της Γιώτας Αγαπητού
Ο Ιάσονας με τον Φίλιππο ικανοποιημένοι και οι δύο που τώρα πια ολοκληρώθηκε η συμφωνία που είχαν κάνει πριν από καιρό στο εξοχικό του Φιλίππου, φεύγοντας από το συμβολαιογραφικό γραφείο κατευθύνθηκαν προς το ανθοπωλείο.
- Τώρα πια είναι δικό σου και επισήμως. Να το προσέχεις. Αυτό το μαγαζί το αγαπώ σαν παιδί μου. Μέσα στα λίγα αυτά τετραγωνικά μέτρα ένιωθα αφάνταστα ευτυχισμένος κι ελεύθερος. Εδώ γνώρισα τις πιο σημαντικές γυναίκες της ζωής μου που με σημάδεψαν η κάθε μία με τον τρόπο της. Τη Soledad που δεν είχα το θάρρος να την παντρευτώ και να κάνω ένα νέο ξεκίνημα μαζί της, αλλά και τη μικρή Γιασμίν, ένα ορφανό του πολέμου που η μοίρα το έφερε να γίνει το δικό μου παιδί. Εδώ είναι χαραγμένη όλη μου η ύπαρξη. Εύχομαι σ’ αυτό το μαγαζί να κάνεις κι εσύ μία νέα αρχή στη ζωή σου, που να είναι τόσο σημαντική ώστε να σε οδηγήσει σε άλλους καλύτερους δρόμους.
- Μην ανησυχείς, σου υπόσχομαι πως θα το προσέχω. Θέλω όμως και γω να βάλω τη δική μου μικρή σφραγίδα, χωρίς όμως ν’ αλλάξω κάτι. Εξάλλου νιώθω έντονα την ανάγκη ν’ αρχίσω να πατάω στα δικά μου πόδια. Γι’ αυτό το λόγο και αποφάσισα αντί να ζητήσω χρήματα από τη Λίζα να πάρω δάνειο από την τράπεζα. Δε θέλω για κάτι τόσο σπουδαίο και σημαντικό να της είμαι υποχρεωμένος. Άλλωστε, εδώ και καιρό σκέφτομαι ότι είναι η ώρα αυτή η σχέση να οδεύσει προς το τέλος της.
Ο Ιάσονας ακούγοντας το φίλο του ένιωσε περήφανος για κείνον και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Μετά απ’ αυτές τις κουβέντες καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής παρέμειναν σιωπηλοί, απορροφημένοι και οι δύο στις σκέψεις τους. Η κίνηση στους δρόμους υποτονική, αφού το καλοκαίρι σιγά σιγά η Αθήνα αρχίζει ν’ αδειάζει. Φτάνοντας στο ανθοπωλείο τον Φίλιππο τον περίμενε μία ευχάριστη έκπληξη. Εκεί θα συναντούσε τη μικρή προσφυγοπούλα που τόσα είχε ακούσει γι’ αυτήν, την Γιασμίν, αλλά και τον Φαίδωνα. Δύο ανθρώπους που μέσα από τις περιγραφές του Ιάσονα τούς ένιωθε πια σαν δικούς του. Λίγο πριν μπουν στο μαγαζί οι δύο άντρες κοντοστάθηκαν στην εξώπορτα.
- Θέλω να σου γνωρίσω τον άνθρωπο που μου έδωσε και πάλι ζωή. Το μικρό κορίτσι που για μένα τώρα πια είναι η κόρη μου.
Ο Φίλιππος κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Οι συστάσεις που έγιναν ήταν εγκάρδιες. Οι τέσσερις αυτοί άνθρωποι, αφού γιόρτασαν με γλυκά κι ευχές για τα νέα βήματα που αποφάσισαν να κάνουν στις ζωές τους, άρχισαν να κουβεντιάζουν σαν να είναι παλιοί φίλοι. Η Γιασμίν σαν μικρή νεράιδα βγαλμένη από παραμύθι στροβιλιζόταν γύρω από τις γλάστρες και τα βάζα με τα λουλούδια. Ενώ η Ηλιαχτίδα, το μικρό αδέσποτο σκυλάκι της, έτρεχε από πίσω της ευτυχισμένο θυμίζοντας ξωτικό.
