνώντας συχνά την ουρά του.
Είχε μία στέρεα γνώση της πραγματικότητας που ξεπηδούσε μέσα απ’ τις αισθήσεις του.
Κι ας μη γνώριζε για παράδειγμα πως στο μικρόκοσμο η ταχύτητα και η θέση του φωτονίου δεν είναι γνωστές ή πως δεν υπάρχει αρχή και τέλος μέσα στον αυτοδημιούργητο χωρόχρονο.
Γιατί όμως να εγκαλέσει κανείς ένα σκύλο για μία τέτοια ελλειμματικότητα;
Άλλωστε ακόμη και οι θρησκείες είχαν μία τελεολογική αντίληψη για την εξέλιξη του σύμπαντος.
Έκλεισε και πάλι τα μάτια για ν’ ατενίσει νοερά το λαμπερό χαμόγελο της αγαπημένης του, που όμως τώρα πια έμοιαζε αποχαιρετιστήριο και μακρινό, σχεδόν ξένο, όπως το κλάμα ενός μωρού που γεύεται για πρώτη φορά το μυστήριο της ζωής.
Άνοιξε τα μάτια έντρομος. Ένας ομφάλιος λώρος ήταν τυλιγμένος γύρω του, ενώ το ήδη γνωστό και πανάρχαιο βλέμμα της μάνας του τον κοιτούσε γεμάτο αγάπη και ικανοποίηση.
Τώρα όλα όσα είχε ζήσει πριν του φαινόταν σαν μια αχνή ανάμνηση.
Το γυμνό κορμί της ερωμένης του κι αυτό αχνό, σαν όνειρο που ξεθώριασε με το πρώτο ανοιγόκλειμα των βλεφάρων.
Όσο μπορούσε ακόμα να θυμηθεί ανακάλεσε γρήγορα από το βάθος του ασυνείδητου για άλλη μία φορά τη ρήση του Αλμπέρ Καμύ.
«Φαντάζομαι πως ο Σίσυφος ήταν ευτυχισμένος.»
Ένιωσε πως αυτή ήταν η ύστατη προσπάθεια χρονοβύθισης.
Βλαστήμησε σιωπηλά.
Αν και ήξερε πως δεν ενδείκνυνται τέτοιες σκέψεις σε νεογέννητα.
Την ίδια στιγμή το βλέμμα του έπεφτε στη διάφανη τσέπη της λευκής ρόμπας του γυναικολόγου, την ώρα που αυτός άγγιζε με το χέρι του το συλλεκτικό Zippo με την ιδιόχειρη αφιέρωση…