Οι επόμενες εβδομάδες κύλησαν σχεδόν γρήγορα. Ο Ιάσονας αφοσιωμένος πλήρως στην ολοκλήρωση του σχεδίου του θα έλειπε για κάποιες μέρες από την Ελλάδα, χωρίς όμως να ενημερώσει την Γιασμίν για το που θα πήγαινε. Άλλωστε εκείνη του είχε ζητήσει μέχρι να φύγουν να συνεχίσει να μένει στο διαμέρισμά της στα Προσφυγικά. Στενοχωριόταν που θ’ άφηνε μόνο του τον Φαίδωνα. Πολλές φορές του είχε ζητήσει να πάει και κείνος μαζί τους. Αυτός όμως το αρνιόταν συνεχώς. Ήταν απόλυτος. Τώρα πια δε θ’ άλλαζε τη ζωή του για κανέναν. Ένιωθε πολύ γέρος και αφάνταστα κουρασμένος για να κάνει μία νέα αρχή και μάλιστα μακριά από την Αθήνα. Εξάλλου, εδώ ήταν το σπίτι του και όλες οι στιγμές που έζησε, οι οποίες μετουσιώθηκαν σε αναμνήσεις που τον συντρόφευαν. Σκεφτόταν πως αν είχε ανάγκη ν’ ανταλλάξει δύο ανθρώπινες κουβέντες είχε τον Φίλιππο και αυτό θα έκανε τη μοναξιά του να φαντάζει λιγότερο δυσβάστακτη.
Η Ανδαλουσία βρίσκεται στο Νότιο τμήμα της Ισπανίας. «Χώρα του Ήλιου», έτσι την αποκαλούσαν οι Άραβες που την είχαν λατρέψει. Σεβίλλη, πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας. Εκεί όπου γεννήθηκε το φλαμένκο, αυτός ο τόσο παθιασμένος κι εκστατικός χορός. Μία περιοχή τόσο έντονη και δυναμική που μπόρεσε να εμπνεύσει μεγάλους καλλιτέχνες. Τον Πικάσο, τον Λόρκα, τον Χέμινγουεϊ. Σε λίγες εβδομάδες στο κέντρο αυτής της πόλης έχει τα εγκαίνιά του ένα νέο ανθοπωλείο, το «LA FLOR DEL SOL», που σημαίνει «Το λουλούδι του ήλιου». Ένα μαγαζί που θα έχει τα πιο όμορφα άνθη και φυτά απ’ όλο τον κόσμο. Ο Ιάσονας με τη βοήθεια του καλού του συνεργάτη Estouardo Eufemio, που χρόνια τον προμήθευε φυτά από την Ιβηρική Χερσόνησο, αποφάσισε να κάνει ένα νέο επαγγελματικό ξεκίνημα. Παράλληλα όμως βρήκε ένα όμορφο σπίτι με αυλή για να μπορεί να παίζει η μικρή Γιασμίν με την Ηλιαχτίδα ήρεμη, έχοντας μόνο τις έννοιες της ηλικίας της. Το σπίτι αυτό βρίσκεται στα προάστια της πόλης. Πρώτιστη ανάγκη του πια είναι να βρίσκεται δίπλα της και να τη στηρίζει στα όνειρα και τις επιλογές της. Γι’ αυτό και η κάθε κίνησή του είναι προσεκτικά μελετημένη.
Σε λίγες μέρες ένα ακόμα καλοκαίρι θα μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ένα καλοκαίρι, που όπως και το προηγούμενο που πέρασε, επιφύλαξε στη Γιασμίν μεγάλες εκπλήξεις, οι οποίες όμως αυτή τη φορά ήταν ευχάριστες. Το μικρό κορίτσι όλο αυτό το διάστημα μάζευε σιγά σιγά τα λιγοστά πράγματά του, ανάμεσά τους και το κρυστάλλινο βάζο με το σπασμένο χείλος που της είχε κάνει δώρο ο Φαίδωνας. Δίπλα της πάντα η Ηλιαχτίδα, πιστός σύντροφος και προστάτης της. Οι δυο τους έζησαν στην Αθήνα και στο μικρό αυτό διαμέρισμα, που πριν απ’ αυτή ζούσαν άλλοι πρόσφυγες, στιγμές που θα τις θυμάται για πάντα. Η συγκίνησή της αυτές τις τελευταίες μέρες πριν φύγουν είναι μεγάλη. Το μικρό σκυλάκι φαίνεται και κείνο να νιώθει ότι κάτι σπουδαίο πρόκειται να συμβεί που θ’ αλλάξει τη ζωή τους για πάντα.
Τριανταμία Αυγούστου, νωρίς το πρωί ο Ιάσονας, έχοντας φτάσει μ’ ένα ταξί, έχει έρθει να πάρει τη Γιασμίν με την Ηλιαχτίδα. Το βράδυ που πέρασε ο Φαίδωνας δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Στεναχωριόταν που θα έχανε τη μικρή του φίλη. Καθώς πάει να την αποχαιρετήσει, βλέποντας για τελευταία φορά το άδειο πια διαμέρισμα και μια βαλίτσα γεμάτη με στοιβαγμένα πράγματα προσπαθεί να μην κλάψει.
- Καλημέρα Γιασμίν. Κάτω μας περιμένει ένα ταξί. Είναι η ώρα να φύγουμε.
Ο Φαίδωνας ακούγοντας αυτές τις λέξεις σφίγγει όσο μπορεί την καρδιά του.
- Να μου την προσέχεις. Μην ξεχνάς ότι τώρα πια είναι κι επισήμως κόρη σου, αλλά για μένα δε θα πάψει ποτέ να είναι το παιδί της καρδιάς μου και η πόρτα μου θα είναι πάντα ανοιχτή για κείνη.
Ο Ιάσονας ακούγοντάς τον, νιώθει έντονα τα αισθήματά του χωρίς να μιλάει. Ο Φαίδωνας παίρνει μία σφιχτή αγκαλιά την Γιασμίν και της δίνει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο σαν ευχή. Τώρα πια δεν μπορεί άλλο να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Το μικρό αυτό προσφυγόπουλο, που πριν από ένα χρόνο μπήκε σαν κλέφτης στη ζωή του και τον συντρόφευε κάθε μέρα, φεύγει ίσως για πάντα.
- Καλή τύχη μικρή μου Γιασμίν, να προσέχεις και να είσαι πάντα ευτυχισμένη. Θα μου λείψεις πολύ. Για μένα θα είσαι μία μικρή ηλιαχτίδα φωτός στην τόσο σκοτεινή ζωή μου. Θέλω να σ’ ευχαριστήσω γιατί μου θύμισες κάτι που είχα ξεχάσει εδώ και χρόνια. Το πώς είναι να νοιάζεσαι και ν’ αγαπάς έναν άνθρωπο. Θα περιμένω να μου στέλνεις τα νέα σου μέσα από τα γράμματα που θα μου γράφεις. Ιάσονα θέλω να σ’ ευχαριστήσω και σένα για μία ακόμα φορά μέσα από την καρδιά μου για το καλό που κάνεις. Καλή τύχη στο νέο σας ξεκίνημα.
Οι δύο άντρες έδωσαν σφιχτά τα χέρια και αγκαλιάστηκαν. Καθώς έμπαιναν στο ταξί, ο Φαίδωνας που στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας κουνούσε το χέρι και τους ευχόταν καλό ταξίδι, ενώ τα μάγουλά του είχαν μουσκέψει από τα δάκρια. Στη διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο η Γιασμίν είχε το πρόσωπό της κολλημένο συνέχεια στο παράθυρο, αποχαιρετώντας την πόλη που την αγκάλιασε με αγάπη και σημάδεψε τη ζωή της. Μετά από αρκετή ώρα φτάσανε επιτέλους στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος. Ο Ιάσονας κρατώντας από το ένα χέρι τις βαλίτσες και από το άλλο τη Γιασμίν, η οποία κουβαλούσε προσεκτικά το κλουβάκι με την Ηλιαχτίδα, προχώρησαν χαρούμενοι μέσα στο κεντρικό κτίριο του αερολιμένα. Το μικρό κορίτσι γεμάτο περιέργεια και ανυπομονησία προσπαθούσε να καταλάβει πού θα πάνε.
- Θα μου πεις επιτέλους για πού θα ταξιδέψουμε;
- Κοίτα μόνη σου μικρή μου.
Η Γιασμίν τότε σήκωσε το κεφάλι της κι έστρεψε το βλέμμα της στον πίνακα ανακοινώσεων. Με φωτεινά γράμματα αναβόσβηνε: «Πτήση εννέα εξήντα δύο με προορισμό τη Σεβίλλη, ώρα αναχώρησης έντεκα και τριάντα π.μ.». Η καρδιά της φτερούγησε από χαρά. Κοίταξε τον Ιάσονα που στεκόταν δίπλα της περήφανος.
- Σε λίγη ώρα οι δυο μας πετάμε για την πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας. Εκεί όπου θα προσπαθήσουμε να κάνουμε επιτέλους τα όνειρά σου πραγματικότητα. Μπορείς όμως αν το θέλεις να εκπληρώσεις την υπόσχεση που είχες δώσει κάποτε στη γιαγιά σου. Να σπουδάσεις και αργότερα να γίνεις μία μεγάλη και σπουδαία χορεύτρια του φλαμένκο, που μέσα από τις κινήσεις σου θα μπορείς να διηγείσαι την ιστορία των προγόνων σου, αλλά και τη δική σου. Την ιστορία ενός παιδιού που έζησε τη φρίκη του πολέμου.